Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Ας μιλήσουμε πολιτικά: Ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;*


Ας μιλήσουμε πολιτικά: Ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο;*
by Yannis Androulidakis Πέμπτη, 9 Σεπτεμβρίου 2010 στις 9:33 π.μ.

Ποιος είναι ο καλύτερος εξολοθρευτής της «Τρόικας»; Ο Αλέξης Μητρόπουλος ή ο Αλέκος Αλαβάνος; Ποιος είναι αυτός ο σούπερμαν που θα πάρει το μνημόνιο και θα το δώσει σε αυτούς που το έγραψαν για να το φάνε κι αφού το μεταβολίσουν και το αφοδεύσουν θα τους εξαναγκάσει να το φάνε ξανά; Η ερώτηση δεν γίνεται για πλάκα. Είναι σοβαρή και δεν πρέπει να συγχέεται με εκείνη την παλαιότερη που τοιχοκολούνταν μαζικά στην Αθήνα, αναγκάζοντας τους αστούς να αναρωτιούνται «Ποιος θα δείρει το Σουγκλάκο;». Αλλωστε, είναι γνωστό -σε όσους έχουν μια ηλικία τουλάχιστον- ότι αυτό ουδείς κατάφερε να το κάνει τότε, με αποτέλεσμα ο μακαρίτης πλέον κατσέρ να αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό, να μεταφερθεί από τα ρινγκ στις πίστες και να ανακοινώσει την απόφασή του με νεώτερη αφίσα, στην οποία αναφερόταν «Αφού δεν με έδειρε κανείς, έγινα τραγουδιστής». Αντίθετα, δεν έχουμε καμία αμφιβολία ότι ένας από τους δύο προαναφερθέντες μνημονιοκυνηγούς -αν όχι και οι δύο (και γιατί όχι, εδώ που τα λέμε)- θα καταφέρει να εξολοθρεύσει την Τρόικα. Κι αν σε τελική ανάλυση δεν το καταφέρουν, δεν έχουμε καμία απολύτως ένδειξη ότι έχουν τη διάθεση ή τη δυνατότητα να ακολουθήσουν -έστω ένας από τους δύο- καριέρα τραγουδιστή.

Τα ερωτήματα είναι σοβαρά, ακόμα κι αν -αντί να κλέβουμε τις ποικίλες εκκλησίες του πάλαι ποτέ ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ και των προτεινόμενων υπερηρώων του- τα θέσουμε με πολιτικούς όρους -τόσο που πιο πολιτικοί να μη γίνονται: Τι Μέτωπο πρέπει να φτιάξουμε; «Λαϊκό» ή «Ενιαίο»; Με τους σοσιαλδημοκράτες μέσα ή έξω; Κι αν είναι μέσα, πρέπει να είναι μπροστά για να μας κρύβουνε ή πίσω για να μας σμπρώχνουνε; Θα εντάσσει στο εσωτερικό του τους αντιεξουσιαστές που αποκηρύσσουν τη βία ή θα βολευτεί με τους βίαιους που αποκηρύσσουν τους αντιεξουσιαστές; Θα στρέφεται κατά του Μνημονίου και ως εδώ και μη παρέκει ή θα επεκτείνεται και στα μονοπώλια; Θα είναι ευρύ πατριωτικό ή θα διατηρεί τον διεθνιστικό του χαρακτήρα μέσα στην εποχή της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης; Θα θέτει το πρόταγμα της παύσης πληρωμών ή θα αρκείται στην επαναδιαπραγμάτευση του χρέους; Και τέλος, θα είναι του ΚΚΕ με τον λαό ή παίζουμε;
Το «και τέλος» βέβαια, μια κουβέντα είναι: ο λόγος την έφερε, ο λόγος την παίρνει πίσω. Γιατί με τα ερωτήματα που θέτει η Αριστερά κάθε φορά που ξεκινά τη νέα έφοδό της προς τον ουρανό της αιωρούμενης στη σφαίρα του θρύλου «πολιτικής ηγεμονίας», τελειωμός δεν υπάρχει. Καθώς μάλιστα τα τελευταία 75 χρόνια συνηθίζει να θέτει καινούρια χωρίς προηγουμένως να έχει απαντήσει τα παλαιότερα, το μόνο που χρειάζεται είναι να επιστρατευθεί ο βασιλιάς Μίνωας να πετάξει τον Μινώταυρο μέσα στον Λαβύρινθο της αριστερής υπαρξιακής ενατένισης και να υποχρεωθεί μετά το Κεφάλαιο να στέλνει εκατό νέους καπιταλιστές κι άλλες τόσες νέες καπιταλίστριες κάθε χρόνο, να τους τρώει το θηρίο. Το μόνο ερώτημα που ποτέ δεν θέτει η Αριστερά είναι αν εκτός από κάρο με ρόδες χρειάζεται και άλογο να το σέρνει. Αν δηλαδή η πάλη θα παραμείνει στο πεδίο της πολιτικής με διακύβευμα την ηγεμονία της (η οποία αποτελεί τον προφανή προθάλαμο για την εξουσία) ή θα μεταφερθεί στην κοινωνία και τις άμεσες οργανώσεις της, ειδικότερα τις οικονομικές και ακόμα πιο ειδικά τα συνδικάτα. Εδώ η απάντηση είναι ομόφωνη, ομόθυμη και κοινή: η προτεραιότητα της πολιτικής πάλης, είναι όχι μόνο αναμφισβήτητη για το σύνολο της Αριστεράς, αλλά κατέστη και στοιχείο της υπερηφάνειας της. Οσο πιο «πολιτικός», τόσο πιο «αριστερός», η υποτίμηση της λαϊκής οργάνωσης τείνει να θεωρηθεί σύμφυτη με τον ριζοσπαστισμό. Ετσι ώστε -στην Ελλάδα ιδιαίτερα, αλλά όχι μόνο- έχει συγκροτηθεί ένα ιδιότυπο είδος «υπεραριστεράς» που αρνείται εντελώς τη συμμετοχή στην οικονομική πάλη και τα συνδικάτα. Άλλωστε στο περιθώριο αυτής της «υπεραριστεράς» δομήθηκε και το εντελώς ιδιότυπο ελληνικό αναρχικό κίνημα.

Τα ελαφρυντικά του πατροκτόνου

Η συζήτηση για τις ιστορικές καταβολές και τις ιστορικές συνέπειες αυτής της εμμονής με την πολιτική και την πολιτική ηγεμονία μπορεί να είναι ατέρμονη -και ίσως δεν είναι της στιγμής. Είναι πάντως αναμφισβήτητο ότι η πιο χαρακτηριστική είναι η σταθερή υποτίμηση των λαϊκών οργανώσεων και δη των οικονομικών που είναι και οι πιο διαδεδομένες από αυτές. Η υποτίμηση αυτή έχει οδηγήσει σε μια ιστορική αποδυνάμωση των συνδικάτων, η οποία σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί ως μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Τα «συνειδητά» κομμάτια της επαναστατικής ή μη Αριστεράς, αλλά και του αναρχικού χώρου, κριτικάρουν τον συνδικαλισμό ως μη επαρκή, τον περιφρονούν και απαξιούν να ασχοληθούν στρατηγικά μαζί του. Με τον τρόπο αυτό τα συνδικάτα περνάνε αβρόχοις ποσί στα χέρια των κρατικοσυνδικαλιστών γραφειοκράτων οι οποίοι τα οδηγούν σε συνεχείς ήττες. Τις ήττες αυτές τα «συνειδητά» κομμάτια εξηγούν ως αποόδειξη της ανεπάρκειας του συνδικαλισμού, για την οποία είχαν «προειδοποιήσει». Η λογική αυτή θυμίζει τη λογική του πατροκτόνου, που ζητούσε από το δικαστήριο να αποδεχθεί ως ελαφρυντικό στο κατηγορητήριο το γεγονός ότι είναι ορφανός.
Εχει ίσως σημασία να δούμε ποια ήταν τα αποτελέσματα της κυριαρχίας της πολιτικής έναντι της συνδικαλιστικής συνείδησης -και κυρίως δράσης- στην παρούσα περίοδο, από το ξέσπασμα της «κρίσης» και την έλευση της «Τρόκιας» και του «Μνημονίου» και μετά. Από την αρχή των κινητοποιήσεων ήταν προφανές ότι εκτός από τα επίσημα σωματεία, τις ομοσπονδίες και τις συνομοσπονδίες, ουδείς άλλος ήταν σε θέση να οργανώσει και να συντονίσει κινητοποιήσεις στοιχειωδώς ικανοποιητικής έκτασης. Εξίσου προφανές ήταν όμως ότι στην ομολογημένη απροθυμία της ΓΣΕΕ να το κάνει (ο πρόεδρός της Παναγόπουλος δεν έκρυψς ποτέ ότι πρώτο του μέλημα ήταν «να στηριχθεί η κυβέρνηση»), δεν υπήρχε καμία εναλλακτική συνδικαλιστική ή σωματειακή δομή να αντιπαραταχθεί. Οι προσπάθειες που έγιναν από τον -αδρανοποιημένο τότε επί πολλούς μήνες- Συντονισμό των Πρωτοβάθμιων Σωματείων, ανέδειξε τις διαθέσεις ενός κόσμου να κινητοποιηθεί στο δρόμο και στον χώρο δουλειάς. Ακόμα κι αυτές ωστόσο, θα ήταν ενδεχομένως αδύνατον να υπάρξουν, χωρίς την «κάλυψη» του κομματικού συνδικαλισμού του ΠΑΜΕ, που εξασφάλισε κάποιες επιπλέον ημέρες απεργιακής δράσης.
Η πίεση που ασκήθηκε στον δρόμο ήταν ωστόσο στην πραγματικότητα μικρότερη από την πίεση που ασκούσε η βάση των σωματείων στις ηγεσίες τους -ειδικά καθώς τα πρώτα κυβερνητικά μέτρα έμεναν ολοκληρωτικά αναπάντητα. Οι μέρες απεργιακής δράσης που εξαναγκάστηκε να προκηρύξει η ΓΣΕΕ χαρακτηρίστηκαν από μαζικότητα πρωτοφανή στα χρονικά. Και βεβαίως συνέβησαν τα γεγονότα της 5ης Μαϊου.



Είναι εξαιρετικά επίφοβο η 5η Μάη να αποδεχθεί μια εντελώς τραγική μέρα για το ελληνικό εργατικό κίνημα (πέραν βέβαια της ίδιας της τραγικότητας των τριών θανάτων), συγκρινόμενη σε αναλογία μόνο με τα γεγονότα της Σκάλας της Βαρκελώνης τον Ιανουάριο του 1978. Η μεγαλύτερη σε όγκο, παλμό και δυναμική λαϊκή κινητοποίηση των τελευταίων δεκαετιών στην Ελλάδα, κατέληξε ως ένα σουβλάκι (πολιτικά) τρομαγμένων ανθρώπων που αναρωτιόντουσαν με ποιον τρόπο θα διαχειριστούν τη νέα θέση του απολογούμενου. Η παντελής έλλειψη στρατηγικής για τη δουλειά μέσα στα σωματεία και τους χώρους εργασίας, κατέστησε μέσα σε πέντε λεπτά ένα ολόκληρο κίνημα όμηρο των δελτίων των 8 και της φοράς των «κεντρικών» γεγονότων. Κι όμως, για το μεγαλύτερο κομμάτι των οργανωμένων δυνάμεων, τα γεγονότα της 5ης Μάη λειτούργησαν ως ένα βαθμό λυτρωτικά, στο βαθμό που τους απάλλαξαν από την «υποχρέωση» να εγκαταλείψουν την περί «μετώπων» συζήτηση στα κομματικά γραφεία και να διαχειριστούν με ουσιαστικό τρόπο τις συνέπειες αυτής της μαζικότητας, δηλαδή να δουλέψουν μέσα στα συνδικάτα που ήταν οι πραγματικές της κυψέλες.
Από εκείνη τη στιγμή μέχρι το σημερινό τσίρκο, όπου δεκάδες οργανώσεις της Αριστεράς συζητάνε σοβαρά – σοβαρά για τον τρόπο με τον οποίον θα εκφραστεί η κοινωνική οργή (sic) στις... κάλπες των Δημοτικών Εκλογών (θεωρώντας μάλιστα ότι υπάρχει έστω και ένας Μπόμπος της τελευταίας υποστάθμης που ασχολείται μαζί τους), είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Με την συζήτηση να περιστρέφεται ξανά γύρω από την πολιτική και την ψευδαίσθηση του «μεγάλου κόλπου» που θα γυρίσει το τραπέζι ανάποδα, ο καθένας μπορεί να γυρίσει ήσυχα – ήσυχα στη δουλειά που ξέρει να κάνει καλά εδώ και καιρό. Ακόμα και οργανωμένα τμήματα του αντιεξουσιαστικού χώρου, μπόρεσαν να ξεπεράσουν το άγχος που τους προκάλεσε η «παροδική» ηγεμονία του εργασιακού ζητήματος και να αφοσιωθούν ξανά στο εναλλακτικό εμπόριο, την υγιεινή διατροφή και την αναζήτηση του υποκειμένου–ατόμου που κοιμάται χαζός και ξυπνάει έξυπνος.



Η αλήθεια είναι βέβαια ότι ελάχιστοι από αυτούς θα μπορέσουν να διατηρήσουν τη μιζέρια τους ζωντανή αν το Κεφάλαιο επιβεβαιώσει και διευρύνει τη νίκη του αυτόν τον Χειμώνα. Σε μια κοινωνία στην οποία οι τελευταίες εργατικές αντιστάσεις θα έχουν καταρρεύσει, οι απολύσεις και η ανεργία θα επελαύνουν ασταμάτητες και η διατήρηση οποιασδήποτε εργασιακής θέσης θα έχει απομείνει μοναδικό ατομικό διακύβευμα, είναι μάλλον αδύνατο να επιβιώσουν οργανωμένα χόμπι σαν αυτά στα οποία ασκούνται κατά κόρον οι πολιτικές οργανώσεις στην Ελλάδα. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση, η εξέλιξη αυτή θα είναι η τελευταία για την οποία θα κλάψει η κοινωνία.

Η ανάκτηση της εργατικής δημοκρατίας και η επόμενη μέρα της σύγκρουσης

Υπάρχει ωστόσο μια δυνατότητα αναστροφής των σημερινών συσχετισμών και αυτή κατά έναν παράδοξο τρόπο προέρχεται από την ίδια την ένταση που λαμβάνει η επίθεση που συντελείται στην Εργασία από το Κεφάλαιο. Η θύελλα των μαζικών απολύσεων που σε αρκετούς κλάδους δεν είναι επαπειλούμενη αλλά αποτελεί ήδη μια ζοφερή πραγματικότητα, ανάλογα με το είδος της δράσης που θα αναληφθεί στους χώρους εργασίας, είναι δυνατό να οδηγήσει είτε σε ένα γενικευμένο φόβο, στον ατομισμό και τον ανταγωνισμό μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων είτε στην ανάπτυξη της πιο δημοκρατικής αλληλεγγύης που είναι η αλληλεγγύη των κοινών συμφερόντων, δηλαδή η εργατική αλληλεγγύη. Η προσπάθεια να στηθούν στους εργασιακούς χώρους Γενικές Συνελεύσεις, απεργιακές επιτροπές αλλά και κινήσεις για την υπεράσπιση των θέσεων εργασίας θα ήταν ένα σημαντικό βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση.



Η ενότητα γύρω από το κοινό συμφέρον -το οποίο εξ αντικειμένου είναι κατ' αρχήν οικονομικό- είναι άλλωστε η βάση κάθε συλλογικότητας και πόσο μάλλον εργατικής. Παρόλη την αντίθετη φιλολογία, δεν υπάρχει καμία οργάνωση για τον εργαζόμενο ανώτερη από την οργάνωση μέσα στον χώρο δουλειάς του, δηλαδή οργάνωση για την άμεση απάντηση στην εκμετάλλευση και την διαχείριση της καθημερίνότητάς του μαζί με τους συναδέλφους του. Η εργατική δημοκρατία δεν είναι παρά η πραγμάτωση αυτής της συνθήκης και η διεύρυνσή της από το επιχειρησιακο στο κλαδικό και από το κλαδικό στο ταξικό επίπεδο. Αν η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας, κατά πώς διακηρύττει το σύνολο των ρευμάτων του εργατικού κινήματος, τότε είναι μάλλον προφανές ότι η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει αυτή τη φορά από τη βάση.



Με τις πολιτικές δομές του εργατικού κινήματος να μην ασκούν παρά ελάχιστη επιρροή στα πράγματα, είναι επείγουσα ανάγκη να επαναπροσδιοριστούν και να ανασυγκροτηθούν οι -υποτυπώδεις έστω- συνδικαλιστικές δομές, αυτές τουλάχιστον που εμφανίστηκαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο κατά το προηγούμενο διάστημα. Η μεταφορά του κέντρου βάρος του Συντονισμού των Πρωτοβάθμιων Σωματείων από τα γραφεία των πολιτικών οργανώσεων στους εργασιακούς χώρους, η διεύρυνσή του με συνδικαλιστικά σχήματα -έστω μειοψηφικά στους κλάδους τους- και σχετικές πρωτοβουλίες που γεννιούνται σήμερα στους εργασιακούς χώρους, η σύνδεση με τις μικρές ή μεγάλες, συνειδητές ή υποσυνείδητες, οργανωμένες ή σκόρπιες αντιστάσεις που αναπτύσσονται ανά κλάδο, είναι προϋπόθεση για να προετοιμασθεί η εργατική αντεπίθεση με όρους ταξικής πάλης και όχι με όρους πολιτικού τσίρκου.



Ακόμα κι έτσι δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα αποκρουσθεί στο σύνολό της η επίθεση που έχει εξαπολυθεί στην Εργασία. Η μάχη δίνεται έτσι και αλλιώς με τους πιο δυσμενείς όρους, στο βαθμό που το μεγαλύτερο οργανωτικό βάρος πέφτει εκ των πραγμάτων στις κρατικοσυνδικαλιστικές δομές που έχουν αφεθεί να κυριαρχήσουν μέσα στα σωματεία και τον κομματικό συνδικαλισμό. Η αναγέννηση ωστόσο της δημοκρατικής οικονομικής οργάνωσης των εργαζομένων είναι προϋπόθεση για να διατηρηθούν ζωντανές οι κοινωνικές αντιστάσεις ακόμα και την επόμενη μέρα, για να επιβιώσουν δομές μέσα στους εργασιακούς χώρους που δεν θα αποδέχονται τα τετελεσμένα του Κεφαλαίου και θα ετοιμάζουν μία αναγέννηση μέσα από τα ερείπια.
Αλλος δρόμος δεν υπάρχει: είτε θα οργανώσουμε σήμερα μέσα στους εργασιακούς χώρους τις οικονομικές ενώσεις μας, που θα συνδυάσουν την άμεση διεκδίκηση με την προετοιμασία της επαναστατικής συνομοσπονδίας της εργασίς είτε θα συνεχίσουμε να αναρωτιόμαστε ποιος θα δείρει τον Σουγκλάκο.
*Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται στο 13ο τεύχος της αναρχοσυνδικαλιστικής εφημερίδας ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ που κυκλοφορεί στο τέλος αυτής της εβδομάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου