Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010
Εμείς μπορούμε να δώσουμε τη ζωή μας μέσα σ’ ένα Συλλαλητήριο. Εσείς τι μπορείτε?
ο κατακείμενος όρθιος
εις μνήμην Νίκου Καρούζου, που πέθανε πριν σχεδόν 20 χρόνια, στις 19 Σεπτεμβρίου 1990
του Σάββα Μιχαήλ
Μετά τα τελευταία γενέθλια της ζωής του, στις 17 Ιουλίου 1990, κλείνοντας τα 64 και μπαίνοντας στα 65, ο Νίκος Καρούζος έλεγε χωρίς φιλαυτία, με χαρμόσυνο πένθος: “65 χρονών πέθαναν και οι τρεις μέγιστοι άνθρωποι: ο Ηράκλειτος, ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ κι ο Καρλ Μαρξ”. Αν δεν αγαπάς και τους τρεις, πώς να διαβάσεις τα ποιήματα του Καρούζου;
1. Κάποτε ρώτησαν τον Ραμπί Μεναχέμ Μέντελ του Βόρκι, τι ξεχωρίζει ένα παιδί του Αβραάμ από τους άλλους ανθρώπους. Κι αυτός απάντησε: “Τρία πράγματα του ταιριάζουν. Γονατίζει όρθιος, κραυγάζει άλαλος, χορεύει ακίνητος”. Μεταφέρθηκε η χασσιδική αυτή ιστορία, πάνω από έναν αιώνα αργότερα, στο Νίκο Καρούζο. Κι ο ποιητής την ένοιωσε βαθιά. Στη ζωή του κράτησε και στη “Κρονστάνδη” του μίλησε γι΄ αυτήν ακριβώς τη στάση κι αποτυχίζω την απόγνωση κατακείμενος όρθιος.
Ο Καρούζος, ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο επαναστάτης, είναι η Αντίφαση η φλεγόμενη που μηδέποτε κατακαίεται. Ο δρόμος του, γραφέων οδός ευθεία και σκολική μέη. Κι η Ποίησή του, η ταναντία εις ταυτόν αγαγούσα.
2. “κι αποτυχίζω την απόγνωση…” Η απόγνωση της ανθρώπινης ύπαρξης δεν χωρίζεται, για τον Καρούζο, από την οδύνη της Ιστορίας. Το έχουμε πει κι αλλού: όπως σε κάποιον πονάει το κεφάλι του ή το δόντι του, στον Καρούζο πονάει η Ιστορία. Ψηλαφά την ύπαρξη ιστορικά και την Ιστορία υπαρξιακά. Γι΄ αυτό και δεν συμβιβάζεται με την απόγνωση.
Μιλώντας με αγάπη για τον Samuel Beckett, γράφει:
“Αλλά κάπου πραγματικά γελιέται ο Beckett. Εννοώ πώς ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να διαλέξει και να μην ψοφήσει στην απόγνωση. Το παράλογο που πηγάζει απ΄ την ενότητα της ζωής και του θανάτου λείπει απ΄ τη ματεριαλιστική βίωση, όπου οι όποιοι απελπισμοί και οι όποιες απογνώσεις βιώνονται στη διάσταση της μελλοντικότητας που θα ΄βρε τους τρόπους να τις αναιρέσει” (Μεταφυσικές εντυπώσεις απ΄ τη ζωή ως το θέατρο).
Ο Καρούζος αποτυχίζει την απόγνωση, δηλαδή – όπως ο ίδιος μας έχει εξηγήσει το νεολογισμό – την οδηγεί σε αποτυχία, σε αυτοαναίρεση. Δεν την αποφεύγει, ούτε την ξορκίζει μικρόψυχα. Την δυναμιτίζει και την ανατινάζει εκ των ένδον, μ΄ όλο το τίμημα που αυτό συνεπάγεται. Ζει την χαρμολύπη της καθολικής απελευθέρωσης: ¨Μακριά σοφία για ζωή ανώτερη. Μακρά νοσταλγία του ύψους. Αξία λυτρωτική. Μακρό πένθος της ελευθερίας. Υπεράνω της ανυπόφορης θεολογίας. Ο χρόνος που γίνεται παράδεισος και όχι πανικός” (ο.π.π.)
Η βίωση του Καρούζου παραμένει “ματεριαλιστική”. Για την ακρίβεια υλιστική – διαλεκτική, ή, όπως θάλεγε ο ίδιος, υλιστική – ουρανοχαρής.
3. Η σχέση του Νίκου Καρούζου με τον Διονύσιο Σολωμό είναι υπαρκτή, βαθειά, ζωντανή – και δυσφημισμένη. Διάφοροι την αναζητούν μ΄ εξωτερικές συγκρίσεις σε φαινομενικές ομοιότητες, π.χ. στο κοινό πάθος για τη γλώσσα. Άλλοι καταγίνονται με μετρήσεις ύψους, αν είναι “ισοϋψείς” ή “ανισοϋψείς” ποιητές. Σάμπως να μπορεί κανείς να μετρήσει τα γνήσια ποιητικά μεγέθη, όταν ξεφεύγουν απ΄ τα όρια της συγκυρίας, “με τη μεζούρα του εμποροράφτη” κατά την έκφραση του Τρότσκι… Η σχέση πρέπει ν΄ ανιχνευτή στην ιστορική – υλική πηγή της. Και οι δυό βάλανε στο επίκεντρο της ποιητικής τους Οδύσσειας το αίνιγμα της Ιστορίας – και φτάσανε στην οξύτερη ποιητική συνείδηση του τέλους της. Και οι δυό αναζήτησαν με πάθος τους δρόμους και τους τρόπους με τους οποίους η επανάσταση θα γίνει διαρκής, δεν θα μείνει στη μέση, θλιβερό ερείπιο.
Εδώ, όμως, βρίσκεται και η μέγιστη διαφορά τους. Ο Σολωμός ξεκίνησε τον καιρό της ανερχόμενης κι ανολοκλήρωτης δημοκρατικής αστικής επανάστασης. Ο Καρούζος συνέχισε την εποχή της ανερχόμενης κι ανολοκλήρωτης σοσιαλιστικής επανάστασης.
Όσο απομακρυνόμαστε από τα χρόνια του Σολωμού και της πρώτης επανάστασης, κι η δεύτερη χάνονταν στον ορίζοντα κολοβή και οριστικά τερματισμένη, τόσο στέρευε κι η ιστορική συνείδηση από την νεοελληνική ποίηση ή ξέπεφτε σε στείρο ιστορικισμό, δέσμιο στα εκάστοτε ιδεολογήματα της άρχουσας τάξης.
Στον αιώνα μας, αναμφίβολα ο Καβάφης έχει οξύτατη ιστορική συνείδηση, και μάλιστα συνείδηση της ιστορικής παρακμής του σύγχρονου αστικού κόσμου. Αλλά, ο Καβάφης είναι κατ΄ εξοχήν “ελληνικός” προ-μεσσιανικός: στην ποίησή του δεν υπάρχει τέλος της Ιστορίας. Ο ορφικός Σικελιανός, με τον τρόπο του, το ψηλαφά. Αλλά συχνά συγχέει τον ιστορικό με το μυθολογικό χρόνο.
Η δεύτερη επαναστατική τομή που γνωρίζει η ιστορική εξέλιξη της νεώτερης ελληνικής κοινωνίας έρχεται με την Αντίσταση και την προδομένη σοσιαλιστική επανάσταση του 1941-49. Μέσα απ΄ το χάσμα π΄ άνοιξε ο σεισμός αυτός βγήκε το άνθος της ποίησης του Καρούζου. Σ΄ αντίθεση μ΄ άλλους μεταπολεμικούς – μετεμφυλιοπολεμικούς ποιητές, ούτε κλείσθηκε, κλουβί της ιδιωτείας, ούτε έγινε “ποιητής της ήττας” σβήνοντας κάθε επαναστατική προοπτική στ΄ όνομα της ήττας της επανάστασης, ούτε, πάλι, έγινε ο τραγουδοποιός του σταλινισμού, του πρωταίτιου της ήττας. Έμεινε μέχρι τέλους κομμουνιστής και γι΄ αυτό ασυμβίβαστος αντισταλινικός.
Αναζήτησε όλα τα γιατί και τα πώς, γύρισε ξανά και ξανά στο έπος και την τραγωδία της Οκτωβριανής Επανάστασης, ανοίχτηκε προς όλα τα ρεύματα του εργατικού κινήματος, προς όλες τις επαναστατικές εμπειρίες και τους αγώνες, όλες τις περιπέτειες του ανθρώπου και του ανθρώπινου πνεύματος. Έζησε με τον Σαιν Ζύστ και τον Κουτόν, με τον Ροβεσπιέρο και τον Μακρυγιάννη, με τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη, με τον Ηράκλειτο και τον Κάφκα, με τον Λένιν, τον Τρότσκι, τους μπολσεβίκους, τους ναύτες της Κρονστάνδης, τον Γκουεβάρα, τον δολοφονημένο απ΄ τους φασίστες του Σαλβαντόρ αρχιεπίσκοπο Ρομέρο, τους μακρονησιώτες και τους εξόριστους της Ικαρίας, τους ταπεινούς και τους εξεγερμένους όπου γης. Ήταν οικουμενικός στην Τέχνη και στην Επανάσταση, στα βάθη της παράδοσης και στις πιό απόκρημνες κορυφές της πρωτοπορίας.
Δεν ήταν θέμα απλώς επιλογής αλλά ανάγκη: η ολοκλήρωση της επανάστασης απαιτεί και διεκδικεί την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Η αταξική κοινωνία είναι η κοινωνία του ολικού ανθρώπου.
4. Το πάθος της Ιστορίας εξηγεί το πάθος του Καρούζου για τη γλώσσα, κι όχι το ανάποδο. Δεν ήταν ποτέ θετικιστής – φετιχιστής της γλώσσας. Ας ακούσουμε τον ίδιο τι λέει ¨”Είμαστε φτασμένοι, χωρίς αμφιβολία, σ΄ ένα όριο της Ιστορίας, όπου, περισσότερο από άλλοτε, ο άνθρωπος κλυδωνίζεται ανάμεσα στις λέξεις. Ο αγώνας, ανέκαθεν, είναι βέβαια να υποτάξει τις λέξεις, άρα να σταθεροποιήσει την αλήθεια. Μα για να κατορθώσει τούτο χρειάζεται την αδέσμευτη σκέψη, εκείνη που θα επιτρέψει να γλιτώσει απ΄ τον αδυσώπητο κλυδωνισμό ανάμεσα στις λέξεις… Όταν κατανοώ, πως ο αγώνας είναι, πάντα, να υποτάξουμε τη γλώσσα, ουσιαστικά βλέπω και συνειδηταίνω, πως ο αγώνας είναι να παρατήσουμε τις λέξεις. Αφαιρώντας απ΄ τις λέξεις την εξουσίαν απάνω μας, ελευθερώνουμε την εσώτερη γνώση απ΄ τις άπειρες ιστορικές της επενδύσεις, την καθαρίζουμε από τόσες και τόσες κληρονομιές, ώστε να μας αιφνιδιάσει σαν άγνωστος καταρράκτης, από μόνη της, εσωτερικά μπορώντας τη γυμνή της ακεραιότητα. Έτσι γνωρίζουμε ελευθερία. Και λύνουμε τους κόμπους οντολογικών περιπλοκών… Ερχόμαστε, δηλαδή, πριν απ΄ τη γλώσσα μεσ΄ απ΄ την εμπειρία της γλώσσας. Γυρισμός. Άλλωστε, ήμαστε κάποτε πριν απ΄ τη γλώσσα και νικήσαμε τη φύση κατακτώντας τη γλώσσα. Πως να διανοηθούμε ανίκητη την ίδια τη γλώσσα; Εξαπολύσαμε μια δύναμη ελευθερίας, που όμως μας υπόταξε” (Μεταφυσικές εντυπώσεις απ΄ τη ζωή ως το θέατρο). Απ΄ αυτή τη γωνιά πρέπει να ιδωθούν οι “λεκτομηχανές” του Καρούζου. Δεν φετιχοποιούν αλλά απο-φενακίζουν τις λέξεις. Μέσα από την τρικυμία του λόγου, αναδύονται τα πλάσματα του βυθού κι ακούγεται ο λόγος “ο εν τη φωνή αφώνως φθεγγόμενος” (Συμεών ο Νέος Θεολόγος). “Ερχόμαστε πριν απ΄ τη γλώσσα” και γυρίζουμε στην αφετηρία, στη Φύση, περνώντας μέσα απ΄ την εμπειρία της γλώσσας κι όλες τις ιστορικές πραγματώσεις του κοινωνικού ανθρώπου, αναιρώντας τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα, που αυτές απέκτησαν στη διαδρομή της ταξικής κοινωνίας, διατηρώντας συνάμα και υπερβαίνοντας το πνευματικό τους κεκτημένο περιεχόμενο. Ετσι “οι δυνάμεις ελευθερίας”, που γίνανε δυνάμεις καθυπόταξης, απελευθερώνονται κι απελευθερώνουν.
5. Μόνο στο δρόμο αυτό λύνεται η έσχατη απορία του πλατωνικού “Κρατύλου”. Η απορία και το λογικό αδιέξοδο υπάρχουν όταν αφετηρία για την προσέγγιση της γλώσσας γίνεται η ίδια η γλώσσα, είτε παίρνεται σαν “φύσει πεφυκυία” και ταυτίζεται με το Ον είτε όταν θεωρείται “ξυνθήκη και ομολογία”, τεχνητή σύμβαση σε απόλυτη διαφορά με το Ον. Το ζήτημα είναι, όχι η αφηρημένη ταυτότητα ή η αφηρημένη διαφορά, αλλά η ταυτότητα της ταυτότητας και της διαφοράς των όντων και των “ονομάτων”, η ενότητα των αντιθέτων όπου το πρωταρχικό αντίθετο, η αφετηρία κι ο χώρος του γυρισμού είναι το ίδιο το Ον. {“Οντινα μεν τοίνυν τρόπον δει μανθάνειν ή ευρίσκειν τα όντα, μείζον ίσως εστίν, εγνωκέναι ή κατ΄ εμέ και σε, αγαπητόν δε και τούτο ομολογήσασθαι, ότι ουκ εξ ονομάτων αλλά πολύ μάλλον αυτά εξ αυτών και μαθητέον και ζητητέον ή εκ των ονομάτων” (Κρατύλος 430b”}. Aυτός “ο γυρισμός” στην αφετηρία, στα όντα, “πριν απ΄ τη γλώσσα μεσ΄ απ΄ την εμπειρία της γλώσσας”, για τον οποίο μιλάει ο Καρούζος, έχει την αντίστροφη κατεύθυνση απ΄ την επιστροφή στο “άμεσο Είναι” που ζητά ο Χάϊντεγγερ, στην “παρ-ουσία” της αμεσότητας του Είναι”. Η αρχική αμεσότητα του Είναι, στη διαλεκτική του Χέγκελ (και του Μαρξ) είναι ακόμα αφηρημένη, μονόπλευρη, φτωχή σε προσδιορισμούς. Το απόλυτο, το αληθινό, βρίσκεται στο αποτέλεσμα του όλου Γίγνεσθαι. Κι ο Καρούζος – παρά την δηλωμένη αντιπάθειά του για τον Χέγκελ – δεν ζητά την αφηρημένη αμεσότητα αλλά αυτό που ονομάζει “αρτίωση” και “Ολωση”. Η δεσπόζουσα αρχή της ποίησής του και της ζωής του ήταν, σύμφωνα με τη δικιά του πάλι έκφραση, η θέληση για τη συντέλεια της Ελευθερίας.
6. Μετά τα τελευταία γενέθλια της ζωής του, στις 17 Ιουλίου 1990, κλείνοντας τα 64 και μπαίνοντας στα 65, ο Νίκος Καρούζος έλεγε χωρίς φιλαυτία, με χαρμόσυνο πένθος: “65 χρονών πέθαναν και οι τρεις μέγιστοι άνθρωποι: ο Ηράκλειτος, ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ κι ο Καρλ Μαρξ”. Αν δεν αγαπάς και τους τρεις, πώς να διαβάσεις τα ποιήματα του Καρούζου;
“- Εμείς που αληθεύουμε; – Στην επανάσταση. ΑΥΤΟ ΕΙΝ΄ ΑΛΗΘΕΙΑ”.
Ο Νίκος Καρούζος στη “Νεολιθική Νυχτωδία στην Κροστάνδη”, ενώ στον Λέων Νταβίντοβιτς Τρότσκι αφιερώνει το παρακάτω “Λέιβα Λέιβα είμαστε ακόμα στο Μεγάλο Ποτάμι Θα βγούμε στην όχθη της Αταξικής; Εσύ πάντως έδωσες την πολύτιμη ζωή σου”.
Τι να πεις και τι να γράψεις για το Νίκο Καρούζο; Που στις “Δυνατότητες Χρήσης της ομιλίας” μας διαβεβαιώνει πώς “Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα απολαμβάνουν την πραγματικότητα;”. Μα και μόνο το παρακάτω αρκεί για να υποκλιθούμε όταν στον “Αντισεισμικό Τάφο” διερωτάται! “Σύντροφε, θα κατεδαφίσουμε ποτέ την κοινωνική δυστυχία; Χρωστάμε την πάλη, βεβαίως. Αύριο περιμένω να συναχτούμε χαρούμενοι, για να γλιτώσουμε τη διαλεχτική της επαναστατικής αιθρίας απ΄ τις ανούσιες θεωρητικές συζητήσεις. Κάθε καλό στην οργή του λαού κι ας αναπνέουμε οράματα, είμαστε γι΄ αυτό ακριβώς οι καλύτεροι της Ιστορίας. Εργάσου τώρα στου εαυτού την εκμηδένιση κραυγάζοντας “κάτω οι μιαροί παρασημάδες” εμείς μπορούμε να δώσουμε τη ζωή μας μέσα σ΄ ένα συλλαλητήριο εσείς τι μπορείτε;”.
7. Μόλις πέθανε κάποιος δίκαιος, που ήταν φίλος του Ραμπί Μπεναχέμ Μέντελ του Βόρκι, ένας Χασσίδ έκανε επίσκεψη στον ραββίνο για να του διηγηθεί τις τελευταίες στιγμές του φίλου του. “Πώς έγινε;”, ρώτησε ο Ραμπί Μέντελ. “Πολύ καλά” απάντησε ο Χασσίδ, “όπως όταν περνάει κάποιος από ένα δωμάτιο στο γειτονικό δωμάτιο”. “Α, όχι!” διαμαρτυρήθηκε ο Ραμπί Μέντελ του Βόρκι “έγινε αλλιώς: όπως περνάει κάποιος από μια γωνιά σε μιαν άλλη του ίδιου δωματίου!”. Ή, όπως λέει ο Νίκος Καρούζος: δεν ήρθα δεν φεύγω θα σταματήσω.
του Σάββα Μιχαήλ, Σεπτέμβριος 1990, εκδ. ΛΕΩΝ.
από τους Σχολιαστές χωρίς σύνορα
Για την αντιγραφή no_longer_safe
http://wp.me/pPn6Y-2rW
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου