Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

Για τις συντεχνίες


Για τις συντεχνίες

Χθες ο Economist κυκλοφόρησε ένα άρθρο με αφορμή την απεργία των οδηγών φορτηγών με τίτλο "1 κάτω, 69 απομένουν." Οι "κάτω" είναι φυσικά οι οδηγοί φορτηγών, πρώτα θύματα της πολιτικής "δομικών μεταρρυθμίσεων" που υιοθέτησε η κυβέρνηση προς τέρψιν του Jean-Claude Juncker, προέδρου της ομάδας δεκαέξι κρατών που χρησιμοποιούν το ευρώ. Οι 69 που "απομένουν" είναι οι επαγγελματίες των υπόλοιπων 69 κατηγοριών που θεωρούνται "κλειστά" επαγγέλματα ή κατά το κοινότερο "συντεχνίες." Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, ο νόμος-πλαίσιο που αναμένεται να "απελευθερώσει" αυτούς τους κλάδους αναμένεται να ενισχύσει το εθνικό ΑΕΠ κατά 13.2% τα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια [1]. Οι επηρεαζόμενοι κλάδοι απασχολούν γύρω στους 150.000 εργαζόμενους.

Παραδοσιακά, οι συντεχνίες δεν έχουν πολλά ερείσματα στην ταξική συνείδηση όσων δεν ανήκουν σ' αυτές. Μάλλον ταυτίζονται στην κοινή γνώμη με αυτό που ο Karl Kautsky, και αργότερα ο Λένιν, θα αποκαλούσαν "αριστοκρατία της εργασίας" (το αρχικό πλαίσιο αναφοράς του όρου βέβαια ήταν ο ιμπεριαλισμός και τα κέρδη που επέτρεπε να μοιραστούν στις εργατικές τάξεις της ιμπεριαλιστικής κοσμόπολης).
Για αυτό και η επίθεση που εξαπολύθηκε εναντίον των οδηγών φορτηγών, κρινόμενη ως πιλοτικό πείραμα των όσων θα ακολουθήσουν μέχρι τον Δεκέμβρη, στέφθηκε σχετικά εύκολα από επιτυχία. Το καλοκαίρι ούτως ή άλλως είναι περίοδος μαζικής φυγής από το κλεινό άστυ, το επιχείρημα περί καταστροφικής παρακώλυσης των συγκοινωνιών είχε αρκετά μεγάλη επιτυχία σε περίοδο μαζικών μετακινήσεων, αλλά βασικό νομίζω ρόλο έπαιξε η παραδοσιακή αποστασιοποίηση μεγάλου κομματιού του πληθυσμού από τις συντεχνίες, τις οποίες περιβάλλει η καχυποψία και η έχθρα του "μη προνομιούχου" ανειδίκευτου/μισθωτού απέναντι στον "προνομιούχο" που κρατάει ζηλότυπα το επάγγελμά του κλειστό και αντλεί υπερβολικά κέρδη από αυτό.


Το χρονικό σημείο της στροφής της κοινής γνώμης ενάντια στις συντεχνίες ιστορικά είναι, όχι τυχαία, το τέλος του 18ου αιώνα, όταν αυτές θεωρήθηκαν βασικά εμπόδια για την εκβιομηχάνιση της κοινωνίας, διαδικασία που απαιτούσε την "απελευθέρωση", δηλαδή την πιο αποτελεσματική εκμετάλλευση, του ανθρώπινου εργατικού δυναμικού. Η αμυντικογενής συμπεριφορά των συντεχνιών, που επένδυσαν την ενέργειά τους σε μεταξύ τους αντιπαλότητες για τον έλεγχο ζωνών απασχόλησης και στην αυτο-προστασία τους από την μαζική είσοδο σ' αυτές ανειδίκευτων εργατών, επέτειναν την απονομιμοποίησή τους από τα κάτω την ίδια στιγμή που δεχόντουσαν επίθεση από τα πάνω.

Έτσι έχουμε το παράδοξο φαινόμενο της φαινομενικής σύγκλισης Άνταμ Σμιθ και Καρλ Μαρξ στην κριτική των συντεχνιών. Στον Πλούτο των Εθνών (πρώτη έκδοση 1776) [2], ο Άνταμ Σμιθ εντοπίζει στις συντεχνίες ένα βασικό εμπόδιο στην επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στον βαθμό που αυτές παρεμποδίζουν την μείωση των μισθών και του κέρδους για το κεφάλαιο:

Όλες οι συντεχνίες και το μεγαλύτερο μέρος των συντεχνιακών νόμων θεσπίστηκαν ακριβώς προκειμένου να εμποδίσουν [...] τη μείωση των τιμών και, κατά συνέπεια, των μισθών και του κέρδους, μέσω της μείωσης του ελεύθερου ανταγωνισμού, ο οποίος ασφαλώς θα την προκαλούσε. (σ. 162) [...] ακόμα και εκεί όπου δεν έχουν οργανωθεί ποτέ σε συντεχνίες, ο φθόνος των ξένων, η άρνησή τους να δεχτούν μαθητευόμενους ή να καταστήσουν γνωστά τα μυστικά του επαγγέλματος γενικά κυριαρχούν και συχνά τους επιτρέπουν τελικά, μέσω της δημιουργίας εθελοντικών ενώσεων και συμφωνιών, να εμποδίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό που δεν είναι σε θέση να τον απαγορεύσουν με εσωτερικούς κανονισμούς. [...] Εάν αυτοί συνεταιριστούν με στόχο να μη δέχονται μαθητευόμενους, είναι σε θέση όχι μόνο να μεγεθύνουν την απασχόλησή τους, αλλά και να υποβιβάσουν τον συνολικό κλάδο σε ένα είδος υποδουλωμένης σε αυτούς εργασίας, και να ανυψώσουν την τιμή της εργασίας τους πολύ πάνω από εκείνη που συναρτάται με τη φύση της απασχόλησής τους (σ. 165). [...] Οι συντεχνιακοί νόμοι επιτρέπουν στους κατοίκους των πόλεων να αυξάνουν τις τιμές τους χωρίς τον φόβο να πωλήσουν μικρότερες ποσότητες, λόγω του ελεύθερου ανταγωνισμού, από τους συμπατριώτες τους. Αυτές οι άλλες ρυθμίσεις τούς εξασφαλίζουν επίσης από τον ανταγωνισμό των ξένων. Η αύξηση των τιμών που προκαλείται και από τα δύο είδη ρυθμίσεων πληρώνεται τελικά παντού από τους γαιοκτήμονες, τους αγρότες-επιχειρηματίες και τους εργάτες της υπαίθρου, οι οποίοι σπανίως αντιτίθενται στην καθιέρωση αυτού του είδους των μονοπωλίων (σ. 167).


Όπως φαίνεται στο παραπάνω απόσπασμα, η βασική στρατηγική του Σμιθ είναι η ολική αντικατάσταση αυτού που αργότερα θα εμφανιστεί ως ταξική σύγκρουση, μεταξύ κεφαλαίου και εργατών, από την σύγκρουση μεταξύ πόλης και αγροτικής επαρχίας: οι συντεχνίες εκπροσωπούν τον παρασιτισμό της πόλης επάνω στην επαρχία, επάνω στα αδιαφοροποίητα για τον Σμιθ συμφέροντα των "γαιοκτημόνων", "αγροτών-επιχειρηματιών" και "εργατών της υπαίθρου". Συνεπώς, για το επιχείρημα του Σμιθ, η συντεχνία είναι το ακριβώς αντίθετο του οικουμενικού υποκειμένου: είναι αυτή που χαλκιδεύει την πραγματική οικουμενικότητα, το γενικό συμφέρον που εμφορείται από το "άνοιγμα" της αγοράς: "Και οι κραυγές και η σοφιστεία των εμπόρων και των ιδιοκτητών μανιφακτούρας τούς [τους κατοίκους της επαρχίας] πείθουν εύκολα ότι το ιδιωτικό συμφέρον ενός μέρους, και μάλιστα του υποδέεστερου μέρους της κοινωνίας, είναι το γενικό συμφέρον του συνόλου" (σ. 167).

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να γίνει αντιληπτό ότι η βασική γραμμή των ΜΜΕ απέναντι στους οδηγούς φορτηγών, όπως και απέναντι σε κάθε συντεχνιακή απεργία, δεν έχει κάνει ούτε ένα βήμα μακριά από όσα ο Σμιθ ισχυρίστηκε το 1776. Είναι μια σημαντική υπενθύμιση για όσους αρέσκονται να μιλούν για την "απαρχαιωμένη" ιδεολογία της μαρξικής αριστεράς.

Στα 1848, και στα πλαίσια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου [3], ο Μαρξ κάνει μία σειρά από σύντομες αναφορές στις συντεχνίες. Η πρώτη ακολουθεί αμέσως μετά από την διάσημη φράση που εγκαινιάζει την ενότητα "Αστοί και Προλετάριοι" ("Η ιστορία όλων των μέχρι σήμερα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων"): "Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, αριστοκράτης και δουλοπάροικος, μάστορας [guild-master] και κάλφας [journeyman], με μια λέξη: καταπιεστής και καταπιεζόμενος βρίσκονταν ανέκαθεν σε αντιπαράθεση...(σ. 25). Με άλλα λόγια, το πλήρες μέλος της (προνεωτερικής) συντεχνίας ορίζεται με όρους ταξικής αντιπαλότητας προς τον εκπαιδευόμενο, είναι μια προ-καπιταλιστική ενσάρκωση του καταπιεστή. Λίγες αράδες αργότερα, ο Μαρξ συνεχίζει:

Οργανωμένη σε φεουδαρχική ή συντεχνιακή βάση, η παλαιά μεταποιητική οικονομία δεν επαρκούσε πια για να κορέσει τις αυξανόμενες ανάγκες των νέων αγορών. Η βιοτεχνία πήρε τη θέση της. Οι μάστορες των συντεχνιών τέθηκαν στο περιθώριο από τη μεσαία τάξη της νέας μαζικής μεταποιητικής παραγωγής· ο καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στις διάφορες συντεχνίες αποτραβήχτηκε από το προσκήνιο και υποκαταστάθηκε από τον καταμερισμό της εργασίας μέσα στο κάθε εργαστήρι ξεχωριστά (σ. 26).


Το απόσπασμα είναι αρκετά σημαντικό. Ο "μάστορας", το προνομιούχο μέλος της προ-καπιταλιστικής συντεχνίας, δεν έχει πλέον τη θέση αφέντη· "τίθεται στο περιθώριο" από τη μεσαία τάξη. Την ίδια στιγμή, ο κυρίαρχος ανταγωνισμός, που ο Μαρξ εντοπίζει ανάμεσα στις συντεχνίες (και όχι μεταξύ αυτών και της αδιαφοροποίητης μάζας των κατοίκων της υπαίθρου) υποκαθίσταται από τον καταμερισμό της εργασίας μέσα σε κάθε βιοτεχνία (και αργότερα, βιομηχανία). Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι ανάμεσα στο 1776 και το 1848, η συντεχνιακή οργάνωση στην Αγγλία έχει κομματιαστεί· την εποχή που γράφει ο Μαρξ, η συντεχνία δεν είναι πλέον εμπόδιο για το κεφάλαιο, αλλά ένα ακόμα από τα κουρέλια της προ-καπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι επίσης σημαντικό να παρατηρήσουμε τις πολύ διαφορετικές διαχωριστικές γραμμές που τοποθετούν οι Σμιθ και Μαρξ σε ό,τι αφορά την σχέση των συντεχνιών με την υπόλοιπη κοινωνία. Για τον Σμιθ, οι συντεχνίες αποτελούν μειονότητες που απειλούν και σφετερίζονται τα συμφέροντα της πλειοψηφίας· για τον Μαρξ, ο ρόλος των συντεχνιών χωρίζεται σε δύο φάσεις: πριν την έλευση του βιομηχανικού καπιταλισμού, όταν και αποτελούν ενσαρκώσεις ταξικού πολέμου έναντι των ανειδίκευτων εργατών, και μετά την έλευσή του, όταν ουσιαστικά εντάσσονται και αυτές στον νέο καταμερισμό εργασίας, και με την πλευρά των ηττημένων της ιστορικής διαδικασίας.

Η τρίτη αναφορά του Μανιφέστου στις συντεχνίες βρίσκεται στο τρίτο τμήμα του ("Σοσιαλιστική και κομμουνιστική γραμματεία"), κάτω από την κεφαλίδα "Ο μικροαστικός σοσιαλισμός":

Στις χώρες όπου αναπτύχθηκε ο σύγχρονος πολιτισμός διαμορφώθηκε ένα καινούργιο στρώμα μικροαστών που ταλαντεύεται μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης και ως συμπλήρωμα της αστικής κοινωνίας ανανεώνεται διαρκώς. Όμως, εξαιτίας του ανταγωνισμού, τα μέλη του βλέπουν ότι κατρακυλούν ολοένα περισσότερο προς το προλεταριάτο και ότι με την εξέλιξη της μεγάλης βιομηχανίας πλησιάζει η ώρα που θα εξαφανιστούν ολότελα ως διακριτό τμήμα της σύγχρονης κοινωνίας, και τις θέσεις τους στο εμπόριο, τη χειροτεχνία και τη γεωργία θα πάρουν επιστάτες και λακέδες [...] Έτσι γεννήθηκε ο μικροαστικός Σοσιαλισμός. [...] Αυτός ο Σοσιαλισμός ανάταμε με μεγάλη οξύνοια τις αντιφάσεις στις σύγχρονες παραγωγικές σχέσεις. Έφερε στο φως τους υποκριτικούς εξωραϊσμούς των οικονομολόγων. [...] Όμως, από την πλευρά του θετικού περιεχομένου του, ο Σοσιαλισμός αυτός είτε επιδιώκει να αποκαταστήσει τα παλαιά μέσα παραγωτής και συναλλαγής και, μαζί με αυτά, τις παλαιές ιδιοκτησιακές σχέσεις και το παλαιό κοινωνικό καθεστώς, είτε θέλει να επαναφέρει διά της βίας τα σύγχρονα μέσα παραγωγής και συναλλαγής στο ασφυκτικό πλαίσιο των παλαιών ιδιοκτησιακών σχέσεων που τα μέσα εκείνα τίναξαν, όπως ήταν αναπόφευκτο, στον αέρα. Και στις δύο περιπτώσεις είναι συγχρόνως αντιδραστικός και ουτοπικός.

Συντεχνιακή οργάνωση στη χειροτεχνία και πατριαρχική οικονομία στην ύπαιθρο: να ποια είναι η τελευταία του λέξη.

Στην κατοπινή του πορεία τούτο ρεύμα εκφυλίστηκε σε έναν ψοφοειδή μοιρολατρισμό (σ. 49-50, εμφάσεις δικές μου).


Με τον συνηθισμένο του διαλεκτικό τρόπο, ο Μαρξ αποτίει τιμή στην κριτική δύναμη του μικροαστικού σοσιαλισμού, έκφραση συντεχνιακής οργάνωσης στη μανιφακτούρα και πατριαρχικής οικονομίας στην ύπαιθρο, αναδεικνύει όμως και τα όρια της. Αυτό που είναι όμως ιδιαίτερα σημαντικό είναι από ποια σκοπιά το κάνει: η κριτική του Μαρξ στην επίδραση της συντεχνιακής λογικής πάνω στη σοσιαλιστική ιδεολογία αφορά τους περιορισμούς της έναντι του οικουμενισμού του κομμουνιστικού εγχειρήματος και όχι τα εμπόδια που θέτει στην ανάπτυξη της ελεύθερης αγοράς.

Με περισσή κουτοπονηριά, αρκετοί σήμερα επιχειρούν να εκμεταλλευτούν την χρονική μας απόσταση από τις πολύ διαφορετικές παρεμβάσεις των Σμιθ και Μαρξ πάνω στο θέμα των συντεχνιών. Επιχειρούν να σβήσουν τις σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε μια κριτική των συντεχνιών από την σκοπιά ενός κομμουνιστικού εγχειρήματος που καταργεί την "αριστοκρατία της εργασίας" στο όνομα αυτών που είναι απολύτως χωρίς προνόμια, και στη ρητορική του φιλελευθερισμού --ταυτίζοντας έτσι τη γλώσσα της χειραφέτησης με αυτή της απελευθέρωσης της αγοράς από ο,τιδήποτε παρεμποδίζει την επαρκέστερη και πιο απρόσκοπτη συσσώρευση κέρδους. Επιχειρούν να μας πείσουν, ουσιαστικά, ότι αυτό που εκπροσωπεί το γενικό καλό, την "κοινωνία", κόντρα στην επιμονή των επιμέρους, εγωϊστικών συμφερόντων, είναι το ίδιο το κεφάλαιο. Και επιχειρούν να το κάνουν για ένα πολύ καλό λόγο: η κατάρρευση των συντεχνιών θα επιταχύνει την πλήρη ισοπέδωση των τελευταίων οχυρών της εργασιακής αυτο-οργάνωσης, απελευθερώνοντας τα περιθώρια κέρδους του κεφαλαίου και εξομαλύνοντας τη διαδικασία συσσώρευσής του.

Το ότι οι συντεχνίες είναι εγκλωβισμένες στην νοσταλγική προστασία κλειστών προνομίων, η ύπαρξη συνεπώς ανταγωνισμών και εντάσεων ανάμεσά τους και σε αυτούς που τα ΜΜΕ παρουσιάζουν ως "απλούς πολίτες" (λες και υπάρχει κάποιου είδους κάστα "απλών πολιτών"), δεν σημαίνει ότι οι δυνάμεις που θα τις συνθλίψουν στους μήνες που έρχονται εργάζονται για λογαριασμό του "γενικού συμφέροντος." Τουλάχιστον για αυτούς που έχουν ακόμα μια στοιχειώδη επαφή με την θεωρητική και πολιτική παράδοση της αριστεράς, η ανοχή στο πιπίλισμα της καραμέλας περί "συντεχνιών" που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη της οικονομίας εις βάρος της πλειοψηφίας είναι απαράδεκτη. Με δεδομένη την απουσία ενός μαζικού μετώπου κομμουνιστικής χειραφέτησης, η άμεση ή έμμεση συστράτευση με την συντριβή των συντεχνιών δεν είναι συστράτευση με την καθυστερημένη χειραφέτηση της σημερινής κοινωνίας από την φεουδαρχία, αλλά με την εγκαθίδρυση μιας νέας εποχής άνευ ορίων προλεταριοποίησης των ελλήνων μικροαστών.
RD (Αντώνης)

Σημειώσεις:
[1] Με τη σειρά του, ο Economist βασίζεται στα στοιχεία που έδωσε το ΙΟΒΕ, για την αξιοπιστία των οποίων παραπέμπω στο φρέσκο κείμενο του Techie Chan: http://techiechan.com/?p=537
[2] Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών, μτφρ. Χρήστος Βαλλιάνος, ΒΗΜΑ/ΔΟΛ, 2010.
[3] Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος/Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης και Άννα Αστρινάκη, ΒΗΜΑ/ΔΟΛ, 2010.


Αναδημοσίευση από Radical Desire

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου