Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Δεν έχω… Δεν μπορώ. Δεν πληρώνω - Ρούσσος Βρανάς

Δεν έχω … Δεν μπορώ. Δεν πληρώνω.
Με αυτή τη λογική σειρά. 
Δεν τρελάθηκαν ξαφνικά οι άνθρωποι. 
Ούτε έγιναν πιο κακοί πολίτες από τη μια μέρα στην άλλη. 
Απλώς έγιναν πιο φτωχοί, πληρώνοντας για το πάπλωμα που με αυτό σκεπάστηκαν άλλοι.
Το φαινόμενο… δεν είναι καινούργιο. 
Στη δεκαετία του 1960, στην Ιταλία, μιλούσαν για ένα «οικονομικό θαύμα». 
Ομως, δεν ωφελήθηκαν από αυτό όλοι το ίδιο. 
Και την επόμενη δεκαετία, εκείνοι που είχαν ωφεληθεί λιγότερο ή και καθόλου κλήθηκαν να πληρώσουν το κόστος μιας οικονομικής και πετρελαϊκής κρίσης. 
Ετσι, το 1974, στον ιταλικό Βορρά, όταν οι εργαζόμενοι του Τορίνου ανακάλυψαν ένα πρωί πως το εισιτήριο του αστικού λεωφορείου είχε αυξηθεί 30% (φορτωμένο με νέους φόρους), αρνήθηκαν να το πληρώσουν και εξέδωσαν δικά τους εισιτήρια με την παλιά τιμή. 
Και έστησαν πάγκους έξω από τους σταθμούς των λεωφορείων με πανό που έγραφαν: «Μη δεχτείτε να πληρώσετε την αύξηση!». 
Υστερα από μερικές μέρες, η διεύθυνση των λεωφορείων ανακάλεσε την αύξηση. 
Το επόμενο βήμα ήταν να προχωρήσουν οι εργαζόμενοι σε παρόμοιες μειώσεις και στο ηλεκτρικό, όχι μόνο στο Τορίνο, αλλά και στο Μιλάνο, όταν η ιταλική ΔΕΗ (ENEL) φούσκωσε τους λογαριασμούς με νέους φόρους. 
Οι εργαζόμενοι τύπωναν πάνω σε αυτούς τους λογαριασμούς ένα νέο ποσό..
μειωμένο κατά 50% και τους πλήρωναν κανονικά στα ταμεία της ηλεκτρικής εταιρείας. 
Ενας σημαντικός παράγοντας της επιτυχίας αυτής της πρωτοβουλίας ήταν η αλληλεγγύη που επέδειξαν οι εργαζόμενοι της κρατικής εταιρείας ηλεκτρισμού. 

Αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις εντολές και να βυθίσουν στα σκοτάδια τους απείθαρχους. 
Κανείς υπάλληλος δεν διανοήθηκε να τους κόψει το ρεύμα, που η εταιρεία το χρέωνε πανάκριβα στα νοικοκυριά, αλλά έκανε έκπτωση 25% στους βιομηχάνους. 
Μέχρι το τέλος του 1974, χιλιάδες λογαριασμοί είχαν πληρωθεί έτσι με σκόντο που επέβαλαν τα ίδια τα εργατικά νοικοκυριά στις μεγάλες ιταλικές πόλεις (μόνο στο Τορίνο 140.000). 
Εκτός από το ηλεκτρικό, σε άλλες περιοχές της χώρας, όπως στη Νάπολι, έγραφε τότε η εφημερίδα «Λότα Κοντίνουα», οι εργαζόμενοι επέβαλαν μειώσεις και στους λογαριασμούς του νερού και του φυσικού αερίου, πάντα με την αλληλεγγύη των εργαζομένων στις αντίστοιχες κρατικές εταιρείες.
Τι ζητούσαν… στην ουσία εκείνοι οι εργαζόμενοι; 
Να μην πληρώσουν αυτοί το κόστος της κρίσης. 
Και να πάρουν πίσω ένα μέρος από τον κοινωνικό πλούτο που παρήγαν, χωρίς ποτέ να τους τον πληρώνει κανείς. 
Ούτε καν με τον ανταποδοτικό χαρακτήρα των φόρων, που μόνο αυτός τους νομιμοποιεί στη συνείδηση των φορολογουμένων (οι οικονομικές κρίσεις πάντα δικαίωναν κάθε κρατική αυθαιρεσία).
Με το ξέσπασμα… της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, το 2008, ο βέλγος φιλόσοφος Ραούλ Βανεγκέμ δήλωνε απορημένος: «Οι άνθρωποι τρέχουν πρόθυμα να πληρώσουν τους φόρους τους για να ξαναγεμίσουν τα ταμεία τα οποία άδειασαν οι κερδοσκόποι που κάθησαν στον σβέρκο των κρατών. 
Θα ακολουθήσουν άραγε οι πολίτες εκείνους που θέλουν να τους οδηγήσουν στο σφαγείο;».
 ΤΑ ΝΕΑ, 19/9/2011
για τον συγγραφέα του κειμένου:

17 / 11 / 2012.
Ένας αγαπημένος συνάδελφος, ο Ρούσσος Βρανάς έφυγε την Παρασκευή από τη ζωή σε ηλικία 62 ετών, έπειτα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.

Ο Ρούσσος γεννήθηκε στα Χανιά το 1950. Στην Ε' Γυμνασίου έφυγε με υποτροφία για το Μέριλαντ των ΗΠΑ, όπου τελείωσε το σχολείο. 'Ηταν 18,5 ετών και μέλος του ΠΑΚ όταν σπούδαζε στη Νομική Θεσσαλονίκης.

Τον Αύγουστο του '69, μεσούσης της Χούντας, επηρεασμένος από μια ομιλία του Γεώργιου-Αλέξανδρου Μαγκάκη πέταξε μια βομβα μολότοφ στις εγκαταστάσεις του κλιμακίου του ΝΑΤΟ στη Θεσσαλονίκη. Το χτύπημα θεωρήθηκε ιδιαίτερα συμβολικό στην εποχή του.

Συνελήφθη και πέρασε από δίκη, όπου καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18,5 ετών, όσα δηλαδή ήταν τα χρόνια του, όπως του επισήμανε ο πρόεδρος του δικαστηρίου. «Ευτυχώς που δεν ήμουν εξηντάρης», έλεγε αργότερα αστειευόμενος στους φίλους του.Φυλακίστηκε στο Επταπύργιο και αργότερα στον Κορυδαλλό στην πτέρυγα Γ, όπου κρατούντο οι μη χαρακτηρισμένοι ως κομμουνιστές. 'Ηταν ο νεότερος πολιτικός κρατούμενος, ανάμεσα σε δεκάδες σε εκείνη την πτέρυγα του Κορυδαλλού και εκεί έδειξε ενδιαφέρον για την δημοσιογραφία στα μαθήματα που έκανε ο συγκρατούμενός του Γιάννης Καψής, μετέπειτα διευθυντής των ΝΕΩΝ.

«Θυμάμαι ένα ψηλόλιγνο αγόρι, που περπατούσε συχνά στο προαύλιο της φυλακής μόνος, σκεπτικός, προβληματισμένος» διηγείται ο Γ. Καψής. «Πολλές φορές κάναμε βόλτες μαζί και συζητούσαμε επί ώρες».

Από τη φυλακή βγήκε το 1972 για έξι μήνες λόγω ανηκέστου βλάβης επειδή είχε πάθει φυματίωση. Διέφυγε στο εξωτερικό (Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία) και επέστρεψε μετά την πτώση της Χούντας. Κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η αστυνομία εισέβαλλε στο σπίτι του αναζητώντας τον.

Άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής και επιμελητής των εκδόσεων «Ποντίκι» από όπου ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα. Αργότερα εργάστηκε στην τηλεόραση και το 1995 εντάχθηκε στο δυναμικό των ΝΕΩΝ υπογράφοντας από το 1999 τη στήλη «Δρόμοι».

Ο εκδότης του «Ποντικιού» Κώστας Παπαϊωάννου θυμάται ένα τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον τότε διευθυντή των ΝΕΩΝ Λέοντα Καραπαναγιώτη: «Μου έστειλες ένα διαμάντι». Από τις εκδόσεις «Ποταμός» κυκλοφόρησε το 2002 το βιβλίο του «Η άχρονη χώρα».

Η κηδεία του θα γίνει στα Χανιά.

(Βημα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου