αναδημοσίευση από Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET
Οι άνθρωποι δεν κάνουν την
επανάσταση καλόκαρδα, το ίδιο και τον πόλεμο.
Η διαφορά βρίσκεται ωστόσο
σε τούτο: ότι στον πόλεμο ο αποφασιστικός ρόλος πέφτει στον
καταναγκασμό· στην επανάσταση δεν υπάρχει καταναγκασμός, εκτός από τον
καταναγκασμό των περιστάσεων.
Η επανάσταση παρουσιάζεται όταν δεν
απομένει άλλος δρόμος.
Η εξέγερση, που υψώνεται πάνω από την επανάσταση
σαν μια βουνοκορφή στην οροσειρά των γεγονότων της, δεν μπορεί να
προκληθεί αυθαίρετα, το ίδιο όπως και η επανάσταση στο σύνολό της.
Οι
μάζες, επανειλημμένα, επιτίθενται και υποχωρούν πριν αποφασίσουν να
κάνουν την τελευταία έφοδο.
Η
συνωμοσία συνήθως αντιτίθεται στην εξέγερση, όπως η
προμελετημένη επιχείρηση μιας μειοψηφίας απέναντι στη
στοιχειακή κίνηση της πλειοψηφίας. Και πραγματικά: μια
νικηφόρα εξέγερση που δεν μπορεί να είναι παρά το έργο μιας τάξης
προορισμένης να τεθεί επικεφαλής του έθνους, από την ... ιστορική
της σημασία κι απ’ τις μέθοδές της ξεχωρίζει βαθιά από ένα
πραξικόπημα συνωμοτών που ενεργούν πίσω από τις πλάτες των
μαζών.
Πραγματικά, σε κάθε ταξική κοινωνία υπάρχουν αρκετές αντιφάσεις για να μπορεί κανείς να εξυφάνει, μέσα στις σκισμάδες, μια συνωμοσία. Η ιστορική πείρα αποδείχνει, ωστόσο, πως χρειάζεται ακόμα η κοινωνία να είναι άρρωστη σε κάποιο βαθμό –όπως στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Νότια Αμερική– για να μπορεί η πολιτική των συνωμοτών να βρίσκει διαρκώς να τρέφεται. Στην καθαρή της κατάσταση η συνωμοσία, ακόμα και σε περίπτωση νίκης, το μόνο που μπορεί να δώσει είναι η αλλαγή στην άσκηση της εξουσίας διαφόρων κλικών της ίδιας, κυρίαρχης τάξης, ή λιγότερο ακόμα: αντικαταστάσεις πολιτικών προσώπων. Η νίκη ενός κοινωνικού συστήματος πάνω σ’ ένα άλλο δεν έχει γίνει στην ιστορία παρά μόνο με μαζική εξέγερση. Ενώ οι περιοδικές συνωμοσίες είναι συχνότατα η έκφραση του μαρασμού και της σήψης της κοινωνίας, η λαϊκή εξέγερση, αντίθετα, αναφαίνεται συνήθως σαν αποτέλεσμα μιας προηγούμενης γοργής εξέλιξης, που σπάζει την παλιά ισορροπία του έθνους. Οι χρόνιες «επαναστάσεις» στις νοτιοαμερικανικές δημοκρατίες δεν έχουν τίποτα κοινό με τη διαρκή επανάσταση· απεναντίας, με κάποιαν έννοια είναι το ολότελα αντίθετό της.
Αυτό που ειπώθηκε πιο πάνω δεν σημαίνει ωστόσο καθόλου ότι λαϊκή εξέγερση και συνωμοσία αποκλείουν η μια την άλλη σ’ όλες τις περιπτώσεις. Ένα στοιχείο συνωμοσίας, σ’ αυτό ή σε κείνο το μέτρο, περνάει σχεδόν πάντα στην εξέγερση. Σταθμός ιστορικά προσδιορισμένος της επανάστασης, η εξέγερση των μαζών δεν είναι ποτέ καθαρά στοιχειακή. Ακόμα κι όταν ξεσπάει απροσδόκητα για τους περισσότερους συμμετόχους της, γονιμοποιείται από ιδέες που οι εξεγερμένοι βλέπουν σ’ αυτές μια διέξοδο από τα βάσανα της ζωής. Όμως η εξέγερση των μαζών μπορεί να προβλεφτεί και να προετοιμαστεί. Αυτή μπορεί να οργανωθεί από τα πριν. Σ’ αυτή την περίπτωση η συνωμοσία είναι υποταγμένη στην εξέγερση, την υπηρετεί, διευκολύνει την πορεία της, επιταχύνει τη νίκη της. Όσο ψηλότερο είναι το πολιτικό επίπεδο ενός επαναστατικού κινήματος, όσο σοβαρότερη είναι η διεύθυνσή του, τόσο μεγαλύτερη είναι η θέση που κρατάει η συνωμοσία στη λαϊκή εξέγερση.
Είναι απαραίτητο να καταλάβουμε σωστά τη σχέση ανάμεσα στην εξέγερση και τη συνωμοσία, τόσο σε ό,τι τις φέρνει σε αντίθεση όσο και σε ό,τι τις συμπληρώνει αμοιβαία, κι αυτό τόσο πιο πολύ όσο η ίδια η χρήση της λέξης «συνωμοσία» έχει στη μαρξιστική φιλολογία όψη αντιφατική, είτε πρόκειται για ανεξάρτητη επιχείρηση μιας μειοψηφίας που παίρνει την πρωτοβουλία είτε πρόκειται για προπαρασκευή από τη μειοψηφία του ξεσηκωμού της πλειοψηφίας.
Η ιστορία δείχνει, είν’ αλήθεια, πως μια λαϊκή εξέγερση μπορεί, κάτω από ορισμένους όρους, να νικήσει ακόμα και χωρίς συνωμοσία. Ξεπηδώντας με μια «στοιχειακή» ώθηση από μια γενική αγανάκτηση, από διάφορες διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, απεργίες, οδομαχίες, η εξέγερση μπορεί να παρασύρει ένα μέρος του στρατού, να παραλύσει τις δυνάμεις του εχθρού και ν’ ανατρέψει την παλιά εξουσία. Έτσι έγινε ως κάποιο βαθμό το Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία. Είχαμε πάνω-κάτω τον ίδιο πίνακα στο ξετύλιγμα της γερμανικής και αυστρο-ουγγρικής επανάστασης το φθινόπωρο του 1918. Στο μέτρο που σ’ αυτές τις δυο περιπτώσεις δεν υπήρχε επικεφαλής των εξεγερμένων κόμμα βαθιά διαποτισμένο από τα συμφέροντα και τους σκοπούς της εξέγερσης, η νίκη της επρόκειτο αναπόφευκτα να μεταβιβάσει την εξουσία στα χέρια κείνων των κομμάτων που ως την τελευταία στιγμή είχαν εναντιωθεί στην εξέγερση.
Ν’ ανατρέψεις την παλιά εξουσία είναι ένα πράγμα. Να πάρεις την εξουσία στα χέρια σου είναι ένα άλλο πράγμα. Η μπουρζουαζία σε μιαν επανάσταση μπορεί να καταλάβει την εξουσία όχι γιατί είναι επαναστατική μα γιατί είναι η μπουρζουαζία: έχει στα χέρια της την ιδιοκτησία, την παιδεία, τον Τύπο, ένα δίχτυ από σημεία στήριξης, την ιεραρχία των θεσμών. Τα πράγματα είναι διαφορετικά με το προλεταριάτο: στερημένο από κοινωνικά προνόμια που υπάρχουν έξω απ’ αυτό, το εξεγερμένο προλεταριάτο δεν μπορεί να υπολογίζει παρά μόνο στον αριθμό του, στη συνοχή του, στα στελέχη του, στο επιτελείο του.
Όπως ο σιδεράς δεν μπορεί να πιάσει με γυμνό χέρι το πυρωμένο σίδερο, έτσι και το προλεταριάτο δεν μπορεί με γυμνά τα χέρια να καταλάβει την εξουσία: του χρειάζεται οργάνωση κατάλληλη γι’ αυτή τη δουλειά. Στο συνδυασμό της μαζικής εξέγερσης με τη συνωμοσία, στην υποταγή της συνωμοσίας στην εξέγερση, στην οργάνωση της εξέγερσης διαμέσου της συνωμοσίας, βρίσκεται ο περίπλοκος και βαρύς σε ευθύνες τομέας της επαναστατικής πολιτικής που ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποκαλούσαν «τέχνη της εξέγερσης». Αυτό προϋποθέτει σωστή γενική διεύθυνση των μαζών, ευλυγισία προσανατολισμού απέναντι στις ευμετάβλητες περιστάσεις, μελετημένο σχέδιο επίθεσης, σύνεση στην τεχνική προετοιμασία και τόλμη στο χτύπημα.
Οι ιστορικοί και οι πολιτικοί άντρες αποκαλούν συνήθως εξέγερση των στοιχειακών δυνάμεων ένα κίνημα των μαζών που, συγκροτημένο στη βάση της εχθρότητάς του απέναντι στο παλιό καθεστώς, δεν έχει καθαρές βλέψεις ούτε επεξεργασμένες μέθοδες πάλης ούτε διεύθυνση που να οδηγεί συνειδητά στη νίκη. Η εξέγερση των στοιχειακών δυνάμεων αναγνωρίζεται πρόθυμα από τους επίσημους ιστορικούς, τουλάχιστο από τους δημοκράτες, σαν αναπόφευκτη θεομηνία που η ευθύνη της πέφτει πάνω στο παλιό καθεστώς. Η αληθινή αιτία αυτής της επιείκειας είναι ότι οι εξεγέρσεις των «στοιχειακών» δυνάμεων δεν μπορούν να βγουν από το πλαίσιο του αστικού καθεστώτος.
Στον ίδιο δρόμο βαδίζει και η σοσιαλδημοκρατία: δεν αρνιέται την επανάσταση γενικά, σαν κοινωνική καταστροφή, όπως δεν αρνιέται τους σεισμούς, τις εκρήξεις των ηφαιστείων, τις εκλείψεις του ήλιου και τις επιδημίες της πανούκλας. Κείνο που αρνιέται, σαν «μπλανκισμό» ή, ακόμα χειρότερα, μπολσεβικισμό, είναι η συνειδητή προπαρασκευή της εξέγερσης, το σχέδιο, η συνωμοσία. Με άλλα λόγια η σοσιαλδημοκρατία είναι πρόθυμη να επικυρώσει, με καθυστέρηση είν’ αλήθεια, τα πραξικοπήματα που μεταβιβάζουνε την εξουσία στα χέρια της μπουρζουαζίας, καταδικάζοντας σύγκαιρα με αδιαλλαξία κείνες μόνο τις μέθοδες που μπορούν να μεταβιβάσουνε την εξουσία στο προλεταριάτο. Κάτω από μια ψεύτικη αντικειμενικότητα, κρύβεται μια πολιτική υπεράσπισης της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Από τις παρατηρήσεις του και τους διαλογισμούς του γύρω από τις αποτυχίες πολλών εξεγέρσεων στις οποίες πήρε μέρος ή στάθηκε μάρτυράς τους, ο Αύγουστος Μπλανκί βγάζει ορισμένους κανόνες τακτικής που χωρίς αυτούς η νίκη της εξέγερσης γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Ο Μπλανκί απαιτούσε την έγκαιρη δημιουργία τακτικών επαναστατικών αποσπασμάτων, τη συγκεντρωτική τους διεύθυνση, τον καλό τους ανεφοδιασμό, καλοϋπολογισμένη κατανομή των οδοφραγμάτων, που η κατασκευή τους να ’χει προβλεφτεί, και συστηματική κι όχι επεισοδιακή, υπεράσπισή τους. Όλοι αυτοί οι κανόνες, που εκπορεύονται από τα στρατιωτικά προβλήματα της εξέγερσης, πρέπει, εννοείται, να μεταβάλλονται άφευκτα μαζί με τους κοινωνικούς όρους και τη στρατιωτική τεχνική· όμως αυτοί καθαυτοί δεν είναι καθόλου «μπλανκισμός» με την έννοια που δίνουν πάνω-κάτω οι Γερμανοί στον «πουτσισμό» ή στον επαναστατικό «τυχοδιωκτισμό».
Η εξέγερση είναι τέχνη και όπως κάθε τέχνη έχει τους νόμους της. Οι κανόνες του Μπλανκί ήταν απαιτήσεις του επαναστατικοπολεμικού ρεαλισμού. Το λάθος του Μπλανκί δεν βρισκότανε στο άμεσο θεώρημά του, μα στην αντιστροφή του. Από το γεγονός ότι η τακτική αδεξιότητα καταδίκαζε την εξέγερση στην αποτυχία, ο Μπλανκί έβγαζε το συμπέρασμα ότι η τήρηση των κανόνων της εξεγερσιακής τακτικής ήταν ικανή από μόνη της να εξασφαλίσει τη νίκη. Μόνο από δω και πέρα είναι θεμιτό ν’ αντιπαραθέτουμε το μπλανκισμό στο μαρξισμό. Η συνωμοσία δεν αναπληρώνει την εξέγερση. Η δραστήρια μειοψηφία του προλεταριάτου, όσο καλά οργανωμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να καταλάβει την εξουσία ανεξάρτητα από τη γενική κατάσταση της χώρας: σ’ αυτό ο μπλανκισμός είναι καταδικασμένος από την ιστορία. Μα μόνο σ’ αυτό. Το άμεσο θεώρημα διατηρεί όλη του τη δύναμη. Για την κατάκτηση της εξουσίας δεν αρκεί στο προλεταριάτο μια εξέγερση των στοιχειακών δυνάμεων. Του χρειάζεται αντίστοιχη οργάνωση, του χρειάζεται σχέδιο, του χρειάζεται η συνωμοσία. Έτσι βάζει το ζήτημα ο Λένιν.
Η κριτική του Ένγκελς, που στρεφόταν ενάντια στο φετιχισμό του οδοφράγματος, στηριζότανε πάνω στην εξέλιξη της γενικής τεχνικής και της στρατιωτικής τεχνικής. Η εξεγερσιακή τακτική του μπλανκισμού ανταποκρινόταν στο χαρακτήρα του παλιού Παρισιού με το μισοσυντεχνιακό προλεταριάτο, στους στενούς δρόμους και στο στρατιωτικό σύστημα του Λουδοβίκου Φίλιππου. Το λάθος αρχής του μπλανκισμού βρίσκεται στη συνταύτιση επανάστασης και εξέγερσης. Το τεχνικό λάθος του μπλανκισμού συνίσταται στη συνταύτιση της εξέγερσης με το οδόφραγμα. Η μαρξιστική κριτική είχε στραφεί ενάντια και στα δυο λάθη. Πιστεύοντας, μαζί με το μπλανκισμό, ότι η εξέγερση είναι τέχνη, ο Ένγκελς αποκάλυπτε όχι μόνο τη δευτερότερη θέση της εξέγερσης μέσα στην επανάσταση, μα και τον παρακμάζοντα ρόλο του οδοφράγματος στην εξέγερση. Η κριτική του Έγκελς δεν είχε τίποτα το κοινό με την απάρνηση των επαναστατικών μεθόδων προς όφελος του καθαρού κοινοβουλευτισμού, όπως δοκίμασαν να το αποδείξουν στον καιρό τους οι φιλισταίοι της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας με τη συνδρομή της λογοκρισίας του Χοεντσόλερν. Για τον Ένγκελς το ζήτημα των οδοφραγμάτων παράμενε πρόβλημα ενός τεχνικού στοιχείου της εξέγερσης. Ωστόσο οι ρεφορμιστές, από την άρνηση της αποφασιστικής αξίας του οδοφράγματος, δοκίμαζαν να καταλήξουν στην άρνηση της επαναστατικής βίας γενικά. Είναι πάνω-κάτω το ίδιο σαν να βγάζεις το συμπέρασμα για την κατάρρευση του μιλιταρισμού από την ενδεχόμενη μείωση της σημασίας του χαρακώματος στο μελλοντικό πόλεμο.
Η οργάνωση που με τη βοήθειά της το προλεταριάτο όχι μόνο μπορεί ν’ ανατρέψει το παλιό καθεστώς μα και να το αντικαταστήσει με το δικό του, είναι τα σοβιέτ. Κείνο που έγινε αργότερα υπόθεση ιστορικού πειράματος ήταν ως την εξέγερση του Οκτώβρη μόνο θεωρητικό προγνωστικό που στηριζόταν, είν’ αλήθεια, πάνω στο προκαταρκτικό πείραμα του 1905. Τα σοβιέτ είναι όργανα προετοιμασίας των μαζών για την εξέγερση, τα όργανα της εξέγερσης και, υστέρα απ’ τη νίκη, τα όργανα της εξουσίας.
Ωστόσο, τα σοβιέτ από μόνα τους δεν λύνουνε το πρόβλημα. Ανάλογα με το πρόγραμμα και τη διεύθυνση, μπορούν να χρησιμέψουν για διάφορους σκοπούς. Το πρόγραμμα το δίνει στα σοβιέτ το κόμμα. Αν τα σοβιέτ, στις περιστάσεις μιας επανάστασης –κ’ έξω από την επανάσταση είναι γενικά ανέφικτα– αγκαλιάσουν ολόκληρη την τάξη, εκτός από τα ολότελα καθυστερημένα, παθητικά και διεφθαρμένα στρώματα, το επαναστατικό κόμμα είναι επικεφαλής της τάξης. Το πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας μπορεί να λυθεί μόνο από το συνδυασμό του κόμματος με τα σοβιέτ ή με άλλες μαζικές οργανώσεις ισοδύναμες λίγο-πολύ με τα σοβιέτ.
Το σοβιέτ, έχοντας επικεφαλής του ένα επαναστατικό κόμμα, τείνει συνειδητά και έγκαιρα στην κατάληψη της εξουσίας. Ξεκινώντας από τις μεταλλαγές της πολιτικής κατάστασης και τις διαθέσεις των μαζών, προετοιμάζει τα σημεία στήριξης της εξέγερσης, δένει τα αποσπάσματα κρούσης με την ενότητα του σκοπού, επεξεργάζεται από τα πριν το σχέδιο της επίθεσης και της τελευταίας εξόρμησης: αυτό σημαίνει ίσα-ίσα ότι εισάγει την οργανωμένη συνωμοσία στη μαζική εξέγερση.
Οι μπολσεβίκοι, πάνω από μια φορά, καιρό ακόμα πριν από την εξέγερση του Οκτώβρη, χρειάστηκε να ανασκευάσουν τις κατηγορίες για συνωμοτικές μηχανορραφίες και μπλανκισμό που κατευθύνονταν εναντίον τους από τους εχθρούς τους. Και όμως, κανένας δεν έκανε όσο ο Λένιν πάλη τόσο αδιάλλακτη εναντίον του συστήματος της καθαρής συνωμοσίας. Οι οπορτουνιστές της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας πήραν πάνω από μια φορά κάτω από την προστασία τους την παλιά σοσιαλεπαναστατική τακτική της ατομικής τρομοκρατίας ενάντια στους πράκτορες του τσαρισμού, απαντώντας στην αδυσώπητη κριτική των μπολσεβίκων που αντιτάσσανε στον τυχοδιωκτικό ατομικισμό της ιντελιγκέντσιας το ρεύμα προς την εξέγερση των μαζών. Όμως αποκρούοντας όλες τις παραλλαγές του μπλανκισμού και της αναρχίας, ο Λένιν δεν υποκλινόταν ούτε για μια στιγμή μπροστά στην «ιερή» στοιχειακή δύναμη των μαζών. Νωρίτερα και πιο βαθιά από άλλους είχε μελετήσει τη σχέση ανάμεσα στους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες, ανάμεσα στο κίνημα των στοιχειακών δυνάμεων και την πολιτική του κόμματος, ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και την προχωρημένη τάξη, ανάμεσα στο προλεταριάτο και την πρωτοπορία του, ανάμεσα στα σοβιέτ και το κόμμα, ανάμεσα στην εξέγερση και τη συνωμοσία.
Αν είναι όμως αλήθεια πως δεν μπορείς να προκαλέσεις ένα ξεσήκωμα όποτε θέλεις και πως για τη νίκη χρειάζεται συνάμα να οργανώσεις έγκαιρα την εξέγερση, απ’ αυτό το ίδιο μπαίνει μπροστά στην επαναστατική διεύθυνση το πρόβλημα μιας σωστής διάγνωσης: πρέπει έγκαιρα ν’ αντιληφτούμε την εξέγερση που φουντώνει για να την ολοκληρώσουμε με τη συνωμοσία. Η μαιευτική επέμβαση στον τοκετό, αν και γίνεται κατάχρηση αυτής της εικόνας, μένει πάντα η πιο ζωντανή απεικόνιση της συνειδητής ανάμιξης σ’ ένα στοιχειακό προτσέσο. Ο Χέρτσεν κατηγορούσε άλλοτε το φίλο του τον Μπακούνιν ότι έπαιρνε αμετάτρεπτα, σ’ όλες τις επαναστατικές του πρωτοβουλίες, το δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης για τον ένατο. Όσο για το Χέρτσεν ήταν μάλλον διατεθειμένος ν’ αρνηθεί την εγκυμοσύνη ακόμα και στον ένατο μήνα. Το Φλεβάρη το ζήτημα της ημερομηνίας του τοκετού δεν έμπαινε σχεδόν καθόλου, στο μέτρο που η εξέγερση είχε ξεσπάσει «με τρόπο απροσδόκητο», δίχως συγκεντρωτική διεύθυνση. Μα ίσα-ίσα γι’ αυτό η εξουσία πέρασε όχι σε κείνους που είχαν κάνει την εξέγερση μα σε κείνους που την είχανε φρενάρει. Ήταν ολότελα διαφορετικά με την καινούργια εξέγερση: αυτή την είχε συνειδητά προετοιμάσει το μπολσεβίκικο κόμμα. Έτσι το πρόβλημα: να πιάσεις την καλή στιγμή για να δώσεις το σύνθημα της επίθεσης, έπεφτε στο μπολσεβίκικο επιτελείο.
Τη λέξη «στιγμή» δεν πρέπει να την παίρνουμε πάρα πολύ κατά γράμμα, σαν μια καθορισμένη μέρα και ώρα: ακόμα και για τη γέννα η φύση έχει αφήσει σημαντικές χρονικές διαφορές που τα όριά τους δεν ενδιαφέρουν μόνο τη μαιευτική τέχνη, μα και την καζουιστική του κληρονομικού δικαίου. Ανάμεσα στη στιγμή όπου η απόπειρα να προκαλέσεις ένα ξεσήκωμα πρέπει ακόμα αναπόφευκτα να αποδείχνεται πρόωρη και να οδηγεί σε επαναστατική άμβλωση, και τη στιγμή όπου η ευνοϊκή κατάσταση πρέπει κιόλας να θεωρείται σαν ανεπανόρθωτα χαμένη, μεσολαβεί κάποια περίοδος της επανάστασης –μπορεί να υπολογιστεί σε μερικές βδομάδες, καμιά φορά σε μερικούς μήνες– που στη διάρκειά της η εξέγερση μπορεί να συντελεστεί με μεγαλύτερες ή μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Να διακρίνεις αυτή τη σχετικά σύντομη περίοδο και να διαλέξεις έπειτα μιαν ορισμένη στιγμή, με την ακριβή έννοια της μέρας και της ώρας, για να καταφέρεις το τελευταίο χτύπημα, αυτό είναι για την επαναστατική διεύθυνση το πιο υπεύθυνο χρέος. Μπορεί κανείς πολύ σωστά να το αποκαλέσει κόμπο του προβλήματος, γιατί συνδέει την επαναστατική πολιτική με την τεχνική της εξέγερσης: πρέπει μήπως να θυμίσουμε ότι η εξέγερση, το ίδιο όπως και ο πόλεμος, είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα;
Η διαίσθηση και η πείρα είναι αναγκαίες για την επαναστατική διεύθυνση, όπως και για όλους τους άλλους τομείς της δημιουργικής τέχνης. Αυτό όμως δεν φτάνει. Και η τέχνη του εμπειρικού γιατρού μπορεί, όχι δίχως επιτυχία, να στηριχτεί πάνω στη διαίσθηση και την πείρα. Η τέχνη του πολιτικού θεραπευτή δεν φτάνει ωστόσο παρά για εποχές και περίοδες όπου κυριαρχεί η ρουτίνα. Μια εποχή μεγάλων ιστορικών καμπών δεν ανέχεται τα έργα των εμπειρικών. Η πείρα, ακόμα και εμπνευσμένη από τη διαίσθηση, δεν της φτάνει. Χρειάζεται μια υλιστική μέθοδος που να σου επιτρέπει να ανακαλύψεις πίσω από τις κινεζικές σκιές των προγραμμάτων και των συνθημάτων την πραγματική κίνηση των κοινωνικών σωμάτων.
Οι βασικοί όροι της επανάστασης συνίστανται σε τούτο: ότι το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς βρίσκεται ανίκανο να λύσει τα θεμελιακά προβλήματα της ανάπτυξης του έθνους. Η επανάσταση γίνεται ωστόσο δυνατή μόνο στην περίπτωση όπου στη σύνθεση της κοινωνίας βρίσκεται μια καινούργια τάξη ικανή να μπει επικεφαλής του έθνους για να λύσει τα προβλήματα που βάζει η ιστορία. Το προπαρασκευαστικό προτσέσο της επανάστασης συνίσταται στο ότι τα αντικειμενικά καθήκοντα τα συνυφασμένα με τις αντιφάσεις της οικονομίας και των τάξεων, ανοίγουν δρόμο μέσα στη συνείδηση των ζωντανών ανθρώπινων μαζών, μεταβάλλουν τις εκδηλώσεις τους και δημιουργούν καινούργιες σχέσεις πολιτικών δυνάμεων.
Οι ιθύνουσες τάξεις, σαν αποτέλεσμα της ολοφάνερης ανικανότητάς τους να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο, χάνουν την αυτοπεποίθησή τους, τα παλιά κόμματα αποσυντίθενται, λυσσασμένη πάλη ξεσπάει ανάμεσα στις ομάδες και τις κλίκες, οι ελπίδες μεταφέρονται στο θαύμα ή στο θαυματουργό. Όλα αυτά αποτελούν έναν από τους πολιτικούς όρους της εξέγερσης, εξαιρετικά σημαντικό αν και παθητικό.
Μια μανιασμένη εχθρότητα απέναντι στην καθιερωμένη κοινωνική τάξη και η πρόθεση ν’ αποτολμήσουν τις πιο ηρωικές προσπάθειες, να δώσουν θύματα, για να τραβήξουνε τη χώρα στο δρόμο της ανόρθωσης – τέτοια είναι η καινούργια πολιτική συνείδηση της επαναστατικής τάξης που αποτελεί τον κύριο ενεργητικό όρο της εξέγερσης.
Τα δυο κύρια στρατόπεδα –οι μεγαλοϊδιοκτήτες και το προλεταριάτο– δεν αντιπροσωπεύουν ωστόσο, συνολικά, ολόκληρο το έθνος. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται πλατιά στρώματα της μικρομπουρζουαζίας, που παίρνουν όλα τα χρώματα του οικονομικοπολιτικού πρίσματος. Η δυσαρέσκεια των ενδιάμεσων στρωμάτων, η απογοήτευσή τους από την πολιτική της ιθύνουσας τάξης, η ανυπομονησία τους και το ξεσήκωμά τους, η διάθεσή τους να υποστηρίξουν την τολμηρά επαναστατική πρωτοβουλία του προλεταριάτου, αποτελούν τον τρίτο πολιτικό όρο της εξέγερσης, ως ένα μέρος παθητικό στο μέτρο που εξουδετερώνει τις κορυφές της μικρομπουρζουαζίας, ως ένα μέρος ενεργητικό στο μέτρο που σπρώχνει τις βάσεις της να παλέψουν άμεσα πλάι-πλάι με τους εργάτες.
Η καθοριστική αμοιβαιότητα αυτών των όρων είναι φανερή: όσο πιο αποφασιστικά και με σιγουριά δρα το προλεταριάτο, τόσο πιο πολύ έχει τη δυνατότητα να παρασύρει τα ενδιάμεσα στρώματα, τόσο πιο πολύ απομονώνεται η κυρίαρχη τάξη και τόσο πιο πολύ εντείνεται η αποθάρρυνση στους κόλπους της. Κι αντίστροφα, το ξεχαρβάλωμα των ιθυνόντων κουβαλάει νερό στο μύλο της επαναστατικής τάξης.
Το προλεταριάτο δεν μπορεί να διαποτιστεί, για την εξέγερση, από την απαραίτητη σιγουριά στις ίδιες του τις δυνάμεις παρά μόνο στην περίπτωση που απλώνεται μπροστά του μια ξάστερη προοπτική, αν έχει τη δυνατότητα να επαληθεύσει ενεργά τις σχέσεις των δυνάμεων που αλλάζουνε προς όφελός του, αν νιώθει από πάνω του μια διεύθυνση διορατική, σταθερή και τολμηρή. Αυτό μας οδηγεί στον όρο, τελευταίο στην απαρίθμηση μα όχι και στη σπουδαιότητά του, της κατάκτησης της εξουσίας: στο επαναστατικό κόμμα σαν πρωτοπορία της τάξης σφιχτοδεμένη και ατσαλωμένη.
Χάρη σ’ έναν ευνοϊκό συνδυασμό των ιστορικών συνθηκών, τόσο εσωτερικών όσο και διεθνών, το ρωσικό προλεταριάτο βρέθηκε να ’χει επικεφαλής του ένα κόμμα εξαιρετικά προικισμένο με πολιτική διαύγεια και επαναστατικό ατσάλωμα δίχως προηγούμενο: είναι αυτό μόνο που επέτρεψε σε μια νεαρή και ολιγάριθμη τάξη να επιτελέσει ιστορικό έργο ανήκουστης έκτασης. Γενικά, όπως το μαρτυράει η ιστορία –της Κομμούνας του Παρισιού, της γερμανικής και αυστριακής επανάστασης του 1918, των σοβιέτ της Ουγγαρίας και της Βαυαρίας, της ιταλικής επανάστασης του 1919, της γερμανικής κρίσης του 1923, της κινέζικης επανάστασης του 1925-1927, της ισπανικής επανάστασης του 1931– ο πιο αδύνατος κρίκος στην αλυσίδα των αναγκαίων όρων στάθηκε ως τώρα ο κρίκος του κόμματος: το πιο δύσκολο πράγμα για την εργατική τάξη είναι να δημιουργήσει μιαν επαναστατική οργάνωση που να βρίσκεται στο ύψος των ιστορικών καθηκόντων της. Στις πιο παλιές και πιο πολιτισμένες χώρες, τεράστιες δυνάμεις δουλεύουν για να εξασθενήσουν και ν’ αποσυνθέσουν την επαναστατική πρωτοπορία. Σημαντικό μέρος αυτής της εργασίας το βλέπουμε στην πάλη της σοσιαλδημοκρατίας εναντίον του «μπλανκισμού», ονομασία κάτω από την οποία φιγουράρει η επαναστατική ουσία του μαρξισμού.
Όσο πολυάριθμες κι αν υπήρξαν οι μεγάλες κοινωνικοπολιτικές κρίσεις, τη σύμπτωση όλων των απαραίτητων όρων για μια προλεταριακή εξέγερση νικηφόρα και σταθερή δεν την απαντήσαμε ίσαμε τώρα στην ιστορία παρά μόνο μια φορά: τον Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία. H επαναστατική κατάσταση δεν είναι αιώνια. Απ’ όλους τους βασικούς όρους της εξέγερσης ο λιγότερο σταθερός είναι η ψυχική κατάσταση της μικρομπουρζουαζίας. Σε περίοδο εθνικών κρίσεων αυτή βαδίζει πίσω από την τάξη που όχι μόνο με το λόγο μα και με την πράξη τής εμπνέει εμπιστοσύνη. Ικανή για παρορμητικά τινάγματα, ακόμα και για επαναστατικές μανίες, η μικρομπουρζουαζία δεν έχει αντίσταση, χάνει εύκολα το θάρρος της σε περίπτωση αποτυχίας, κι από τις φλογερές ελπίδες της πέφτει στην απογοήτευση. Είναι αυτές ίσα-ίσα οι βίαιες και γοργές μεταλλαγές στην ψυχική της κατάσταση που δίνουν τόση αστάθεια σε κάθε επαναστατική κατάσταση. Αν το επαναστατικό κόμμα δεν είναι αρκετά αποφασιστικό για να μεταβάλει έγκαιρα την προσδοκία και τις ελπίδες των λαϊκών μαζών σε επαναστατική δράση, τη θέση της πλημμυρίδας την παίρνει σε λίγο η αμπώτιδα: τα ενδιάμεσα στρώματα αποστρέφουν το βλέμμα τους από την επανάσταση και ζητάνε το σωτήρα τους στο αντίθετο στρατόπεδο. Όπως στη φουσκονεριά το προλεταριάτο παρασέρνει πίσω του τη μικρομπουρζουαζία, έτσι στη φυρονεριά η μικρομπουρζουαζία παρασέρνει πίσω της σημαντικά στρώματα του προλεταριάτου. Τέτοια είναι η διαλεκτική των κομμουνιστικών και φασιστικών κυμάτων στην πολιτική εξέλιξη της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Δοκιμάζοντας να στηριχτούν στον αφορισμό του Μαρξ: κανένα καθεστώς δεν εξαφανίζεται από τη σκηνή προτού εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές του, οι μενσεβίκοι θεωρούσαν απαράδεκτη την πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου στην καθυστερημένη Ρωσία, όπου ο καπιταλισμός ήταν μακριά ακόμα από του να έχει ξοδευτεί ολότελα. Σ’ αυτό το συλλογισμό υπήρχαν δυο λάθη, και τα δυο τους μοιραία. Ο καπιταλισμός δεν είναι σύστημα εθνικό, είναι σύστημα παγκόσμιο. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και τα επακόλουθά του έδειξαν ότι το καπιταλιστικό καθεστώς έχει στραγγιχτεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η επανάσταση στη Ρωσία ήτανε το σπάσιμο του πιο αδύνατου κρίκου στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Μα η ψευτιά της μενσεβίκικης αντίληψης αποκαλύπτεται και από εθνική άποψη. Αν σταθεί κανείς σε μιαν οικονομική αφαίρεση μπορεί, ας το δεχτούμε, να βεβαιώσει πως ο καπιταλισμός στη Ρωσία δεν είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές του. Μα τα οικονομικά προτσέσα δεν ξετυλίγονται στους αιθέρες, μα σε συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον. Ο καπιταλισμός δεν είναι αφαίρεση: είναι ζωντανό σύστημα ταξικών σχέσεων που έχει ανάγκη προπαντός από κρατική εξουσία. Ότι η μοναρχία, που κάτω απ’ την προστασία της είχε διαμορφωθεί ο ρωσικός καπιταλισμός, είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της, αυτό δεν το αρνιόνταν οι μενσεβίκοι. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ένα ενδιάμεσο κρατικό σύστημα. Παρακολουθήσαμε βήμα το βήμα την ιστορία της: μέσα σε κάπου οχτώ μήνες κείνο το καθεστώς είχε ολότελα εξαντληθεί. Ποια κυβερνητική τάξη μπορούσε, κάτω απ’ αυτούς τους όρους, να εξασφαλίσει την κατοπινή ανάπτυξη του ρωσικού καπιταλισμού;
«Η αστική δημοκρατία, που την υπεράσπισαν μόνο οι σοσιαλιστές με μετριοπαθείς τάσεις, οι οποίοι δεν έβρισκαν πια στήριγμα στις μάζες... δεν μπορούσε να διατηρηθεί. Όλη η ουσία μέσα της είχε φαγωθεί, δεν έμενε παρά το τσόφλι». Αυτή η σωστή εκτίμηση ανήκει στο Μιλιουκόβ. Η τύχη του καταφαγωμένου συστήματος έπρεπε κατά τη γνώμη του να ’ναι ίδια με την τύχη του τσαρισμού: «Και το ένα και το άλλο είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την επανάσταση· και το ένα και το άλλο δεν είχαν βρει ούτε έναν υπερασπιστή τη μέρα της επανάστασης».
Από τον Ιούλη - Αύγουστο ο Μιλιουκόβ χαρακτήριζε την κατάσταση μ’ ένα δίλημμα ανάμεσα σε δυο ονόματα: Κορνίλοβ ή Λένιν. Μα ο Κορνίλοβ είχε κάνει κιόλας την πρώτη δοκιμή του που είχε τελειώσει με αξιοθρήνητη αποτυχία. Για το καθεστώς του Κερένσκι, όπως και να ’ναι, δεν έμενε πια θέση. Όσο ποικίλες κι αν ήταν οι ψυχικές διαθέσεις, μαρτυράει ο Σουχάνοβ, «δεν υπήρχε ενότητα παρά μόνο στο μίσος για τον κερενσκισμό». Το ίδιο όπως η τσαρική μοναρχία είχε γίνει τελικά αδύνατη για τις κορυφές των ευγενών κι ακόμα για τους μεγάλους δούκες, έτσι και η κυβέρνηση του Κερένσκι κατάντησε μισητή ακόμα και για τους εμπνευστές του καθεστώτος, τους «μεγάλους δούκες» των συμφιλιωτικών κορυφών. Σ’ αυτή τη γενική δυσαρέσκεια, σ’ αυτή την έντονη πολιτική δυσφορία όλων των τάξεων βρίσκεται ένα από τα σπουδαιότερα συμπτώματα μιας επαναστατικής κατάστασης φτασμένης στην ωριμότητά της. Έτσι κάθε μυώνας, κάθε νεύρο, κάθε ίνα του οργανισμού είναι αφόρητα τεντωμένα την παραμονή του ανοίγματος ενός μεγάλου αποστήματος.
Η απόφαση του μπολσεβίκικου Συνεδρίου του Ιούλη που προφύλαγε τους εργάτες από τις πρόωρες συγκρούσεις, υπόδειχνε σύγκαιρα πως θα ’πρεπε να δεχτούν την πάλη «όταν η κρίση ολόκληρου του έθνους και το βαθύ ξεσήκωμα των μαζών θα δημιουργούσαν όρους ευνοϊκούς για τον ερχομό των φτωχών στοιχείων της πόλης και του κάμπου στην υπόθεση των εργατών». Αυτή η στιγμή έφτασε το Σεπτέμβρη - Οκτώβρη.
Η εξέγερση δικαιούνταν από κει και πέρα να υπολογίζει στην επιτυχία, αφού μπορούσε να στηριχτεί πάνω σε ατόφια λαϊκή πλειοψηφία. Δεν πρέπει, εννοείται, να το πάρουμε αυτό τυπικά. Αν στο ζήτημα της εξέγερσης είχε ανοίξει προηγούμενα δημοψήφισμα, αυτό θα ’δινε αποτελέσματα εξαιρετικά αντιφατικά και αβέβαια. Η εσώτερη διάθεση να υποστηρίξεις την εξέγερση δεν μπορεί καθόλου να ταυτιστεί με την ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι καθαρά από τα πριν την αναγκαιότητα της εξέγερσης. Πέρα απ’ αυτό, οι απαντήσεις θα εξαρτιόνταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον ίδιο τον τρόπο θέσης του ζητήματος, από το όργανο που θα κατεύθυνε την έρευνα ή, για να μιλήσουμε πιο απλά, από την τάξη που θα βρισκόταν στην εξουσία.
Οι μέθοδες της δημοκρατίας έχουν τα όριά τους. Μπορείς να ρωτήσεις όλους τους επιβάτες ενός τρένου ποιος τύπος βαγονιού τους αρέσει καλύτερα, μα δεν μπορείς να πας να τους ρωτήσεις όλους αν πρέπει να φρενάρεις ένα τρένο που κινδυνεύει να εκτροχιαστεί. Κι όμως, αν η σωτήρια ενέργεια γίνει επιδέξια και έγκαιρα, είσαι σίγουρος ότι έχεις την έγκριση των επιβατών.
Οι κοινοβουλευτικές γνωμοδοτήσεις του λαού γίνονται όλες ταυτόχρονα. Ωστόσο, τα διάφορα λαϊκά στρώματα σε καιρό επανάστασης φτάνουν σ’ ένα και το ίδιο συμπέρασμα με αναπόφευκτη καθυστέρηση, καμιά φορά πολύ μικρή, το ένα από το άλλο. Ενώ η πρωτοπορία φλεγόταν από επαναστατική ανυπομονησία, τα καθυστερημένα στρώματα μόλις άρχιζαν να σηκώνουν κεφάλι. Στην Πετρούπολη και στη Μόσχα όλες οι μαζικές οργανώσεις ήταν κάτω από τη διεύθυνση των μπολσεβίκων· στο κυβερνείο του Ταμπόβ, που είχε πάνω από τρία εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή πάνω-κάτω όσους και οι δυο πρωτεύουσες μαζί, μπολσεβίκικη φράξια εμφανίζεται στο Σοβιέτ για πρώτη φορά λίγο μόνο πριν από την εξέγερση του Οκτώβρη.
Οι συλλογισμοί της αντικειμενικής εξέλιξης δεν συμπέφτουν καθόλου –μέρα τη μέρα– με τους συλλογισμούς της σκέψης των μαζών. Κι όταν μια μεγάλη πρακτική απόφαση, από την πορεία των πραγμάτων, γίνεται επείγουσα, αυτή επιτρέπει λιγότερο από κάθε τι δημοψήφισμα. Οι διαφορές επίπεδου και ψυχικής κατάστασης στα διάφορα λαϊκά στρώματα περιορίζονται με τη δράση: τα πρωτοποριακά στοιχεία τραβάνε τους διστακτικούς κι απομονώνουνε κείνους που αντιστέκονται. Η πλειοψηφία δεν μετριέται, κατακτιέται. Η εξέγερση φουντώνει ίσα-ίσα όταν η λύση των αντιφάσεων δεν φαίνεται πια παρά στο δρόμο της άμεσης δράσης.
Ανίκανη να βγάλει η ίδια από τον πόλεμό της με τους ευγενείς τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα, η αγροτιά ωστόσο, από το ίδιο το γεγονός του ξεσηκωμού της, έσμιγε προκαταβολικά με την εξέγερση στις πόλεις, την καλούσε και τη ζητούσε. Εξέφραζε τη θέλησή της όχι με λευκό ψηφοδέλτιο μα με τον «κόκκινο κόκορα»: ήταν αυτό ένα δημοψήφισμα πιο σοβαρό. Στα όρια όπου η υποστήριξη της αγροτιάς ήταν απαραίτητη για την εγκαθίδρυση της σοβιετικής δικτατορίας, ήταν εκεί. «Αυτή η δικτατορία –απαντούσε ο Λένιν στους αναποφάσιστους– θα ’δινε τη γη στους χωρικούς κι όλες τις εξουσίες στις τοπικές αγροτικές επιτροπές: πώς μπορεί κανείς, αν δεν έχει χάσει το μυαλό του, να αμφιβάλλει ότι οι χωρικοί θα υποστήριζαν αυτή τη δικτατορία;» Για να μπορούν οι στρατιώτες, οι χωρικοί, οι καταπιεζόμενες εθνότητες, που περιπλανιόνταν μέσα στη χιονοθύελλα των ψηφοδελτίων, να γνωρίσουνε τους μπολσεβίκους στο έργο, χρειαζόταν οι μπολσεβίκοι να πάρουν την εξουσία.
Ποιος έπρεπε λοιπόν να είναι ο συσχετισμός των δυνάμεων για να επιτρέψει στο προλεταριάτο να καταλάβει την εξουσία; «Στην αποφασιστική στιγμή, στο αποφασιστικό σημείο, πρέπει να ’χεις συντριπτική υπεροχή» – έγραφε αργότερα ο Λένιν, σχολιάζοντας την εξέγερση του Οκτώβρη. «Αυτός ο νόμος της στρατιωτικής επιτυχίας είναι και νόμος της πολιτικής επιτυχίας, προπαντός σ’ αυτό το μανιασμένο, τον πυρακτωμένο πόλεμο των τάξεων που ονομάζεται επανάσταση. Οι πρωτεύουσες και γενικά τα μεγάλα εμποροβιομηχανικά κέντρα... αποφασίζουν σε μεγάλο μέρος για τα πολιτικά πεπρωμένα του λαού, εννοείται με τον όρο ότι τα κέντρα υποστηρίζονται από αρκετές τοπικές αγροτικές δυνάμεις, ακόμα κι αν η υποστήριξη δεν έρχεται αμέσως». Μ’ αυτή τη δυναμική έννοια μιλούσε ο Λένιν για πλειοψηφία του λαού και ήταν η μόνη πραγματική έννοια της ιδέας της πλειοψηφίας.
Οι δημοκρατικοί αντίπαλοι παρηγοριούνταν με τη σκέψη ότι ο λαός που ακολουθούσε τους μπολσεβίκους δεν ήταν παρά η πρώτη ύλη, ο εύπλαστος άργιλος της ιστορίας: τα χωματοκάλουπα δεν θα ’παυαν μ’ αυτό να είναι οι δημοκράτες, σε συνεργασία με τους μορφωμένους αστούς. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν βλέπουνε –ρωτούσε η εφημερίδα των μενσεβίκων– ότι ποτέ ακόμα το προλεταριάτο και η φρουρά της Πετρούπολης δεν είχαν τόσο απομονωθεί απ’ όλα τ’ άλλα κοινωνικά στρώματα;» Η δυστυχία για το προλεταριάτο και τη φρουρά βρισκόταν σε τούτο, ότι ήταν «απομονωμένοι» από τις τάξεις από τις οποίες ετοιμάζονταν να αφαιρέσουν την εξουσία.
Μπορούσε κανείς, πραγματικά, να υπολογίζει σοβαρά στη συμπάθεια και στην υποστήριξη των απαίδευτων μαζών της επαρχίας και του μετώπου; Ο μπολσεβικισμός τους, έγραφε ο Σουχάνοβ με περιφρόνηση, «δεν ήταν άλλο από μίσος για το συνασπισμό και βουλιμία για γη και για ειρήνη». Σαν να μην έφταναν αυτά! Το μίσος για το συνασπισμό σήμαινε προσπάθεια να αφαιρέσουν την εξουσία από τη μπουρζουαζία. Η βουλιμία για γη και για ειρήνη ήταν ένα μεγαλειώδες πρόγραμμα που οι χωρικοί και οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να πραγματοποιήσουν κάτω από τη διεύθυνση των εργατών. Η μηδαμινότητα των δημοκρατών, ακόμα και κείνων που βρίσκονταν πιο αριστερά, εκπορευόταν από την έλλειψη εμπιστοσύνης των «μορφωμένων» σκεπτικιστών απέναντι στις άσημες μάζες που παίρνουν τα φαινόμενα χοντρικά, χωρίς να μπουν στις λεπτομέρειες και στις αποχρώσεις. Στάση διανοουμενίστικη, ψευτοαριστοκρατική, περιφρονητική απέναντι στο λαό, ήταν ξένη στο μπολσεβικισμό, αντίθετη στην ίδια του τη φύση. Οι μπολσεβίκοι δεν ήταν άνθρωποι με άσπρα χέρια, φίλοι του εργαζόμενου λαού από το γραφείο τους, σχολαστικοί. Δεν φοβούνταν τα καθυστερημένα στρώματα που για πρώτη φορά ανέβαιναν από τα τρίσβαθα της κοινωνίας. Οι μπολσεβίκοι παίρνανε το λαό όπως τον είχε φτιάξει η ιστορία, όπως ήταν προορισμένος να κάνει την επανάσταση. Οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν αποστολή τους να τεθούν επικεφαλής του λαού. Ενάντια στην εξέγερση τάσσονταν «όλοι», εκτός από τους μπολσεβίκους. Μα οι μπολσεβίκοι ήταν ο λαός.
Η βασική πολιτική δύναμη της εξέγερσης του Οκτώβρη βρισκόταν στο προλεταριάτο, όπου την πρώτη θέση την κρατούσαν οι εργάτες της Πετρούπολης. Στην πρωτοπορία της πρωτεύουσας στεκόταν, από το άλλο μέρος, το προάστιο του Βίμποργκ. Το σχέδιο της εξέγερσης είχε εκλέξει κείνη την ουσιαστικά προλεταριακή συνοικία σαν βάση εκκίνησης για την ανάπτυξη της επίθεσης.
Οι συμφιλιωτές όλων των αποχρώσεων, αρχίζοντας από τον Μάρτοβ, δοκίμασαν ύστερα απ’ την εξέγερση να παρουσιάσουν το μπολσεβικισμό σαν φανταρίστικη τάση. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αρπάχτηκε με χαρά απ’ αυτή τη θεωρία. Και δω έκλειναν τα μάτια μπροστά στα θεμελιακά ιστορικά γεγονότα, δηλαδή: ότι το προλεταριάτο ήταν το πρώτο που είχε περάσει με το μέρος των μπολσεβίκων, ότι οι εργάτες της Πετρούπολης έδειχναν το δρόμο στους εργάτες όλης της χώρας· ότι οι φρουρές και το μέτωπο εξακολουθούσαν πολύ περισσότερο καιρό να υποστηρίζουν τους συμφιλιωτές· ότι οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι δημιουργούσαν μέσα στο σύστημα των σοβιέτ κάθε λογής προνόμια για τους στρατιώτες σε βάρος των εργατών, αγωνίζονταν εναντίον του εξοπλισμού των εργατών, διέγειραν εναντίον τους τούς στρατιώτες· ότι μόνο κάτω από την επίδραση των εργατών έγινε μεταστροφή στο στρατό· ότι η διεύθυνση των στρατιωτών στην αποφασιστική στιγμή βρέθηκε στα χέρια των εργατών· τέλος ότι ένα χρόνο αργότερα η σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία, κατά το παράδειγμα των Ρώσων ομοϊδεατών της, στηριζότανε πάνω στους στρατιώτες στην πάλη της εναντίον των εργατών.
Προς το φθινόπωρο οι δεξιοί συμφιλιωτές είχαν ήδη οριστικά χάσει τη δυνατότητα να μιλάνε στα εργοστάσια και στους στρατώνες. Οι αριστεροί όμως συμφιλιωτές δοκίμαζαν ακόμα να πείσουν τις μάζες ότι η εξέγερση ήταν τρέλα. Ο Μάρτοβ που, καταπολεμώντας την επίθεση της αντεπανάστασης τον Ιούλη, είχε βρει ένα μονοπάτι προς τη συνείδηση των μαζών, είχε τώρα ξαναγυρίσει σ’ ένα έργο δίχως ελπίδα. «Δεν μπορούμε να υπολογίζουμε» –αναγνώριζε ο ίδιος στις 14 Οκτώβρη σε συνεδρίαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής– «πως οι μπολσεβίκοι θα μας ακούσουν». Παρ όλα αυτά, θεωρούσε χρέος του να προειδοποιήσει τις «μάζες». Ωστόσο, οι μάζες ήθελαν δράση και όχι μαθήματα ηθικής. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου αυτές άκουγαν με σχετική υπομονή τον πολύ γνωστό προειδοποιητή, εξακολουθούσαν, σύμφωνα με την ομολογία του Ματισλάβσκι, «να σκέφτονται με τον τρόπο τους σαν και πρώτα». Ο Σουχάνοβ διηγείται πώς κάτω από ένα βροχερό ουρανό ζητούσε να πείσει τους εργάτες στα εργοστάσια Πουτίλοβ ότι τα πράγματα μπορούσαν να τακτοποιηθούν χωρίς εξέγερση. Φωνές ανυπόμονες τον διακόπτανε. Τον άκουγαν δυο-τρία λεφτά κ’ έπειτα τον διακόπτανε και πάλι. «Ύστερα από πολλές απόπειρες τα παράτησα. Το πράγμα δεν προχωρούσε... και η ψιχάλα μάς περόνιαζε ολοένα». Κάτω από τον ελάχιστα σπλαχνικό ουρανό του Οκτώβρη οι φτωχοί αριστεροδημοκράτες, σύμφωνα με τις ίδιες τους τις περιγραφές, μοιάζανε με βρεγμένες κότες.
Το συνηθισμένο πολιτικό μοτίβο των «αριστερών» αντίπαλων της εξέγερσης -και τέτοιοι βρίσκονταν και μέσα στους μπολσεβίκικους κύκλους- ήταν να σημειώνουν την έλλειψη μαχητικής ορμής στη βάση. «Η ψυχική κατάσταση των εργαζόμενων και των μαζών των στρατιωτών» –έγραφαν ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ στις 11 Οκτώβρη– «δεν θυμίζει καθόλου ούτε και την ψυχική κατάσταση που υπήρχε πριν από τις 3 του Ιούλη». Αυτό δεν ήταν ολότελα αβάσιμο: υπήρχε στο προλεταριάτο της Πετρούπολης κάποια ατονία ύστερα από πάρα πολύ μακριά αναμονή. Άρχιζαν ν’ απογοητεύονται ακόμα κι απ’ τους μπολσεβίκους: θα διαψεύδανε κι αυτοί τις ελπίδες τους; Στις 16 Οκτώβρη ο Ραχίγια, ένας από τους πιο μαχητικούς μπολσεβίκους της Πετρούπολης, Φινλανδός την καταγωγή, έλεγε στη διάσκεψη της Κεντρικής Επιτροπής: «Ολοφάνερα το σύνθημά μας αρχίζει κιόλας να καθυστερεί, γιατί αμφιβάλλουν πως θα κάνουμε εκείνο για το οποίο κάνουμε έκκληση». Μα το αποκάμωμα απ’ την αναμονή, που έμοιαζε με χαύνωση, δεν κράτησε παρά ως το πρώτο σύνθημα της μάχης.
Η πρώτη δουλειά κάθε εξέγερσης είναι να φέρει κοντά της το στρατό. Σ’ αυτό χρησιμεύουν κυρίως η γενική απεργία, οι μαζικές διαδηλώσεις, οι συγκρούσεις στους δρόμους, οι μάχες στα οδοφράγματα. Η αποκλειστική ιδιοτυπία της εξέγερσης του Οκτώβρη, που ακόμα δεν παρατηρήθηκε ποτέ και πουθενά σε βαθμό τόσο ολοκληρωμένο, βρίσκεται στο γεγονός ότι, χάρη σε μιαν ευτυχή συρροή περιστάσεων, η προλεταριακή πρωτοπορία κατάφερε να τραβήξει με το μέρος της τη φρουρά της πρωτεύουσας προτού ακόμα αρχίσει το ξεσήκωμα· όχι μόνο να τραβήξει μα και να στερεώσει οργανωτικά την κατάκτησή της χάρη στο Συμβούλιο της φρουράς. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε το μηχανισμό της εξέγερσης του Οκτώβρη αν δεν αντιληφτούμε ολότελα ότι το πιο σημαντικό πρόβλημα, που η αντιμετώπισή του ήταν δυσκολότερο από κάθε άλλο να υπολογιστεί προκαταρκτικά, είχε λυθεί ουσιαστικά στην Πετρούπολη πριν από την έναρξη της ένοπλης πάλης.
Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι η εξέγερση είχε γίνει περιττή. Με το μέρος των εργατών τασσόταν, είν’ αλήθεια, η συντριπτική πλειονότητα της φρουράς· μα η μειοψηφία ήταν εναντίον των εργατών, εναντίον της εξέγερσης, εναντίον των μπολσεβίκων. Κείνη η μικρή μειοψηφία αποτελούνταν από τα πιο ειδικευμένα στοιχεία του στρατού: σώμα αξιωματικών, γιούνκερ, τάγματα κρούσης, ίσως και Κοζάκοι. Δεν μπορούσες να κατακτήσεις πολιτικά κείνα τα στοιχεία: έπρεπε να τα νικήσεις. Στο τελευταίο του μέρος, το πρόβλημα της εξέγερσης που έχει περάσει στην ιστορία κάτω από το ζώδιο του Οκτώβρη είχε, έτσι, χαρακτήρα καθαρά στρατιωτικό. Τη λύση έπρεπε να τη φέρουν στον τελευταίο σταθμό τα τουφέκια, οι ξιφολόγχες, τα πολυβόλα, ίσως ακόμα και τα κανόνια. Σ’ αυτό το δρόμο οδηγούσε το κόμμα των μπολσεβίκων.
Ποιες ήταν οι στρατιωτικές δυνάμεις της επικείμενης σύγκρουσης; Ο Μπορίς Σόκολοβ, που διεύθυνε τη στρατιωτική εργασία του σοσιαλεπαναστατικού κόμματος, διηγείται ότι στην περίοδο πριν απ’ την εξέγερση «όλες οι κομματικές οργανώσεις στα συντάγματα, εκτός από τους μπολσεβίκους, είχαν εξαρθρωθεί και οι περιστάσεις δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για το σχηματισμό καινούργιων οργανώσεων. Οι στρατιώτες ‘‘μπολσεβίκιζαν’’ με τρόπο αρκετά καθαρό, ο μπολσεβικισμός τους όμως ήταν παθητικός και δεν έδειχναν καμιά ροπή να δράσουν ενεργά με τα όπλα». Ο Σόκολοβ δεν ξεχνάει να προσθέσει: «Θα ’φταναν ένα-δυο συντάγματα απόλυτα αφοσιωμένα και μαχητικά για να φέρουν σε αμηχανία ολόκληρη τη φρουρά». Αποφασιστικά, απ’ όλους, από τους μοναρχικούς στρατηγούς ως τους «σοσιαλιστές» διανοούμενους, γενικά απ’ όλους, έλειπαν, ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση, «ένα-δυο συντάγματα». Όμως εκείνο που αληθεύει είναι ότι η φρουρά, στην τεράστια πλειονότητά της βαθιά εχθρική στην κυβέρνηση, δεν ήταν ωστόσο ικανή να πολεμήσει και δεν τασσόταν με το μέρος των μπολσεβίκων. Η αιτία γι’ αυτό βρισκόταν στην οριστική ρήξη ανάμεσα στην παλιά στρατιωτική διάρθρωση των μονάδων και την καινούργια πολιτική τους διάρθρωση. Η ραχοκοκαλιά ενός μαχητικού στοιχείου του στρατού αποτελείται απ’ τη διοίκηση. Αυτή ήταν εναντίον των μπολσεβίκων. Από πολιτική άποψη η ραχοκοκαλιά του στρατού ήταν οι μπολσεβίκοι. Ωστόσο, αυτοί όχι μόνο δεν ήξεραν να διοικούν, μα στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήξεραν καλά-καλά να μεταχειρίζονται όπλα. Η μάζα των στρατιωτών δεν είχε ομοιογένεια. Τα δραστήρια, τα μαχητικά στοιχεία, αποτελούσαν όπως πάντα τη μειοψηφία. Η πλειοψηφία των στρατιωτών συμπαθούσαν τους μπολσεβίκους, τους ψήφιζαν, τους εκλέγανε, μα δεν περίμεναν απ’ αυτούς λύση. Τα εχθρικά στους μπολσεβίκους στοιχεία μέσα στο στρατό ήταν πάρα πολύ ασήμαντα για να τολμήσουν να πάρουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία. Η πολιτική γνώμη της φρουράς ήταν έτσι εξαιρετικά ευνοϊκή για μιαν εξέγερση. Όμως από μαχητική άποψη αυτή δεν βάραινε πολύ, το πράγμα ήταν φανερό από τα πριν.
Παρ’ όλα αυτά, δεν ταίριαζε καθόλου να βγάλεις τη φρουρά έξω από τους υπολογισμούς των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Χιλιάδες στρατιώτες έτοιμοι να πολεμήσουν με το μέρος της επανάστασης ήταν διασπαρμένοι μέσα σε μια μάζα περισσότερο παθητική και ίσα-ίσα γι’ αυτό την τραβούσαν πίσω τους σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα. Διάφορες μονάδες με πιο πετυχημένη σύνθεση διατηρούσαν την πειθαρχία και τη μαχητική τους ικανότητα. Υπήρχαν γεροί επαναστατικοί πυρήνες σε όλους τους σχηματισμούς. Στο 6ο τάγμα εφεδρείας που είχε κάπου δέκα χιλιάδες άντρες, από τους πέντε λόχους ο πρώτος ξεχώριζε πάντα, έχοντας αποκτήσει σχεδόν απ’ την αρχή της επανάστασης τη φήμη ότι ήταν μπολσεβίκικος, και δείχτηκε άξιος γι’ αυτό στα Οκτωβριανά. Να πούμε την αλήθεια τα μισά συντάγματα της φρουράς δεν ήταν συντάγματα, ο μηχανισμός της διεύθυνσής τους είχε ξεχαρβαλωθεί, ήταν ανίκανα για μακριά στρατιωτική προσπάθεια, αλλά ήταν παρ’ όλα αυτά ομάδες από οπλισμένους ανθρώπους που οι περισσότεροί τους είχαν περάσει κιόλας από τη φωτιά. Όλες οι μονάδες δένονταν από μια και την ίδια ψυχική κατάσταση: ν’ ανατρέψουν όσο γινόταν πιο γρήγορα τον Κερένσκι, να γυρίσουν στα σπίτια τους και να προχωρήσουν στις αγροτικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι η φρουρά, ολότελα αποσυνθεμένη, χρειάστηκε ακόμα μια φορά να σφίξει τις γραμμές της στα Οκτωβριανά και να βροντήξει επιβλητικά τα όπλα της προτού διαλυθεί οριστικά.
Τι δύναμη αντιπροσώπευαν από στρατιωτική άποψη οι εργάτες της Πετρούπολης; Αυτό το ερώτημα αφορά την Κόκκινη Φρουρά. Ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε πιο λεπτομερειακά γι’ αυτήν: είναι προορισμένη για τις ερχόμενες μέρες να ριχτεί στο μεγάλο στίβο της ιστορίας.
Φτάνοντας με τις παραδόσεις της ως στο 1905, η Εργατική Φρουρά αναγεννήθηκε με τη Φεβρουαριανή Επανάσταση και συμμερίστηκε κατοπινά όλες τις εναλλαγές της μοίρας της. Ο Κορνίλοβ, τότε ανώτατος διοικητής της στρατιωτικής περιοχής της Πετρούπολης, βεβαίωνε πως από τις αποθήκες του πυροβολικού είχαν εξαφανιστεί τις μέρες της ανατροπής της μοναρχίας τριάντα χιλιάδες πιστόλια και σαράντα χιλιάδες τουφέκια. Πέρα απ’ αυτό, σημαντική ποσότητα όπλων έπεσε στα χέρια του λαού ύστερα από τον αφοπλισμό της αστυνομίας και χάρη στα φιλικά συντάγματα. Όταν ζήτησαν την παράδοση των όπλων, κανένας δεν απάντησε. Η επανάσταση διδάσκει πως πρέπει να εκτιμάμε πολύ το τουφέκι. Οι οργανωμένοι εργάτες μπόρεσαν ωστόσο να προμηθευτούν πολύ λίγα απ’ αυτά.
Τους τέσσερις πρώτους μήνες το ζήτημα της εξέγερσης δεν έμπαινε καθόλου για τους εργάτες. Το δημοκρατικό καθεστώς της διαρχίας άνοιγε στους μπολσεβίκους τη δυνατότητα να κατακτήσουν την πλειοψηφία μέσα στα σοβιέτ. Οι εργατικοί λόχοι, τα ντρουζίνι, των ελεύθερων σκοπευτών αποτελούσαν στοιχείο της δημοκρατικής μιλίτσιας. Μα όλα αυτά ήταν περισσότερο τύπος παρά ουσία. Το τουφέκι στα χέρια του εργάτη συμβόλιζε μιαν ολότελα διαφορετική ιστορική πραγματικότητα απ’ ό,τι στα χέρια του φοιτητή.
Το γεγονός ότι οι εργάτες ήταν εφοδιασμένοι με όπλα ανησύχησε τις κατέχουσες τάξεις από την πρώτη στιγμή, γιατί έτσι μετατοπιζόταν απότομα ο συσχετισμός των δυνάμεων στα εργοστάσια. Στην Πετρούπολη όπου ο κρατικός μηχανισμός, υποστηριζόμενος από την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, αντιπροσώπευε στην αρχή μιαν αναμφισβήτητη δύναμη, η εργατική μιλίτσια δεν φαινόταν ακόμα τόσο απειλητική. Όμως στις βιομηχανικές περιοχές της επαρχίας το δυνάμωμα της εργατικής φρουράς σήμαινε ανατροπή όλων των σχέσεων, όχι μόνο στο εσωτερικό της επιχείρησης μα και πολύ ευρύτερα απ’ αυτό. Οι οπλισμένοι εργάτες καθαιρούσαν τους επιστάτες, τους μηχανικούς, ακόμα και τους συλλαμβάνανε. Με απόφαση των εργοστασιακών συνελεύσεων οι κόκκινοι φρουροί πληρώνονταν συχνά από το ταμείο των επιχειρήσεων. Στα Ουράλια, όπου είναι πλούσιες οι παραδόσεις της πάλης των παρτιζάνων του 1905, οι εργατικοί λόχοι των ελεύθερων σκοπευτών επέβαλλαν την τάξη κάτω από τη διεύθυνση παλιών αγωνιστών. Οι οπλισμένοι εργάτες παραμέρισαν σχεδόν αδιόρατα την επίσημη εξουσία, αντικατασταίνοντάς την με τα όργανα των σοβιέτ. Το σαμποτάρισμα που γινόταν από τους ιδιοκτήτες και τους διαχειριστές επέβαλλε στους εργάτες την υποχρέωση να προστατέψουν τις επιχειρήσεις: μηχανές, αποθήκες, αποθέματα σε κάρβουνο και πρώτες ύλες. Οι ρόλοι είχαν ανατραπεί. Ο εργάτης έσφιγγε γερά στα χέρια του το τουφέκι για να υπερασπιστεί το εργοστάσιο, όπου έβλεπε την ίδια την πηγή της δύναμής του. Έτσι τα στοιχεία της εργατικής δικτατορίας εγκαθιδρύονταν στα εργοστάσια και στις συνοικίες προτού ακόμα το προλεταριάτο στο σύνολό του καταλάβει την κρατική εξουσία.
Καθρεφτίζοντας όπως πάντα τους φόβους των ιδιοκτητών, οι συμφιλιωτές αντιτάσσονταν μ’ όλες τους τις δυνάμεις στον εξοπλισμό των εργατών της πρωτεύουσας, περιορίζοντάς τον στο ελάχιστο. Κατά τον Μινίτσεβ, όλος ο οπλισμός της συνοικίας της Νάρβα αποτελούνταν «από καμιά δεκαπενταριά τουφέκια και μερικά πιστόλια». Στο μεταξύ, στην πόλη πλήθαιναν οι διαρπαγές και οι βιαιοπραγίες. Απ’ όλες τις μεριές έφταναν ανησυχαστικές φήμες, προάγγελοι καινούργιων τρανταγμών. Την παραμονή της εκδήλωσης του Ιούλη περίμεναν να δουν τη συνοικία να καίγεται. Οι εργάτες ζητούσαν όπλα, χτυπώντας όλες τις πόρτες και καμιά φορά σπάζοντάς τες.
Από την εκδήλωση της 3 του Ιούλη οι εργάτες του Πουτίλοβ αποκομίσανε ένα τρόπαιο: ένα πολυβόλο με πέντε κιβώτια γεμιστήρες. «Κάναμε σαν μικρά παιδιά απ’ τη χαρά μας» – διηγείται ο Μινίτσεβ. Ορισμένα εργοστάσια ήταν καλύτερα οπλισμένα. Κατά τα λεγόμενα του Λίτσκοβ, οι εργάτες του εργοστασίου του είχαν ογδόντα τουφέκια και είκοσι μεγάλα πιστόλια. Ολόκληρος θησαυρός! Διαμέσου του επιτελείου της Κόκκινης Φρουράς πέτυχαν δύο πολυβόλα: το ένα το στήσανε στην τραπεζαρία, το άλλο στο ανώγι. «Αρχηγός μας» –διηγείται ο Λίτσκοβ– «ήταν ο Κοτσερόβσκι και οι πιο στενοί συνεργάτες του ήταν ο Τομτσάκ, που σκοτώθηκε από τους λευκοφρουρούς στα Οκτωβριανά κοντά στο Τσάρσκογιε-Σελό και ο Γεφίμοφ που τουφεκίστηκε από τις συμμορίες των λευκών έξω από το Γιάμπουργκ». Αυτές οι λιτές γραμμές μάς επιτρέπουν να ρίξουμε μια ματιά μέσα στο εργαστήριο των εργοστασίων όπου διαμορφώνονταν τα στελέχη της εξέγερσης του Οκτώβρη και του μελλοντικού Κόκκινου Στρατού, όπου ξεδιαλέγονταν, συνήθιζαν να διοικούν, ατσαλώνονταν οι Κομτσάκ, οι Γεφίμοφ, εκατοντάδες και χιλιάδες ανώνυμοι εργάτες που αφού κατακτήσανε την εξουσία την υπεράσπισαν ατρόμητα από τον εχθρό κ’ έπεσαν, στη συνέχεια, σ’ όλα τα πεδία των μαχών.
Τα γεγονότα του Ιούλη μεταβάλλουν μονομιάς την κατάσταση της Κόκκινης Φρουράς. Ο αφοπλισμός των εργατών γίνεται πλέον ολότελα ανοιχτά, όχι με την πειθώ μα με τη χρήση της βίας. Κάνοντας τάχα πως παραδίνουν όπλα, οι εργάτες δεν δίνουν ωστόσο παρά παλιοσίδερα. Ό,τι αξίζει κάτι, το κρύβουν καλά. Τα τουφέκια μοιράζονται σε έμπιστα μέλη του κόμματος. Τα πολυβόλα γρασάρονται και θάβονται. Τα αποσπάσματα της Φρουράς αναδιπλώνονται και περνούν στην παρανομία, ενώ δένονται πιο στενά με τους μπολσεβίκους.
Το έργο του εξοπλισμού των εργατών ήταν αρχικά συγκεντρωμένο στα χέρια των εργοστασιακών επιτροπών, καθώς και των συνοικιακών επιτροπών του κόμματος. Αναλαμβάνοντας ύστερα από τη συντριβή του Ιούλη, η Στρατιωτική Οργάνωση των μπολσεβίκων, που προηγούμενα είχε δουλέψει μόνο μέσα στη φρουρά και στο μέτωπο, καταπιάστηκε για πρώτη φορά με την εκπαίδευση της Κόκκινης Φρουράς προμηθεύοντας στους εργάτες εκπαιδευτές και σ’ ορισμένες περιπτώσεις όπλα. Η προοπτική της ένοπλης εξέγερσης, χαραγμένη από το κόμμα, προετοιμάζει σιγά-σιγά τους προχωρημένους εργάτες για έναν καινούργιο προορισμό της Κόκκινης Φρουράς: δεν είναι πια η πολιτοφυλακή των εργοστασίων και των εργατικών συνοικιών, είναι τα στελέχη του αυριανού στρατού της εξέγερσης.
Τον Αύγουστο οι «πυρκαγιές» στα εργοστάσια και στις φάμπρικες έγιναν συχνότερες. Στη διαδοχή των κρίσεων, κάθε κρίση ακολουθεί κ’ ένα σπασμό της ομαδικής συνείδησης που εξαπολύει μπροστά της ένα κύμα συναγερμού. Οι εργοστασιακές επιτροπές δούλευαν εντατικά για να προστατέψουν τις επιχειρήσεις από αντεπαναστατικές απόπειρες. Τα κρυμμένα τουφέκια βγαίνουν στην επιφάνεια.
Το κίνημα του Κορνίλοβ νομιμοποιεί οριστικά την Κόκκινη Φρουρά. Στους εργατικούς λόχους γράφονται κάπου είκοσι πέντε χιλιάδες άντρες που -να πούμε την αλήθεια- κάθε άλλο παρά μπορούν να τους οπλίσουν όλους με τουφέκια, ως ένα μέρος και με πολυβόλα. Από το μπαρουτάδικο του Σλούσελμπουργκ οι εργάτες κουβαλάνε πάνω στο Νέβα μια μαούνα γεμάτη χειροβομβίδες και βλήματα: εναντίον του Κορνίλοβ! Η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των συμφιλιωτών αποκρούει αυτό το δώρο των Δαναών. Οι άντρες της Κόκκινης Φρουράς στο προάστιο του Βίμποργκ μοίρασαν τη νύχτα κείνο το επικίνδυνο πεσκέσι στις συνοικίες.
«Η εκπαίδευση στην τέχνη να χρησιμοποιείς το τουφέκι, που γινόταν προηγούμενα μέσα σε διαμερίσματα και τρώγλες» –διηγείται ο εργάτης Σκορίνκο– «γινότανε τώρα στον ανοιχτό αέρα, στους κήπους και στα βουλεβάρτα». «Το εργαστήριο μετατράπηκε σε έμπεδο» – λέει ο εργάτης Ρακίτοβ στις Αναμνήσεις του. «Πίσω από τους πάγκους της δουλειάς στέκονται οι τορναδόροι με το σακίδιο περασμένο σταυρωτά στον ώμο και το τουφέκι πάνω στη μηχανή». Σε λίγο στο εργοστάσιο όπου κατασκευάζονταν οι μπόμπες, όλοι γράφτηκαν στη Φρουρά εκτός από τους παλιούς σοσιαλεπαναστάτες και μενσεβίκους. Ύστερα από το σύνθημα της σειρήνας, όλοι παρατάσσονται στην αυλή για την άσκηση. «Πλάι-πλάι ο γενειοφόρος εργάτης και ο νεαρός μαθητευόμενος ακούν κ’ οι δυο προσεχτικά τον εκπαιδευτή...». Ενώ εξαρθρωνόταν οριστικά ο παλιός στρατός του τσάρου, στα εργοστάσια έμπαιναν οι βάσεις του μελλοντικού Κόκκινου Στράτου.
Μόλις ο κίνδυνος που αντιπροσώπευε ο Κορνίλοβ είχε ξεπεραστεί, οι συμφιλιωτές βάλθηκαν να φρενάρουν την εκτέλεση των υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει: για τριάντα χιλιάδες εργάτες του Πουτίλοβ παρέδωσαν συνολικά μόνο τριακόσια τουφέκια. Σε λίγο σταμάτησαν ολότελα να χορηγούν όπλα: ο κίνδυνος πλησίαζε τώρα όχι απ’ τα δεξιά, μα απ’ τα αριστερά· έπρεπε να ζητήσουν προστασία όχι πια στους προλετάριους μα στους γιούνκερ.
Η έλλειψη άμεσου πρακτικού σκοπού και η ανεπάρκεια του εξοπλισμού προκάλεσαν το αποτράβηγμα κάποιων εργατών από την Κόκκινη Φρουρά. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια σύντομη παύση. Τα βασικά στελέχη είχαν τον καιρό να στεριώσουν μέσα σε κάθε επιχείρηση. Ανάμεσα στους διάφορους εργατικούς λόχους αναπτύσσονταν γεροί δεσμοί. Τα στελέχη ξέρουν από πείρα πως έχουν σοβαρές εφεδρείες, που την ώρα του κινδύνου μπορούν να σηκωθούν στο πόδι.
Το πέρασμα του Σοβιέτ στα χέρια των μπολσεβίκων μεταβάλλει ριζικά την κατάσταση της Κόκκινης Φρουράς. Από κατατρεγμένη ή απλώς ανεκτή που ήταν προηγούμενα, γίνεται επίσημο όργανο του Σοβιέτ που απλώνει κιόλας το χέρι προς την εξουσία. Οι εργάτες βρίσκουν συχνά μόνοι τους τον τρόπο να προμηθευτούν όπλα και δεν ζητάνε από το Σοβιέτ παρά μόνο την εξουσιοδότηση. Από το τέλος του Σεπτέμβρη, ιδιαίτερα από τις 10 του Οκτώβρη, οι ετοιμασίες της εξέγερσης έχουν μπει ανοιχτά στην ημερήσια διάταξη. Ένα μήνα πριν απ’ το ξεσήκωμα, σε πολλές δεκάδες εργοστάσια και φάμπρικες της Πετρούπολης επιδίδονται εντατικά στη στρατιωτική άσκηση, κυρίως στη σκοποβολή. Κατά τα μέσα του Οκτώβρη το ενδιαφέρον για το χειρισμό των όπλων μεγαλώνει ολοένα. Σε ορισμένες επιχειρήσεις σχεδόν όλοι γράφονται στους λόχους.
Όλο και πιο ανυπόμονα οι εργάτες αξιώνουν όπλα από το Σοβιέτ, μα τα τουφέκια είναι ασύγκριτα λιγότερα από τα χέρια που απλώνονται για να τα πάρουν. «Πήγαινα κάθε μέρα στο Σμόλνι» –διηγείται ο μηχανικός Κοσμίν– «κ’ έβλεπα πώς, πριν και μετά τη συνεδρίαση του Σοβιέτ, εργάτες και ναύτες πλησίαζαν τον Τρότσκι, προσφέροντας ή ζητώντας όπλα για τους εργάτες, δίνοντας λογαριασμό για τη διανομή αυτών των όπλων και θέτοντας ερωτήματα: Πότε λοιπόν θ’ αρχίσουμε; Η ανυπομονησία ήταν μεγάλη...».
Τυπικά η Κόκκινη Φρουρά μένει ανεξάρτητη από τα κόμματα. Όσο όμως τα πράγματα προχωράνε προς τη λύση του δράματος, τόσο πιο πολύ οι μπολσεβίκοι περνάνε στο πρώτο πλάνο: αυτοί αποτελούν τον πυρήνα κάθε λόχου, έχουν στα χέρια τους το μηχανισμό της διοίκησης, το σύνδεσμο με τις άλλες επιχειρήσεις και τις συνοικίες. Οι εξωκομματικοί εργάτες και οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες ακολουθούν τους μπολσεβίκους.
Ωστόσο ακόμα και τώρα, παραμονή της εξέγερσης, οι γραμμές της Κόκκινης Φρουράς είναι ακόμα πολύ αραιές. Στις 16 ο Ουρίτσκι, μέλος της μπολσεβίκικης Κεντρικής Επιτροπής, υπολόγιζε τον εργατικό στρατό της Πετρούπολης σε σαράντα χιλιάδες ξιφολόγχες. Ο αριθμός είναι μάλλον υπερβολικός. Οι πηγές του εξοπλισμού παράμεναν ακόμα πολύ περιορισμένες: όση κι αν ήταν η αδυναμία της κυβέρνησης, δεν μπορούσες να καταλάβεις τα οπλοστάσια αλλιώς παρά μπαίνοντας στο δρόμο της εξέγερσης.
Στις 22 του Οκτώβρη έγινε η συνδιάσκεψη της Κόκκινης Φρουράς όλης της πόλης: μια εκατοντάδα πληρεξούσιοι αντιπροσώπευαν κάπου είκοσι χιλιάδες πολεμιστές. Ο αριθμός δεν πρέπει να παρθεί πάρα πολύ τοις μετρητοίς: οι γραμμένοι δεν ήταν όλοι ενεργοί· σ’ αντιστάθμισμα, τις κρίσιμες στιγμές οι εθελοντές συνέρρεαν σε μεγάλο αριθμό στα αποσπάσματα. Ο κανονισμός που εγκρίθηκε την άλλη μέρα από τη Συνδιάσκεψη ορίζει την Κόκκινη Φρουρά σαν «οργάνωση των ένοπλων δυνάμεων του προλεταριάτου για την καταπολέμηση της αντεπανάστασης και την υπεράσπιση των κατακτήσεων της επανάστασης». Ας σημειώσουμε αυτό: είκοσι τέσσερις ώρες πριν από την εξέγερση το πρόβλημα ορίζεται με όρους άμυνας και όχι επίθεσης.
Βασικός σχηματισμός είναι η δεκαρχία· τέσσερις δεκαρχίες αποτελούν μια διμοιρία, τρεις διμοιρίες σχηματίζουν ένα λόχο· τρεις λόχοι, ένα τάγμα. Μαζί με τη διοίκηση και τις ειδικές μονάδες, το τάγμα έχει πάνω από πεντακόσιους άντρες. Τα τάγματα της περιοχής αποτελούν ένα απόσπασμα. Στα μεγάλα εργοστάσια, όπως του Πουτίλοβ, δημιουργούν αυτόνομα αποσπάσματα. Τα ειδικά συνεργεία από τεχνικούς –σκαπανείς, αυτοκινητιστές, τηλεγραφητές, πολυβολητές, πυροβολητές– είναι στρατολογημένα στις αντίστοιχες επιχειρήσεις και προσαρτημένα στα αποσπάσματα πεζικού, ή ενεργούν ανεξάρτητα, ανάλογα με το χαρακτήρα του έργου. Όλη η διοίκηση είναι αιρετή. Δεν υπάρχει σ’ αυτό κανένας κίνδυνος: όλοι εδώ είναι εθελοντές και γνωρίζονται καλά μεταξύ τους.
Οι εργάτες δημιουργούν νοσοκομειακά αποσπάσματα. Στο εργοστάσιο κατασκευής στρατιωτικού υγειονομικού υλικού γίνονται μαθήματα για νοσοκόμες. «Σχεδόν σ’ όλα τα εργοστάσια» –γράφει η Τατιάνα Γκραφ– «υπάρχουν κιόλας κανονικές υπηρεσίες από εργάτριες που εργάζονται σαν νοσοκόμες, εφοδιασμένες με το απαραίτητο υλικό επίδεσης». Η οργάνωση είναι πολύ φτωχή σε χρηματικά και τεχνικά μέσα. Σιγά-σιγά οι εργοστασιακές επιτροπές στέλνουν υλικό για τα κινητά νοσοκομεία και τα εθελοντικά σώματα. Στις ώρες της εξέγερσης από αδύναμοι πυρήνες θα αναπτυχθούν γοργά: θα βρεθούν αμέσως στη διάθεσή τους σημαντικά τεχνικά μέσα. Στις 24 το Σοβιέτ της συνοικίας του Βίμποργκ προστάζει αυτά: «Να επιταχθούν αμέσως όλα τα αυτοκίνητα... Να καταγραφεί όλο το υλικό επίδεσης για κινητά νοσοκομεία και να εγκατασταθούν φρουρές σ’ αυτά».
Ολοένα και περισσότεροι εξωκομματικοί εργάτες έρχονταν να ασκηθούν στη σκοποβολή και στους ελιγμούς. Ο αριθμός των φυλακίων μεγάλωνε. Στα εργοστάσια η φρούρηση ήταν εξασφαλισμένη μέρα και νύχτα. Τα επιτελεία της Κόκκινης Φρουράς εγκαταστάθηκαν στα πιο ευρύχωρα κτήρια.
Στις 23 Οκτώβρη, στο καλυκοποιείο προχώρησαν στην εξέταση των γνώσεων των κόκκινων φρουρών. Η απόπειρα ενός μενσεβίκου να μιλήσει εναντίον του ξεσηκωμού πνίγηκε μέσα σε θύελλα αγανάκτησης: αρκετά, ο καιρός των συζητήσεων έχει περάσει! Το κίνημα είναι ασυγκράτητο, κατακτάει ακόμα και τους μενσεβίκους. Αυτοί «κατατάσσονται στην Κόκκινη Φρουρά» –διηγείται η Τατιάνα Γκραφ– «παίρνουν μέρος σε όλες τις διαταγμένες υπηρεσίες και δείχνουν ακόμα και πρωτοβουλία». Ο Σκορίνκο περιγράφει πώς στις 23 συναδελφώθηκαν στο απόσπασμα, με τους μπολσεβίκους, οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι, οι νέοι και οι γέροι, και πώς ο ίδιος ο Σκορίνκο αγκάλιασε με αγαλλίαση τον πατέρα του, εργάτη στο ίδιο εργοστάσιο. Ο εργάτης Πεσκοβόι διηγείται: Στο ένοπλο απόσπασμα «υπήρχαν νεαροί εργάτες γύρω στα δεκάξι και παλιοί που πήγαιναν στα πενήντα». Το ανακάτεμα στις ηλικίες έδινε «ζωντάνια και μαχητικό πνεύμα».
Το προάστιο του Βίμποργκ προετοιμαζόταν για τη μάχη με ζέση ολότελα ξεχωριστή. Αρπάζουν τα κλειδιά των κινητών γεφυριών που ενώνουν το προάστιο, μελετούν τα τρωτά σημεία της συνοικίας, εκλέγουν την Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή τους, οι εργοστασιακές επιτροπές έχουν εγκαταστήσει μόνιμες υπηρεσίες. Με δικαιολογημένη περηφάνια ο Καγιούροβ γράφει για τους εργάτες του Βίμποργκ: «Ήταν οι πρώτοι που μπήκαν σε αγώνα με την απολυταρχία, οι πρώτοι που επιβάλανε στην περιοχή τους το οχτάωρο, οι πρώτοι που βγήκαν στους δρόμους με το όπλο στο χέρι να διαμαρτυρηθούν ενάντια στους δέκα καπιταλιστές υπουργούς, οι πρώτοι που διαμαρτυρήθηκαν στις 7 Ιούλη για τις διώξεις ενάντια στο κόμμα μας, και δεν ήταν οι τελευταίοι στην αποφασιστική μέρα της 25 του Οκτώβρη». Το σωστό σωστό!
Η ιστορία της Κόκκινης Φρουράς είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της δυαδικής εξουσίας: τούτη δω, με τις εσωτερικές αντιφάσεις της και τις συγκρούσεις της, έδινε στους εργάτες μεγαλύτερη ευκολία για να δημιουργήσουν, κιόλας πριν απ’ την εξέγερση, μια επιβλητική ένοπλη δύναμη. Να κάνεις τον απολογισμό των εργατικών αποσπασμάτων σ’ όλη τη χώρα τη στιγμή της εξέγερσης, είναι έργο σχεδόν απραγματοποίητο, τουλάχιστο στην τωρινή στιγμή. Όπως και να ’ναι, δεκάδες και δεκάδες χιλιάδες ένοπλοι εργάτες αποτελούσαν τη στελέχωση της εξέγερσης. Οι εφεδρείες ήταν σχεδόν ανεξάντλητες.
Ωστόσο, η οργάνωση της Κόκκινης Φρουράς απείχε, ολοφάνερα, από την τελειότητα. Όλα γίνονταν βιαστικά, χοντρικά, κι όχι πάντα επιδέξια. Οι κόκκινοι φρουροί ήταν στο μεγαλύτερό τους μέρος κακά προετοιμασμένοι, οι υπηρεσίες σύνδεσης δεν λειτουργούσαν καλά, ο ανεφοδιασμός κούτσαινε, η νοσοκομειακή εργασία καθυστερούσε. Όμως, στελεχωμένη με τους εργάτες με το πιο υψηλό πνεύμα αυτοθυσίας, η Κόκκινη Φρουρά φλεγόταν από την επιθυμία να φέρει αυτή τη φορά την πάλη ως το τέλος. Κι αυτό είναι που έκρινε την υπόθεση.
Η διαφορά ανάμεσα στα εργατικά αποσπάσματα και τα αγροτικά συντάγματα δεν καθοριζόταν μόνο από την ιδιαίτερη κοινωνική τους σύνθεση. Πολλοί από κείνους τους χοντροκέφαλους στρατιώτες, αφού γυρίσουν στα χωριά τους και μοιραστούν τη γη των γαιοκτημόνων, θα πολεμήσουν απεγνωσμένα εναντίον των λευκοφρουρών, πρώτα στα παρτιζάνικα αποσπάσματα, έπειτα στον Κόκκινο Στρατό. Ανεξάρτητα απ’ την κοινωνική διαφορά, υπάρχει μια άλλη διαφορά, πιο άμεση: ενώ η στρατιωτική φρουρά αποτελεί μιαν αναγκαστική συσσωμάτωση από παλιούς στρατιώτες που έκαναν τον πόλεμο, τα αποσπάσματα της Κόκκινης Φρουράς είναι ολότελα καινουργιοφτιαγμένα, με ατομική επιλογή, πάνω σε καινούργια βάση και για καινούργιους σκοπούς.
Η Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή διαθέτει κ’ ένα τρίτο όπλο: τους ναύτες της Βαλτικής. Από κοινωνική σύνθεση είναι πολύ πιο κοντά στους εργάτες απ’ ό,τι το πεζικό. Υπάρχουν ανάμεσά τους όχι λίγοι εργάτες απ’ την Πετρούπολη. Το πολιτικό επίπεδο του ναύτη είναι άπειρα ανώτερο από του φαντάρου. Διαφέροντας από τους ελάχιστα μαχητικούς έφεδρους, που είχαν ξεχάσει τη χρήση του τουφεκιού, οι ναύτες δεν είχαν διακόψει την ενεργό υπηρεσία.
Για τις αποφασιστικές επιχειρήσεις μπορούσε κανείς σταθερά να υπολογίζει στους ένοπλους κομμουνιστές, στα αποσπάσματα της Κόκκινης Φρουράς, στην πρωτοπορία των ναυτών και στα καλύτερα διατηρημένα συντάγματα. Τα στοιχεία αυτής της στρατιωτικής συσσωμάτωσης αλληλοσυμπληρώνονταν: Η πολυάριθμη στρατιωτική φρουρά δεν είχε αρκετή θέληση για την πάλη. Τα αποσπάσματα των ναυτών δεν ήταν αρκετά ισχυρά σε αριθμό. Από την Κόκκινη Φρουρά έλειπε η πείρα. Οι εργάτες, μαζί με τους ναύτες, πρόσφεραν ενεργητικότητα, τόλμη, ορμή. Τα συντάγματα της φρουράς αποτελούσαν μιαν εφεδρεία δυσκολοκίνητη που επιβαλλόταν με τον αριθμό της και ήταν συντριπτική με τη μάζα της.
Ζώντας καθημερινά πλάι στους εργάτες, τους στρατιώτες και τους ναύτες, οι μπολσεβίκοι αντιλαμβάνονταν πολύ καλά τις βαθιές ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στα στοιχεία του στρατού που θα οδηγούσανε στη μάχη. Πάνω στον υπολογισμό αυτών των διαφορών είχε θεμελιωθεί σε μεγάλο μέρος το ίδιο το σχέδιο της εξέγερσης.
Η κοινωνική δύναμη του άλλου στρατοπέδου αποτελούνταν από τις κατέχουσες τάξεις. Αυτό σημαίνει πως αυτές προσδιόριζαν τη στρατιωτική αδυναμία του. Τα σπουδαία πρόσωπα του κεφαλαίου, του Τύπου, της πανεπιστημιακής έδρας, πού λοιπόν και πότε είχαν πολεμήσει; Τα αποτελέσματα των αγώνων που προσδιόριζαν την ίδια τους την τύχη, είχαν τη συνήθεια να τα πληροφορούνται από το τηλέφωνο ή τον τηλέγραφο. Και η νέα γενιά, οι γιοι, οι φοιτητές; Ήτανε σχεδόν όλοι εχθρικοί στην εξέγερση του Οκτώβρη.
Οι περισσότεροι όμως απ’ αυτούς, μαζί με τους πατεράδες τους, στέκονταν παράμερα περιμένοντας την έκβαση της μάχης. Ένα μέρος προσκολλήθηκε αργότερα στους αξιωματικούς και τους γιούνκερ που, ήδη από τα πριν, στρατολογούνταν σε μεγάλο βαθμό ανάμεσα στους φοιτητές. Οι ιδιοκτήτες δεν είχανε το λαό με το μέρος τους. Οι εργάτες, οι στρατιώτες, οι χωρικοί είχαν στραφεί εναντίον τους. Η κατάρρευση των συμφιλιωτικών κομμάτων έδειχνε πως οι κατέχουσες τάξεις είχανε μείνει δίχως στρατό.
Αν στη ζωή των νεότερων κρατών οι σιδηροτροχιές έχουν τη σπουδαιότητά τους, το ζήτημα των σιδηροδρομικών καταλάμβανε στους πολιτικούς υπολογισμούς των δύο στρατοπέδων σημαντική θέση. Η ιεραρχική διάρθρωση του προσωπικού των σιδηροδρόμων άνοιγε δυνατότητες σε ένα υπέρμετρο πολιτικό ανακάτεμα, δημιουργώντας έτσι ευνοϊκούς όρους για τους συμφιλιωτές διπλωμάτες. Το Βίκζελ, η Πανρωσική Εκτελεστική Επιτροπή των Σιδηροδρομικών, που είχε σχηματιστεί αργοπορημένα, διατηρούσε ρίζες πολύ πιο γερές μέσα στους κύκλους των υπαλλήλων, ακόμα και των εργατών, απ’ ό,τι λόγου χάρη οι Επιτροπές Στρατιάς στο μέτωπο. Οι μπολσεβίκοι στους σιδηρόδρομους δεν ακολουθούνταν παρά από μια μειοψηφία, κυρίως από τα μηχανοστάσια και τα εργοστάσια. Σύμφωνα με την έκθεση του Σμιντ, ενός από τους μπολσεβίκους ηγήτορες του συνδικαλιστικού κινήματος, οι σιδηροδρομικοί που βρίσκονταν πιο κοντά στο κόμμα ήταν εκείνοι που εργάζονταν στα δίκτυα της Πετρούπολης και της Μόσχας.
Όμως, ακόμα και μέσα στη συμφιλιωτική μάζα των εργατοϋπαλλήλων, έγινε απότομη μεταστροφή προς τα αριστερά από τη στιγμή της σιδηροδρομικής απεργίας, στο τέλος του Σεπτέμβρη. Η δυσαρέσκεια εναντίον του Βίκζελ, που είχε διασυρθεί με τις δολιχοδρομίες του, ανέβαινε ολοένα και πιο αποφασιστική. Ο Λένιν σημείωνε ότι «οι στρατιές των σιδηροδρομικών και των ταχυδρομικών υπαλλήλων εξακολουθούν να βρίσκονται σε οξεία σύγκρουση με την κυβέρνηση». Από την άποψη των άμεσων προβλημάτων της εξέγερσης, αυτό ήταν σχεδόν αρκετό.
Η κατάσταση ήταν λιγότερο ευνοϊκή στη διοίκηση των ταχυδρομείων και τηλεγραφείων. Κατά τον μπολσεβίκο Μπόκι, «πλάι στις τηλεγραφικές συσκευές φυλάνε σκοποί κυρίως καντέτοι». Μα και δω ακόμα, το κατώτερο προσωπικό αντιτασσόταν με εχθρότητα στις κορυφές. Ανάμεσα στους ταχυδρομικούς διανομείς υπήρχε μια ομάδα έτοιμη να καταλάβει την κατάλληλη στιγμή το ταχυδρομείο.
Να πείσεις όλους τους σιδηροδρομικούς και τους ταχυδρομικούς υπάλληλους μόνο με το λόγο, ήταν σε κάθε περίπτωση ανώφελο και να το σκεφτείς. Αν οι μπολσεβίκοι ήταν διστακτικοί, οι καντέτοι και οι συμφιλιωτικές κορυφές θα ’χαν υπερτερήσει. Αν η επαναστατική διεύθυνση ήταν αποφασιστική, η βάση έπρεπε άφευκτα να τραβήξει πίσω της τα ενδιάμεσα στρώματα και ν’ απομονώσει τους ηγήτορες του Βίκζελ. Στους υπολογισμούς της επανάστασης, μόνη της η στατιστική δεν φτάνει: χρειάζεται ο συντελεστής της ζωντανής δράσης.
Οι αντίπαλοι της εξέγερσης μέσα στις ίδιες τις γραμμές του μπολσεβίκικου κόμματος έβρισκαν, ωστόσο, αρκετά πατήματα για πεσιμιστικά συμπεράσματα. Ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ ερμηνεύανε να μην υποτιμάμε τις δυνάμεις του αντίπαλου. «Η Πετρούπολη αποφασίζει, όμως στην Πετρούπολη οι εχθροί διαθέτουν σημαντικές δυνάμεις: πέντε χιλιάδες γιούνκερ τέλεια εξοπλισμένους και που ξέρουν να πολεμάνε, ένα επιτελείο, συν συντάγματα κρούσης, συν Κοζάκους, συν μεγάλο μέρος της φρουράς, συν σημαντικότατο πυροβολικό απλωμένο σε βεντάλια γύρω από την Πετρούπολη. Πέρ’ απ’ αυτό οι αντίπαλοι, με τη βοήθεια της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, θα δοκιμάσουν σχεδόν στα σίγουρα να φέρουν στρατό από το μέτωπο...». Η απαρίθμηση είναι επιβλητική, μα δεν είναι παρά απαρίθμηση. Av συνολικά ο στρατός είναι κοινωνική συσσωμάτωση, όταν χωρίζει ανοιχτά στα δυο, οι δυο στρατοί είναι οι συσσωματώσεις των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Ο στρατός των ιδιοκτητών έφερνε μέσα του το σαράκι της απομόνωσης και της φθοράς.
Τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα χαρτοπαίγνια, ύστερα από τη ρήξη του Κερένσκι με τον Κορνίλοβ, ξεχείλιζαν από αξιωματικούς εχθρικούς στην κυβέρνηση. Ωστόσο, το μίσος τους απέναντι στους μπολσεβίκους ήταν άπειρα πιο έντονο. Κατά γενικό κανόνα, η μεγαλύτερη δραστηριότητα προς όφελος της κυβέρνησης εκδηλωνόταν από τη μεριά των μοναρχικών αξιωματικών. «Αγαπητοί Κορνίλοβ και Κρίμοβ, εκείνο που δεν μπορέσατε να κάνετε εσείς, θα το επιτύχουμε ίσως εμείς, με τη βοήθεια του Θεού...». Τέτοια είναι η επίκληση του αξιωματικού Σινεγκούμπ, ενός από τους πιο γενναίους υπερασπιστές των Χειμερινών Ανακτόρων τη μέρα της εξέγερσης. Μα ήταν ωστόσο σπάνιες οι μονάδες που έδειξαν πραγματικά διάθεση για πάλη, μ’ όλο που το σώμα των αξιωματικών ήταν πολυάριθμο. Ήδη η συνωμοσία του Κορνίλοβ είχε δείξει ότι το σώμα των αξιωματικών, βαθιά αποθαρρημένων, δεν αποτελούσε μαχητική δύναμη.
Η κοινωνική σύνθεση των γιούνκερ είναι ετερογενής - δεν υπήρχε ομοφωνία ανάμεσά τους. Πλάι σε στρατιωτικούς «κληρονομικώ δικαίω», παιδιά κ’ εγγόνια αξιωματικών, υπάρχουν κάμποσα τυχοδιωκτικά στοιχεία στρατολογημένα για τις ανάγκες του πολέμου από τον καιρό ακόμα της μοναρχίας. Ο διοικητής της Σχολής Μηχανικού λέει σ’ έναν αξιωματικό: «Εσύ κ’ εγώ είμαστε καταδικασμένοι... δεν είμαστε ευγενείς και μπορούμε να σκεφτούμε διαφορετικά;». Σχετικά με τους γιούνκερ δημοκρατικής προέλευσης, κείνοι οι φαντασμένοι κύριοι, που είχαν αποφύγει με επιτυχία έναν ευγενή θάνατο, μιλάνε γι’ αυτούς σαν για ασχημομούρηδες, μουζίκους, «με χυδαία και άξεστα χαρακτηριστικά». Μια γραμμή έχει βαθιά χαραχτεί ανάμεσα στους κοκκινοαίματους και γαλαζοαίματους ανθρώπους μέσα στις σχολές των γιούνκερ, και δω, για την υπεράσπιση της δημοκρατικής εξουσίας, μεγαλύτερο ζήλο δείχνουν ίσα-ίσα εκείνοι που νοσταλγούν περισσότερο τη μοναρχία. Οι δημοκρατικοί γιούνκερ δηλώνουν πως δεν είναι με τον Κερένσκι μα με την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή. Η επανάσταση είχε για πρώτη φορά ανοίξει τις πόρτες των σχολών γιούνκερ στους Εβραίους. Προσπαθώντας να μην υστερήσουν απέναντι στους προνομιούχους, τα αρχοντόπουλα της εβραϊκής μπουρζουαζίας εκδηλώνουν πνεύμα εξαιρετικά φιλοπόλεμο εναντίον των μπολσεβίκων. Αλίμονο όμως, αυτό δεν φτάνει, όχι μόνο για να σώσει το καθεστώς, μα ούτε καν για να προστατέψει τα Χειμερινά Ανάκτορα. Η ετερογενής σύνθεση των στρατιωτικών σχολών και η πλήρης απομόνωσή τους από το στρατό έδιναν τούτο το αποτέλεσμα, ότι στις κρίσιμες ώρες οι γιούνκερ άρχιζαν κι αυτοί να κάνουν συγκεντρώσεις: Πώς θα φέρνονταν οι Κοζάκοι; Θα κινούνταν κανένας άλλος εκτός από μας; Άξιζε τον κόπο γενικά να πολεμήσουμε για την προσωρινή κυβέρνηση;
Σύμφωνα με την έκθεση του Ποντβόισκι, στις αρχές του Οκτώβρη υπήρχαν στις στρατιωτικές σχολές της Πετρούπολης κάπου 120 γιούνκερ σοσιαλιστές, απ’ τους οποίους 42 - 43 μπολσεβίκοι. «Οι γιούνκερ λένε πως ολόκληρη η διοίκηση των σχολών έχει αντεπαναστατικό πνεύμα. Τους προετοιμάζουν ανοιχτά, για την περίπτωση διαδηλώσεων, να συντρίψουν την εξέγερση...». Ο αριθμός των σοσιαλιστών και προπαντός των μπολσεβίκων, όπως βλέπουμε, είναι ολότελα ασήμαντος. Όμως αυτοί εδώ δίνουν στο Σμόλνι τη δυνατότητα να γνωρίζει κάθε τι το ουσιαστικό απ’ ό,τι γίνεται στο περιβάλλον των γιούνκερ. Άλλωστε, η όλη τοπογραφία των στρατιωτικών σχολών τους είναι εξαιρετικά μειονεκτική: οι γιούνκερ είναι διασπαρμένοι ανάμεσα στους στρατώνες και μ’ όλο που μιλάνε με περιφρόνηση για τους φαντάρους, τους βλέπουν με μεγάλο φόβο.
Οι φόβοι τους είναι με το παραπάνω δικαιολογημένοι. Από τους γειτονικούς στρατώνες και τις εργατικές συνοικίες χιλιάδες εχθρικά μάτια παραφυλάνε τους γιούνκερ. Η επαγρύπνηση είναι τόσο πιο αποτελεσματική όσο σε κάθε σχολή υπάρχει ένα απόσπασμα από στρατιώτες που στα λόγια τηρούν ουδετερότητα, μα στην πραγματικότητα κλίνουν με το μέρος των εξεγερμένων. Τα οπλοστάσια των σχολών είναι στα χέρια των βοηθητικών στρατιωτών. «Αυτά τα κοπρόσκυλα» –γράφει ένας αξιωματικός της Σχολής Μηχανικού– «όχι μόνο χάσανε τα κλειδιά της αποθήκης, έτσι που είχα αναγκαστεί να βάλω να σπάσουνε την πόρτα, μα ακόμα και τα κλείστρα των πολυβόλων είχαν αφαιρεθεί και κρυφτεί δεν ξέρω πού». Σε παρόμοιες περιστάσεις είναι δύσκολο να περιμένει κανείς από τους γιούνκερ θαύματα ηρωισμού.
Η εξέγερση της Πετρούπολης δεν απειλούνταν από ένα χτύπημα απ’ έξω, από τις γειτονικές φρουρές; Τις τελευταίες μέρες της ύπαρξής της, η μοναρχία δεν είχε πάψει να υπολογίζει στο μικρό στρατιωτικό δακτύλιο γύρω από την πρωτεύουσα. Η μοναρχία είχε λογαριάσει άσκημα. Μα πώς θα γινόταν αυτή τη φορά; Να εξασφαλίσεις όρους που να αποκλείουν κάθε κίνδυνο, θα ’τανε σαν να κάνεις περιττή κάθε εξέγερση: ο σκοπός της είναι ίσα-ίσα να συντρίψει εμπόδια που δεν μπορείς να εξαλείψεις με την πολιτική. Δεν μπορείς όλα να τα λογαριάσεις από τα πριν. Όμως, το κάθε τι που μπορούσε να προβλεφτεί είχε υπολογιστεί.
Στις αρχές του Οκτώβρη είχε συνέλθει στην Κροστάνδη η Συνδιάσκεψη των σοβιέτ του κυβερνείου της Πετρούπολης. Οι αντιπρόσωποι από τις γύρω φρουρές –της Γκάτσινα, του Τσάρσκογιε-Σελό, του Κράσνογιε-Σελό, του Οράνιενμπάουμ, της ίδιας της Κροστάνδης– έπιασαν την πιο ψηλή νότα, συντονισμένη με τη διαπασών των ναυτών της Βαλτικής. Με την απόφασή τους έσμιξε το Σοβιέτ των αντιπροσώπων αγροτών του κυβερνείου της Πετρούπολης: οι μουζίκοι, προσπερνώντας τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες, έκλιναν ζωηρά προς τους μπολσεβίκους.
Στη διάσκεψη της Κεντρικής Επιτροπής της 16 Οκτωβρίου, ο εργάτης Στεπάνοβ χάραζε έναν αρκετά ποικιλόχρωμο πίνακα της κατάστασης των δυνάμεων στο κυβερνείο, μα όπου κυριαρχούσαν ωστόσο καθαρά οι τόνοι του μπολσεβικισμού. Στο Σεστρορέτσκ και στο Κολπίνο οι εργάτες εξοπλίζονται, η ψυχική τους κατάσταση είναι για τη μάχη. Στο Νόβι-Πέτερχοφ η εργασία έχει σταματήσει στο αποδιοργανωμένο σύνταγμα. Στο Κράσνογιε-Σελό το 176ο σύνταγμα (το ίδιο που φρουρούσε μπροστά στο ανάκτορο της Ταυρίδας στις 4 Ιούλη) καθώς και το 172ο είναι με το μέρος των μπολσεβίκων «μα πέρα απ’ αυτό υπάρχει το ιππικό». Στη Λούγκα μια φρουρά από τριάντα χιλιάδες άντρες έχει στραφεί προς το μέρος του μπολσεβικισμού, κι ένα μέρος διστάζει· το Σοβιέτ είναι ακόμα εθνικοαμυνίτικο. Στη Γκντόβα το σύνταγμα είναι μπολσεβίκικο. Στην Κροστάνδη το ηθικό έχει καταπέσει· ο αναβρασμός της φρουράς ήταν πάρα πολύ δυνατός τους προηγούμενους μήνες, τα καλύτερα στοιχεία των ναυτών βρίσκονταν στο στόλο σε πολεμικές επιχειρήσεις. Στο Σλούσελμπουργκ, εξήντα βέρστια απ’ την Πετρούπολη, το Σοβιέτ ήταν από καιρό η μόνη εξουσία· οι εργάτες του μπαρουτάδικου ήταν έτοιμοι, οποιαδήποτε στιγμή, να υποστηρίξουν την πρωτεύουσα.
Σε συνδυασμό με τ’ αποτελέσματα της Συνδιάσκεψης των Σοβιέτ στην Κροστάνδη, τα δεδομένα για τις εφεδρείες πρώτης γραμμής μπορούν να θεωρούνται ολότελα ενθαρρυντικά. Τα κύματα που εκπορεύονταν από την εξέγερση του Φλεβάρη ήταν αρκετά για να διαλύσουν την πειθαρχία σε μεγάλη έκταση ένα γύρω. Με τόσο μεγαλύτερη σιγουριά μπορείς ν’ αντικρίζεις πλέον τις φρουρές γύρω από την πρωτεύουσα όταν οι διαθέσεις τους είναι αρκετά γνωστές από τα πριν.
Στις εφεδρείες δεύτερης γραμμής αναλογούν τα στρατεύματα του φινλανδικού και του βόρειου μετώπου. Εδώ τα πράγματα παρουσιάζονται ακόμα πιο ευνοϊκά. Η εργασία του Σμίλγκα, του Αντόνοβ και του Ντιμπένκο έδωσε ανεκτίμητα αποτελέσματα. Μαζί με τη φρουρά του Έλσιγκφορς, ο στόλος μεταβλήθηκε, στο έδαφος της Φινλανδίας, σε υπέρτατη εξουσία. Η κυβέρνηση δεν είχε πια εκεί καμιά εξουσία. Δυο κοζάκικες μεραρχίες οδηγημένες στο Έλσιγκφορς –ο Κορνίλοβ τις προόριζε για το χτύπημα εναντίον της Πετρούπολης– είχαν τον καιρό να σχετιστούν στενά με τους ναύτες και υποστήριζαν τους μπολσεβίκους ή τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες που, στο στόλο της Βαλτικής, πολύ λίγο ξεχώριζαν από τους μπολσεβίκους.
Το Έλσιγκφορς άπλωσε το χέρι στους ναύτες της βάσης του Ρεβάλ, που ήταν ως τότε λιγότερο αποφασιστικοί. Το Περιφερειακό Συνέδριο των Σοβιέτ του Βορρά, όπου η πρωτοβουλία ανήκε όμοια, όπως φαίνεται, στο στόλο της Βαλτικής, συσσωμάτωσε τα σοβιέτ από τις πιο κοντινές φρουρές της Πετρούπολης σ’ έναν κύκλο τόσο πλατύ που περιλάβαινε από τη μια μεριά τη Μόσχα κι από την άλλη τον Αρχάγγελο. «Μ’ αυτό τον τρόπο» –γράφει ο Αντόνοβ– «πραγματωνόταν η ιδέα της θωράκισης της πρωτεύουσας της επανάστασης ενάντια στις ενδεχόμενες επιθέσεις από τα στρατεύματα του Κερένσκι». Από το Συνέδριο ο Σμίλγκα ξαναγύρισε στο Έλσιγκφορς για να ετοιμάσει ένα ειδικό απόσπασμα από ναυτικό, πεζικό και πυροβολικό, που προοριζόταν ν’ αποσταλεί στην Πετρούπολη στο πρώτο σύνθημα. Η φινλανδική πτέρυγα της εξέγερσης της Πετρούπολης ήταν από τις καλύτερα εξασφαλισμένες. Από κει μπορούσες να περιμένεις όχι χτύπημα, μα σοβαρή βοήθεια.
Μα και σ’ άλλους τομείς του μετώπου τα πράγματα πήγαιναν μια χαρά, και πάντως πολύ καλύτερα απ’ ό,τι φαντάζονταν ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι μπολσεβίκοι. Στη διάρκεια του Οκτώβρη έγιναν στο στρατό καινούργιες εκλογές Επιτροπών, παντού με έκδηλη μεταβολή προς την κατεύθυνση των μπολσεβίκων. Στο σώμα το σταθμευμένο έξω από το Ντβινσκ, «οι παλιοί φρόνιμοι στρατιώτες» βρέθηκαν όλοι μαυρισμένοι στις εκλογές για τις Επιτροπές συντάγματος και λόχου· τη θέση τους την πήραν «σκοτεινά και απαίδευτα υποκείμενα... με μάτια αγριεμένα, αστραφτερά, με λυκίσια μουσούδια». Τα ίδια συμβαίνουν και σε άλλους τομείς. «Παντού γίνονταν καινούργιες εκλογές Επιτροπών και παντού εκλέγονταν μόνο μπολσεβίκοι και ντεφετιστές». Οι κυβερνητικοί κομισάριοι άρχισαν ν’ αποφεύγουν τις αποστολές στα συντάγματα: «Αυτή τη στιγμή η θέση τους δεν είναι καλύτερη από τη δική μας». Παραθέτουμε εδώ το βαρόνο Μπούντμπεργκ. Δυο συντάγματα ιππικού του σώματός του, ουσάροι και Κοζάκοι από τα Ουράλια, που είχανε μείνει περισσότερο καιρό από άλλους στα χέρια των διοικητών τους και δεν είχαν αρνηθεί να συντρίψουνε τις ανταρσίες, τα βρόντηξαν μονομιάς κάτω και ζήτησαν «να τους απαλλάξουν από το ρόλο του τιμωρού και του χωροφύλακα». Η απειλητική σημασία αυτής της προειδοποίησης ήταν ολοφάνερη για το βαρόνο. «Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις ένα συρφετό από ύαινες, τσακάλια και πρόβατα παίζοντας βιολί» –έγραφε...– «η σωτηρία βρίσκεται μόνο στη δυνατότητα μιας πολύ πλατιάς εφαρμογής του πυρωμένου σίδερου». Και δω μια τραγική ομολογία: «Αυτό το σίδερο λείπει και δεν ξέρει κανείς πού να το βρει».
Αν δεν παραθέτουμε ανάλογες μαρτυρίες για άλλα σώματα και μεραρχίες είναι μόνο γιατί οι διοικητές τους δεν ήταν τόσο παρατηρητικοί όσο ο Μπούντμπεργκ, ή δεν κρατούσαν ιδιαίτερα σημειωματάρια, ή γιατί αυτά τα σημειωματάρια δεν ήρθαν ακόμα στην επιφάνεια. Όμως το σώμα στρατού που στάθμευε έξω από το Ντβινσκ δεν ξεχώριζε σε τίποτα το ουσιαστικό από τα άλλα σώματα της 5ης στρατιάς (η οποία, άλλωστε, πολύ λίγο διέφερε από τις άλλες στρατιές) εκτός από το αισιόδοξο ύφος του διοικητή του.
Η συμφιλιωτική Επιτροπή της 5ης στρατιάς, που από καιρό ήδη είχε μείνει ξεκρέμαστη, εξακολουθούσε να στέλνει στην Πετρούπολη τηλεγραφήματα απειλώντας να αποκαταστήσει την τάξη στα μετόπισθεν με την ξιφολόγχη. «Όλα αυτά δεν είναι παρά μεγαλαυχίες, αέρας κοπανιστός», γράφει ο Μπούντμπεργκ. Η Επιτροπή ζούσε τις τελευταίες μέρες της. Στις 23 ξανάγιναν εκλογές. Πρόεδρος της καινούργιας μπολσεβίκικης Επιτροπής βγήκε ο γιατρός Σκλιάνσκι, έξοχος νεαρός οργανωτής, που δεν άργησε να ξεδιπλώσει τα ταλέντα του στον τομέα της δημιουργίας του Κόκκινου Στράτου.
Ο βοηθός του κυβερνητικού κομισάριου στο βόρειο μέτωπο ανακοίνωσε στις 22 Οκτώβρη στον υπουργό Στρατιωτικών ότι οι ιδέες του μπολσεβικισμού είχαν στο στρατό επιρροή που αύξαινε διαρκώς, ότι η μάζα ήθελε ειρήνη και ότι ακόμα και το πυροβολικό, που είχε αντισταθεί ως την τελευταία στιγμή, έτεινε ευήκοο ους «στην ντεφετιστική προπαγάνδα». Ήταν κι αυτό ένα σπουδαίο σύμπτωμα. «Η προσωρινή κυβέρνηση δεν έχει κανένα κύρος», έτσι εκφράζεται σε μιαν αναφορά του στην κυβέρνηση ένας από τους άμεσους πράκτορές της στο στρατό, τρεις μέρες πριν απ’ την εξέγερση.
Η Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή, είν’ αλήθεια, δεν γνώριζε τότε όλα αυτά τα ντοκουμέντα. Μα κείνο που ήξερε ήταν απόλυτα αρκετό. Στις 23 του Οκτώβρη, αντιπρόσωποι από διάφορες μονάδες του μετώπου παρέλασαν μπροστά στο Σοβιέτ της Πετρούπολης απαιτώντας ειρήνη: σ’ αντίθετη περίπτωση ο στρατός θα ριχνόταν πάνω στα μετόπισθεν και «θα εξολόθρευε όλα τα παράσιτα που έδειχναν διάθεση να τραβήξουν τον πόλεμο καμιά δεκαριά χρόνια ακόμα». Πάρτε την εξουσία, έλεγαν στο Σοβιέτ οι άντρες του μετώπου: «Τα χαρακώματα θα σας υποστηρίξουν».
Στα πιο απομακρυσμένα και καθυστερημένα μέτωπα, νοτιοδυτικό και ρουμανικό, οι μπολσεβίκοι σπάνιζαν ακόμα, ήταν όντα παράξενα. Όμως και κει κάτω οι διαθέσεις των στρατιωτών ήταν οι ίδιες. Η Εβγκένια Μπος διηγείται ότι στο 2ο σώμα της φρουράς που ήταν σταθμευμένο στα περίχωρα της Σμερίνκα, σε εξήντα χιλιάδες στρατιώτες υπήρχε ένας μόνο νεαρός κομμουνιστής και δυο συμπαθούντες, πράγμα που δεν εμπόδισε το σώμα στα Οκτωβριανά να κινήσει για να υποστηρίξει την εξέγερση.
Οι κυβερνητικοί κύκλοι απόθεσαν τις ελπίδες τους στο κοζάκικο ως την τελευταία ώρα. Όμως, λιγότερο τυφλοί, οι πολιτικοί του δεξιού στρατοπέδου καταλάβαιναν πως τα πράγματα κι από κείνη τη μεριά ήταν πολύ άσχημα. Οι Κοζάκοι αξιωματικοί ήταν σχεδόν όλοι κορνιλοβικοί. Οι Κοζάκοι της γραμμής έτειναν ολοένα πιο αριστερά. Στην κυβέρνηση για καιρό δεν το καταλάβαιναν αυτό, πιστεύοντας ότι η ψυχρότητα των κοζάκικων συνταγμάτων απέναντι στα Χειμερινά Ανάκτορα οφειλόταν στην τιμωρία που είχε επιβληθεί στον Καλέντιν. Τελικά όμως έγινε φανερό ακόμα και για τον υπουργό Δικαιοσύνης Μαλιάντοβιτς πως ο Καλέντιν «είχε πίσω του μόνο τους Κοζάκους αξιωματικούς, ενώ οι Κοζάκοι της γραμμής, όπως και όλοι οι στρατιώτες, έρεπαν απλούστατα προς το μπολσεβικισμό».
Από κείνο το μέτωπο, που τις πρώτες μέρες του Μάρτη φιλούσε τα χέρια και τα πόδια του φιλελεύθερου ιεροφάντη, σήκωνε θριαμβικά στα χέρια τους καντέτους υπουργούς, μεθούσε από τους λόγους του Κερένσκι και πίστευε πως οι μπολσεβίκοι ήταν πράκτορες της Γερμανίας, δεν απόμενε τίποτα. Οι ρόδινες αυταπάτες είχανε τσαλαπατηθεί μέσα στη λάσπη των χαρακωμάτων που οι στρατιώτες αρνούνταν να τη ζυμώσουν άλλο με τις τρύπιες μπότες τους. «Το τέλος πλησιάζει» –έγραφε, την ίδια τη μέρα της εξέγερσης της Πετρούπολης, ο Μπούντμπεργκ– «και δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αμφιβολία για την έκβαση· στο μέτωπό μας δεν υπάρχει πια ούτε μια μονάδα... που να μην είναι στην εξουσία των μπολσεβίκων».
Πραγματικά, σε κάθε ταξική κοινωνία υπάρχουν αρκετές αντιφάσεις για να μπορεί κανείς να εξυφάνει, μέσα στις σκισμάδες, μια συνωμοσία. Η ιστορική πείρα αποδείχνει, ωστόσο, πως χρειάζεται ακόμα η κοινωνία να είναι άρρωστη σε κάποιο βαθμό –όπως στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Νότια Αμερική– για να μπορεί η πολιτική των συνωμοτών να βρίσκει διαρκώς να τρέφεται. Στην καθαρή της κατάσταση η συνωμοσία, ακόμα και σε περίπτωση νίκης, το μόνο που μπορεί να δώσει είναι η αλλαγή στην άσκηση της εξουσίας διαφόρων κλικών της ίδιας, κυρίαρχης τάξης, ή λιγότερο ακόμα: αντικαταστάσεις πολιτικών προσώπων. Η νίκη ενός κοινωνικού συστήματος πάνω σ’ ένα άλλο δεν έχει γίνει στην ιστορία παρά μόνο με μαζική εξέγερση. Ενώ οι περιοδικές συνωμοσίες είναι συχνότατα η έκφραση του μαρασμού και της σήψης της κοινωνίας, η λαϊκή εξέγερση, αντίθετα, αναφαίνεται συνήθως σαν αποτέλεσμα μιας προηγούμενης γοργής εξέλιξης, που σπάζει την παλιά ισορροπία του έθνους. Οι χρόνιες «επαναστάσεις» στις νοτιοαμερικανικές δημοκρατίες δεν έχουν τίποτα κοινό με τη διαρκή επανάσταση· απεναντίας, με κάποιαν έννοια είναι το ολότελα αντίθετό της.
Αυτό που ειπώθηκε πιο πάνω δεν σημαίνει ωστόσο καθόλου ότι λαϊκή εξέγερση και συνωμοσία αποκλείουν η μια την άλλη σ’ όλες τις περιπτώσεις. Ένα στοιχείο συνωμοσίας, σ’ αυτό ή σε κείνο το μέτρο, περνάει σχεδόν πάντα στην εξέγερση. Σταθμός ιστορικά προσδιορισμένος της επανάστασης, η εξέγερση των μαζών δεν είναι ποτέ καθαρά στοιχειακή. Ακόμα κι όταν ξεσπάει απροσδόκητα για τους περισσότερους συμμετόχους της, γονιμοποιείται από ιδέες που οι εξεγερμένοι βλέπουν σ’ αυτές μια διέξοδο από τα βάσανα της ζωής. Όμως η εξέγερση των μαζών μπορεί να προβλεφτεί και να προετοιμαστεί. Αυτή μπορεί να οργανωθεί από τα πριν. Σ’ αυτή την περίπτωση η συνωμοσία είναι υποταγμένη στην εξέγερση, την υπηρετεί, διευκολύνει την πορεία της, επιταχύνει τη νίκη της. Όσο ψηλότερο είναι το πολιτικό επίπεδο ενός επαναστατικού κινήματος, όσο σοβαρότερη είναι η διεύθυνσή του, τόσο μεγαλύτερη είναι η θέση που κρατάει η συνωμοσία στη λαϊκή εξέγερση.
Είναι απαραίτητο να καταλάβουμε σωστά τη σχέση ανάμεσα στην εξέγερση και τη συνωμοσία, τόσο σε ό,τι τις φέρνει σε αντίθεση όσο και σε ό,τι τις συμπληρώνει αμοιβαία, κι αυτό τόσο πιο πολύ όσο η ίδια η χρήση της λέξης «συνωμοσία» έχει στη μαρξιστική φιλολογία όψη αντιφατική, είτε πρόκειται για ανεξάρτητη επιχείρηση μιας μειοψηφίας που παίρνει την πρωτοβουλία είτε πρόκειται για προπαρασκευή από τη μειοψηφία του ξεσηκωμού της πλειοψηφίας.
Η ιστορία δείχνει, είν’ αλήθεια, πως μια λαϊκή εξέγερση μπορεί, κάτω από ορισμένους όρους, να νικήσει ακόμα και χωρίς συνωμοσία. Ξεπηδώντας με μια «στοιχειακή» ώθηση από μια γενική αγανάκτηση, από διάφορες διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, απεργίες, οδομαχίες, η εξέγερση μπορεί να παρασύρει ένα μέρος του στρατού, να παραλύσει τις δυνάμεις του εχθρού και ν’ ανατρέψει την παλιά εξουσία. Έτσι έγινε ως κάποιο βαθμό το Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία. Είχαμε πάνω-κάτω τον ίδιο πίνακα στο ξετύλιγμα της γερμανικής και αυστρο-ουγγρικής επανάστασης το φθινόπωρο του 1918. Στο μέτρο που σ’ αυτές τις δυο περιπτώσεις δεν υπήρχε επικεφαλής των εξεγερμένων κόμμα βαθιά διαποτισμένο από τα συμφέροντα και τους σκοπούς της εξέγερσης, η νίκη της επρόκειτο αναπόφευκτα να μεταβιβάσει την εξουσία στα χέρια κείνων των κομμάτων που ως την τελευταία στιγμή είχαν εναντιωθεί στην εξέγερση.
Ν’ ανατρέψεις την παλιά εξουσία είναι ένα πράγμα. Να πάρεις την εξουσία στα χέρια σου είναι ένα άλλο πράγμα. Η μπουρζουαζία σε μιαν επανάσταση μπορεί να καταλάβει την εξουσία όχι γιατί είναι επαναστατική μα γιατί είναι η μπουρζουαζία: έχει στα χέρια της την ιδιοκτησία, την παιδεία, τον Τύπο, ένα δίχτυ από σημεία στήριξης, την ιεραρχία των θεσμών. Τα πράγματα είναι διαφορετικά με το προλεταριάτο: στερημένο από κοινωνικά προνόμια που υπάρχουν έξω απ’ αυτό, το εξεγερμένο προλεταριάτο δεν μπορεί να υπολογίζει παρά μόνο στον αριθμό του, στη συνοχή του, στα στελέχη του, στο επιτελείο του.
Όπως ο σιδεράς δεν μπορεί να πιάσει με γυμνό χέρι το πυρωμένο σίδερο, έτσι και το προλεταριάτο δεν μπορεί με γυμνά τα χέρια να καταλάβει την εξουσία: του χρειάζεται οργάνωση κατάλληλη γι’ αυτή τη δουλειά. Στο συνδυασμό της μαζικής εξέγερσης με τη συνωμοσία, στην υποταγή της συνωμοσίας στην εξέγερση, στην οργάνωση της εξέγερσης διαμέσου της συνωμοσίας, βρίσκεται ο περίπλοκος και βαρύς σε ευθύνες τομέας της επαναστατικής πολιτικής που ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποκαλούσαν «τέχνη της εξέγερσης». Αυτό προϋποθέτει σωστή γενική διεύθυνση των μαζών, ευλυγισία προσανατολισμού απέναντι στις ευμετάβλητες περιστάσεις, μελετημένο σχέδιο επίθεσης, σύνεση στην τεχνική προετοιμασία και τόλμη στο χτύπημα.
Οι ιστορικοί και οι πολιτικοί άντρες αποκαλούν συνήθως εξέγερση των στοιχειακών δυνάμεων ένα κίνημα των μαζών που, συγκροτημένο στη βάση της εχθρότητάς του απέναντι στο παλιό καθεστώς, δεν έχει καθαρές βλέψεις ούτε επεξεργασμένες μέθοδες πάλης ούτε διεύθυνση που να οδηγεί συνειδητά στη νίκη. Η εξέγερση των στοιχειακών δυνάμεων αναγνωρίζεται πρόθυμα από τους επίσημους ιστορικούς, τουλάχιστο από τους δημοκράτες, σαν αναπόφευκτη θεομηνία που η ευθύνη της πέφτει πάνω στο παλιό καθεστώς. Η αληθινή αιτία αυτής της επιείκειας είναι ότι οι εξεγέρσεις των «στοιχειακών» δυνάμεων δεν μπορούν να βγουν από το πλαίσιο του αστικού καθεστώτος.
Στον ίδιο δρόμο βαδίζει και η σοσιαλδημοκρατία: δεν αρνιέται την επανάσταση γενικά, σαν κοινωνική καταστροφή, όπως δεν αρνιέται τους σεισμούς, τις εκρήξεις των ηφαιστείων, τις εκλείψεις του ήλιου και τις επιδημίες της πανούκλας. Κείνο που αρνιέται, σαν «μπλανκισμό» ή, ακόμα χειρότερα, μπολσεβικισμό, είναι η συνειδητή προπαρασκευή της εξέγερσης, το σχέδιο, η συνωμοσία. Με άλλα λόγια η σοσιαλδημοκρατία είναι πρόθυμη να επικυρώσει, με καθυστέρηση είν’ αλήθεια, τα πραξικοπήματα που μεταβιβάζουνε την εξουσία στα χέρια της μπουρζουαζίας, καταδικάζοντας σύγκαιρα με αδιαλλαξία κείνες μόνο τις μέθοδες που μπορούν να μεταβιβάσουνε την εξουσία στο προλεταριάτο. Κάτω από μια ψεύτικη αντικειμενικότητα, κρύβεται μια πολιτική υπεράσπισης της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Από τις παρατηρήσεις του και τους διαλογισμούς του γύρω από τις αποτυχίες πολλών εξεγέρσεων στις οποίες πήρε μέρος ή στάθηκε μάρτυράς τους, ο Αύγουστος Μπλανκί βγάζει ορισμένους κανόνες τακτικής που χωρίς αυτούς η νίκη της εξέγερσης γίνεται εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Ο Μπλανκί απαιτούσε την έγκαιρη δημιουργία τακτικών επαναστατικών αποσπασμάτων, τη συγκεντρωτική τους διεύθυνση, τον καλό τους ανεφοδιασμό, καλοϋπολογισμένη κατανομή των οδοφραγμάτων, που η κατασκευή τους να ’χει προβλεφτεί, και συστηματική κι όχι επεισοδιακή, υπεράσπισή τους. Όλοι αυτοί οι κανόνες, που εκπορεύονται από τα στρατιωτικά προβλήματα της εξέγερσης, πρέπει, εννοείται, να μεταβάλλονται άφευκτα μαζί με τους κοινωνικούς όρους και τη στρατιωτική τεχνική· όμως αυτοί καθαυτοί δεν είναι καθόλου «μπλανκισμός» με την έννοια που δίνουν πάνω-κάτω οι Γερμανοί στον «πουτσισμό» ή στον επαναστατικό «τυχοδιωκτισμό».
Η εξέγερση είναι τέχνη και όπως κάθε τέχνη έχει τους νόμους της. Οι κανόνες του Μπλανκί ήταν απαιτήσεις του επαναστατικοπολεμικού ρεαλισμού. Το λάθος του Μπλανκί δεν βρισκότανε στο άμεσο θεώρημά του, μα στην αντιστροφή του. Από το γεγονός ότι η τακτική αδεξιότητα καταδίκαζε την εξέγερση στην αποτυχία, ο Μπλανκί έβγαζε το συμπέρασμα ότι η τήρηση των κανόνων της εξεγερσιακής τακτικής ήταν ικανή από μόνη της να εξασφαλίσει τη νίκη. Μόνο από δω και πέρα είναι θεμιτό ν’ αντιπαραθέτουμε το μπλανκισμό στο μαρξισμό. Η συνωμοσία δεν αναπληρώνει την εξέγερση. Η δραστήρια μειοψηφία του προλεταριάτου, όσο καλά οργανωμένη κι αν είναι, δεν μπορεί να καταλάβει την εξουσία ανεξάρτητα από τη γενική κατάσταση της χώρας: σ’ αυτό ο μπλανκισμός είναι καταδικασμένος από την ιστορία. Μα μόνο σ’ αυτό. Το άμεσο θεώρημα διατηρεί όλη του τη δύναμη. Για την κατάκτηση της εξουσίας δεν αρκεί στο προλεταριάτο μια εξέγερση των στοιχειακών δυνάμεων. Του χρειάζεται αντίστοιχη οργάνωση, του χρειάζεται σχέδιο, του χρειάζεται η συνωμοσία. Έτσι βάζει το ζήτημα ο Λένιν.
Η κριτική του Ένγκελς, που στρεφόταν ενάντια στο φετιχισμό του οδοφράγματος, στηριζότανε πάνω στην εξέλιξη της γενικής τεχνικής και της στρατιωτικής τεχνικής. Η εξεγερσιακή τακτική του μπλανκισμού ανταποκρινόταν στο χαρακτήρα του παλιού Παρισιού με το μισοσυντεχνιακό προλεταριάτο, στους στενούς δρόμους και στο στρατιωτικό σύστημα του Λουδοβίκου Φίλιππου. Το λάθος αρχής του μπλανκισμού βρίσκεται στη συνταύτιση επανάστασης και εξέγερσης. Το τεχνικό λάθος του μπλανκισμού συνίσταται στη συνταύτιση της εξέγερσης με το οδόφραγμα. Η μαρξιστική κριτική είχε στραφεί ενάντια και στα δυο λάθη. Πιστεύοντας, μαζί με το μπλανκισμό, ότι η εξέγερση είναι τέχνη, ο Ένγκελς αποκάλυπτε όχι μόνο τη δευτερότερη θέση της εξέγερσης μέσα στην επανάσταση, μα και τον παρακμάζοντα ρόλο του οδοφράγματος στην εξέγερση. Η κριτική του Έγκελς δεν είχε τίποτα το κοινό με την απάρνηση των επαναστατικών μεθόδων προς όφελος του καθαρού κοινοβουλευτισμού, όπως δοκίμασαν να το αποδείξουν στον καιρό τους οι φιλισταίοι της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας με τη συνδρομή της λογοκρισίας του Χοεντσόλερν. Για τον Ένγκελς το ζήτημα των οδοφραγμάτων παράμενε πρόβλημα ενός τεχνικού στοιχείου της εξέγερσης. Ωστόσο οι ρεφορμιστές, από την άρνηση της αποφασιστικής αξίας του οδοφράγματος, δοκίμαζαν να καταλήξουν στην άρνηση της επαναστατικής βίας γενικά. Είναι πάνω-κάτω το ίδιο σαν να βγάζεις το συμπέρασμα για την κατάρρευση του μιλιταρισμού από την ενδεχόμενη μείωση της σημασίας του χαρακώματος στο μελλοντικό πόλεμο.
Η οργάνωση που με τη βοήθειά της το προλεταριάτο όχι μόνο μπορεί ν’ ανατρέψει το παλιό καθεστώς μα και να το αντικαταστήσει με το δικό του, είναι τα σοβιέτ. Κείνο που έγινε αργότερα υπόθεση ιστορικού πειράματος ήταν ως την εξέγερση του Οκτώβρη μόνο θεωρητικό προγνωστικό που στηριζόταν, είν’ αλήθεια, πάνω στο προκαταρκτικό πείραμα του 1905. Τα σοβιέτ είναι όργανα προετοιμασίας των μαζών για την εξέγερση, τα όργανα της εξέγερσης και, υστέρα απ’ τη νίκη, τα όργανα της εξουσίας.
Ωστόσο, τα σοβιέτ από μόνα τους δεν λύνουνε το πρόβλημα. Ανάλογα με το πρόγραμμα και τη διεύθυνση, μπορούν να χρησιμέψουν για διάφορους σκοπούς. Το πρόγραμμα το δίνει στα σοβιέτ το κόμμα. Αν τα σοβιέτ, στις περιστάσεις μιας επανάστασης –κ’ έξω από την επανάσταση είναι γενικά ανέφικτα– αγκαλιάσουν ολόκληρη την τάξη, εκτός από τα ολότελα καθυστερημένα, παθητικά και διεφθαρμένα στρώματα, το επαναστατικό κόμμα είναι επικεφαλής της τάξης. Το πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας μπορεί να λυθεί μόνο από το συνδυασμό του κόμματος με τα σοβιέτ ή με άλλες μαζικές οργανώσεις ισοδύναμες λίγο-πολύ με τα σοβιέτ.
Το σοβιέτ, έχοντας επικεφαλής του ένα επαναστατικό κόμμα, τείνει συνειδητά και έγκαιρα στην κατάληψη της εξουσίας. Ξεκινώντας από τις μεταλλαγές της πολιτικής κατάστασης και τις διαθέσεις των μαζών, προετοιμάζει τα σημεία στήριξης της εξέγερσης, δένει τα αποσπάσματα κρούσης με την ενότητα του σκοπού, επεξεργάζεται από τα πριν το σχέδιο της επίθεσης και της τελευταίας εξόρμησης: αυτό σημαίνει ίσα-ίσα ότι εισάγει την οργανωμένη συνωμοσία στη μαζική εξέγερση.
Οι μπολσεβίκοι, πάνω από μια φορά, καιρό ακόμα πριν από την εξέγερση του Οκτώβρη, χρειάστηκε να ανασκευάσουν τις κατηγορίες για συνωμοτικές μηχανορραφίες και μπλανκισμό που κατευθύνονταν εναντίον τους από τους εχθρούς τους. Και όμως, κανένας δεν έκανε όσο ο Λένιν πάλη τόσο αδιάλλακτη εναντίον του συστήματος της καθαρής συνωμοσίας. Οι οπορτουνιστές της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας πήραν πάνω από μια φορά κάτω από την προστασία τους την παλιά σοσιαλεπαναστατική τακτική της ατομικής τρομοκρατίας ενάντια στους πράκτορες του τσαρισμού, απαντώντας στην αδυσώπητη κριτική των μπολσεβίκων που αντιτάσσανε στον τυχοδιωκτικό ατομικισμό της ιντελιγκέντσιας το ρεύμα προς την εξέγερση των μαζών. Όμως αποκρούοντας όλες τις παραλλαγές του μπλανκισμού και της αναρχίας, ο Λένιν δεν υποκλινόταν ούτε για μια στιγμή μπροστά στην «ιερή» στοιχειακή δύναμη των μαζών. Νωρίτερα και πιο βαθιά από άλλους είχε μελετήσει τη σχέση ανάμεσα στους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες, ανάμεσα στο κίνημα των στοιχειακών δυνάμεων και την πολιτική του κόμματος, ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και την προχωρημένη τάξη, ανάμεσα στο προλεταριάτο και την πρωτοπορία του, ανάμεσα στα σοβιέτ και το κόμμα, ανάμεσα στην εξέγερση και τη συνωμοσία.
Αν είναι όμως αλήθεια πως δεν μπορείς να προκαλέσεις ένα ξεσήκωμα όποτε θέλεις και πως για τη νίκη χρειάζεται συνάμα να οργανώσεις έγκαιρα την εξέγερση, απ’ αυτό το ίδιο μπαίνει μπροστά στην επαναστατική διεύθυνση το πρόβλημα μιας σωστής διάγνωσης: πρέπει έγκαιρα ν’ αντιληφτούμε την εξέγερση που φουντώνει για να την ολοκληρώσουμε με τη συνωμοσία. Η μαιευτική επέμβαση στον τοκετό, αν και γίνεται κατάχρηση αυτής της εικόνας, μένει πάντα η πιο ζωντανή απεικόνιση της συνειδητής ανάμιξης σ’ ένα στοιχειακό προτσέσο. Ο Χέρτσεν κατηγορούσε άλλοτε το φίλο του τον Μπακούνιν ότι έπαιρνε αμετάτρεπτα, σ’ όλες τις επαναστατικές του πρωτοβουλίες, το δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης για τον ένατο. Όσο για το Χέρτσεν ήταν μάλλον διατεθειμένος ν’ αρνηθεί την εγκυμοσύνη ακόμα και στον ένατο μήνα. Το Φλεβάρη το ζήτημα της ημερομηνίας του τοκετού δεν έμπαινε σχεδόν καθόλου, στο μέτρο που η εξέγερση είχε ξεσπάσει «με τρόπο απροσδόκητο», δίχως συγκεντρωτική διεύθυνση. Μα ίσα-ίσα γι’ αυτό η εξουσία πέρασε όχι σε κείνους που είχαν κάνει την εξέγερση μα σε κείνους που την είχανε φρενάρει. Ήταν ολότελα διαφορετικά με την καινούργια εξέγερση: αυτή την είχε συνειδητά προετοιμάσει το μπολσεβίκικο κόμμα. Έτσι το πρόβλημα: να πιάσεις την καλή στιγμή για να δώσεις το σύνθημα της επίθεσης, έπεφτε στο μπολσεβίκικο επιτελείο.
Τη λέξη «στιγμή» δεν πρέπει να την παίρνουμε πάρα πολύ κατά γράμμα, σαν μια καθορισμένη μέρα και ώρα: ακόμα και για τη γέννα η φύση έχει αφήσει σημαντικές χρονικές διαφορές που τα όριά τους δεν ενδιαφέρουν μόνο τη μαιευτική τέχνη, μα και την καζουιστική του κληρονομικού δικαίου. Ανάμεσα στη στιγμή όπου η απόπειρα να προκαλέσεις ένα ξεσήκωμα πρέπει ακόμα αναπόφευκτα να αποδείχνεται πρόωρη και να οδηγεί σε επαναστατική άμβλωση, και τη στιγμή όπου η ευνοϊκή κατάσταση πρέπει κιόλας να θεωρείται σαν ανεπανόρθωτα χαμένη, μεσολαβεί κάποια περίοδος της επανάστασης –μπορεί να υπολογιστεί σε μερικές βδομάδες, καμιά φορά σε μερικούς μήνες– που στη διάρκειά της η εξέγερση μπορεί να συντελεστεί με μεγαλύτερες ή μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Να διακρίνεις αυτή τη σχετικά σύντομη περίοδο και να διαλέξεις έπειτα μιαν ορισμένη στιγμή, με την ακριβή έννοια της μέρας και της ώρας, για να καταφέρεις το τελευταίο χτύπημα, αυτό είναι για την επαναστατική διεύθυνση το πιο υπεύθυνο χρέος. Μπορεί κανείς πολύ σωστά να το αποκαλέσει κόμπο του προβλήματος, γιατί συνδέει την επαναστατική πολιτική με την τεχνική της εξέγερσης: πρέπει μήπως να θυμίσουμε ότι η εξέγερση, το ίδιο όπως και ο πόλεμος, είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα;
Η διαίσθηση και η πείρα είναι αναγκαίες για την επαναστατική διεύθυνση, όπως και για όλους τους άλλους τομείς της δημιουργικής τέχνης. Αυτό όμως δεν φτάνει. Και η τέχνη του εμπειρικού γιατρού μπορεί, όχι δίχως επιτυχία, να στηριχτεί πάνω στη διαίσθηση και την πείρα. Η τέχνη του πολιτικού θεραπευτή δεν φτάνει ωστόσο παρά για εποχές και περίοδες όπου κυριαρχεί η ρουτίνα. Μια εποχή μεγάλων ιστορικών καμπών δεν ανέχεται τα έργα των εμπειρικών. Η πείρα, ακόμα και εμπνευσμένη από τη διαίσθηση, δεν της φτάνει. Χρειάζεται μια υλιστική μέθοδος που να σου επιτρέπει να ανακαλύψεις πίσω από τις κινεζικές σκιές των προγραμμάτων και των συνθημάτων την πραγματική κίνηση των κοινωνικών σωμάτων.
Οι βασικοί όροι της επανάστασης συνίστανται σε τούτο: ότι το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς βρίσκεται ανίκανο να λύσει τα θεμελιακά προβλήματα της ανάπτυξης του έθνους. Η επανάσταση γίνεται ωστόσο δυνατή μόνο στην περίπτωση όπου στη σύνθεση της κοινωνίας βρίσκεται μια καινούργια τάξη ικανή να μπει επικεφαλής του έθνους για να λύσει τα προβλήματα που βάζει η ιστορία. Το προπαρασκευαστικό προτσέσο της επανάστασης συνίσταται στο ότι τα αντικειμενικά καθήκοντα τα συνυφασμένα με τις αντιφάσεις της οικονομίας και των τάξεων, ανοίγουν δρόμο μέσα στη συνείδηση των ζωντανών ανθρώπινων μαζών, μεταβάλλουν τις εκδηλώσεις τους και δημιουργούν καινούργιες σχέσεις πολιτικών δυνάμεων.
Οι ιθύνουσες τάξεις, σαν αποτέλεσμα της ολοφάνερης ανικανότητάς τους να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο, χάνουν την αυτοπεποίθησή τους, τα παλιά κόμματα αποσυντίθενται, λυσσασμένη πάλη ξεσπάει ανάμεσα στις ομάδες και τις κλίκες, οι ελπίδες μεταφέρονται στο θαύμα ή στο θαυματουργό. Όλα αυτά αποτελούν έναν από τους πολιτικούς όρους της εξέγερσης, εξαιρετικά σημαντικό αν και παθητικό.
Μια μανιασμένη εχθρότητα απέναντι στην καθιερωμένη κοινωνική τάξη και η πρόθεση ν’ αποτολμήσουν τις πιο ηρωικές προσπάθειες, να δώσουν θύματα, για να τραβήξουνε τη χώρα στο δρόμο της ανόρθωσης – τέτοια είναι η καινούργια πολιτική συνείδηση της επαναστατικής τάξης που αποτελεί τον κύριο ενεργητικό όρο της εξέγερσης.
Τα δυο κύρια στρατόπεδα –οι μεγαλοϊδιοκτήτες και το προλεταριάτο– δεν αντιπροσωπεύουν ωστόσο, συνολικά, ολόκληρο το έθνος. Ανάμεσά τους παρεμβάλλονται πλατιά στρώματα της μικρομπουρζουαζίας, που παίρνουν όλα τα χρώματα του οικονομικοπολιτικού πρίσματος. Η δυσαρέσκεια των ενδιάμεσων στρωμάτων, η απογοήτευσή τους από την πολιτική της ιθύνουσας τάξης, η ανυπομονησία τους και το ξεσήκωμά τους, η διάθεσή τους να υποστηρίξουν την τολμηρά επαναστατική πρωτοβουλία του προλεταριάτου, αποτελούν τον τρίτο πολιτικό όρο της εξέγερσης, ως ένα μέρος παθητικό στο μέτρο που εξουδετερώνει τις κορυφές της μικρομπουρζουαζίας, ως ένα μέρος ενεργητικό στο μέτρο που σπρώχνει τις βάσεις της να παλέψουν άμεσα πλάι-πλάι με τους εργάτες.
Η καθοριστική αμοιβαιότητα αυτών των όρων είναι φανερή: όσο πιο αποφασιστικά και με σιγουριά δρα το προλεταριάτο, τόσο πιο πολύ έχει τη δυνατότητα να παρασύρει τα ενδιάμεσα στρώματα, τόσο πιο πολύ απομονώνεται η κυρίαρχη τάξη και τόσο πιο πολύ εντείνεται η αποθάρρυνση στους κόλπους της. Κι αντίστροφα, το ξεχαρβάλωμα των ιθυνόντων κουβαλάει νερό στο μύλο της επαναστατικής τάξης.
Το προλεταριάτο δεν μπορεί να διαποτιστεί, για την εξέγερση, από την απαραίτητη σιγουριά στις ίδιες του τις δυνάμεις παρά μόνο στην περίπτωση που απλώνεται μπροστά του μια ξάστερη προοπτική, αν έχει τη δυνατότητα να επαληθεύσει ενεργά τις σχέσεις των δυνάμεων που αλλάζουνε προς όφελός του, αν νιώθει από πάνω του μια διεύθυνση διορατική, σταθερή και τολμηρή. Αυτό μας οδηγεί στον όρο, τελευταίο στην απαρίθμηση μα όχι και στη σπουδαιότητά του, της κατάκτησης της εξουσίας: στο επαναστατικό κόμμα σαν πρωτοπορία της τάξης σφιχτοδεμένη και ατσαλωμένη.
Χάρη σ’ έναν ευνοϊκό συνδυασμό των ιστορικών συνθηκών, τόσο εσωτερικών όσο και διεθνών, το ρωσικό προλεταριάτο βρέθηκε να ’χει επικεφαλής του ένα κόμμα εξαιρετικά προικισμένο με πολιτική διαύγεια και επαναστατικό ατσάλωμα δίχως προηγούμενο: είναι αυτό μόνο που επέτρεψε σε μια νεαρή και ολιγάριθμη τάξη να επιτελέσει ιστορικό έργο ανήκουστης έκτασης. Γενικά, όπως το μαρτυράει η ιστορία –της Κομμούνας του Παρισιού, της γερμανικής και αυστριακής επανάστασης του 1918, των σοβιέτ της Ουγγαρίας και της Βαυαρίας, της ιταλικής επανάστασης του 1919, της γερμανικής κρίσης του 1923, της κινέζικης επανάστασης του 1925-1927, της ισπανικής επανάστασης του 1931– ο πιο αδύνατος κρίκος στην αλυσίδα των αναγκαίων όρων στάθηκε ως τώρα ο κρίκος του κόμματος: το πιο δύσκολο πράγμα για την εργατική τάξη είναι να δημιουργήσει μιαν επαναστατική οργάνωση που να βρίσκεται στο ύψος των ιστορικών καθηκόντων της. Στις πιο παλιές και πιο πολιτισμένες χώρες, τεράστιες δυνάμεις δουλεύουν για να εξασθενήσουν και ν’ αποσυνθέσουν την επαναστατική πρωτοπορία. Σημαντικό μέρος αυτής της εργασίας το βλέπουμε στην πάλη της σοσιαλδημοκρατίας εναντίον του «μπλανκισμού», ονομασία κάτω από την οποία φιγουράρει η επαναστατική ουσία του μαρξισμού.
Όσο πολυάριθμες κι αν υπήρξαν οι μεγάλες κοινωνικοπολιτικές κρίσεις, τη σύμπτωση όλων των απαραίτητων όρων για μια προλεταριακή εξέγερση νικηφόρα και σταθερή δεν την απαντήσαμε ίσαμε τώρα στην ιστορία παρά μόνο μια φορά: τον Οκτώβρη του 1917 στη Ρωσία. H επαναστατική κατάσταση δεν είναι αιώνια. Απ’ όλους τους βασικούς όρους της εξέγερσης ο λιγότερο σταθερός είναι η ψυχική κατάσταση της μικρομπουρζουαζίας. Σε περίοδο εθνικών κρίσεων αυτή βαδίζει πίσω από την τάξη που όχι μόνο με το λόγο μα και με την πράξη τής εμπνέει εμπιστοσύνη. Ικανή για παρορμητικά τινάγματα, ακόμα και για επαναστατικές μανίες, η μικρομπουρζουαζία δεν έχει αντίσταση, χάνει εύκολα το θάρρος της σε περίπτωση αποτυχίας, κι από τις φλογερές ελπίδες της πέφτει στην απογοήτευση. Είναι αυτές ίσα-ίσα οι βίαιες και γοργές μεταλλαγές στην ψυχική της κατάσταση που δίνουν τόση αστάθεια σε κάθε επαναστατική κατάσταση. Αν το επαναστατικό κόμμα δεν είναι αρκετά αποφασιστικό για να μεταβάλει έγκαιρα την προσδοκία και τις ελπίδες των λαϊκών μαζών σε επαναστατική δράση, τη θέση της πλημμυρίδας την παίρνει σε λίγο η αμπώτιδα: τα ενδιάμεσα στρώματα αποστρέφουν το βλέμμα τους από την επανάσταση και ζητάνε το σωτήρα τους στο αντίθετο στρατόπεδο. Όπως στη φουσκονεριά το προλεταριάτο παρασέρνει πίσω του τη μικρομπουρζουαζία, έτσι στη φυρονεριά η μικρομπουρζουαζία παρασέρνει πίσω της σημαντικά στρώματα του προλεταριάτου. Τέτοια είναι η διαλεκτική των κομμουνιστικών και φασιστικών κυμάτων στην πολιτική εξέλιξη της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Δοκιμάζοντας να στηριχτούν στον αφορισμό του Μαρξ: κανένα καθεστώς δεν εξαφανίζεται από τη σκηνή προτού εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές του, οι μενσεβίκοι θεωρούσαν απαράδεκτη την πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου στην καθυστερημένη Ρωσία, όπου ο καπιταλισμός ήταν μακριά ακόμα από του να έχει ξοδευτεί ολότελα. Σ’ αυτό το συλλογισμό υπήρχαν δυο λάθη, και τα δυο τους μοιραία. Ο καπιταλισμός δεν είναι σύστημα εθνικό, είναι σύστημα παγκόσμιο. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και τα επακόλουθά του έδειξαν ότι το καπιταλιστικό καθεστώς έχει στραγγιχτεί σε παγκόσμια κλίμακα. Η επανάσταση στη Ρωσία ήτανε το σπάσιμο του πιο αδύνατου κρίκου στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.
Μα η ψευτιά της μενσεβίκικης αντίληψης αποκαλύπτεται και από εθνική άποψη. Αν σταθεί κανείς σε μιαν οικονομική αφαίρεση μπορεί, ας το δεχτούμε, να βεβαιώσει πως ο καπιταλισμός στη Ρωσία δεν είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές του. Μα τα οικονομικά προτσέσα δεν ξετυλίγονται στους αιθέρες, μα σε συγκεκριμένο ιστορικό περιβάλλον. Ο καπιταλισμός δεν είναι αφαίρεση: είναι ζωντανό σύστημα ταξικών σχέσεων που έχει ανάγκη προπαντός από κρατική εξουσία. Ότι η μοναρχία, που κάτω απ’ την προστασία της είχε διαμορφωθεί ο ρωσικός καπιταλισμός, είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της, αυτό δεν το αρνιόνταν οι μενσεβίκοι. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ένα ενδιάμεσο κρατικό σύστημα. Παρακολουθήσαμε βήμα το βήμα την ιστορία της: μέσα σε κάπου οχτώ μήνες κείνο το καθεστώς είχε ολότελα εξαντληθεί. Ποια κυβερνητική τάξη μπορούσε, κάτω απ’ αυτούς τους όρους, να εξασφαλίσει την κατοπινή ανάπτυξη του ρωσικού καπιταλισμού;
«Η αστική δημοκρατία, που την υπεράσπισαν μόνο οι σοσιαλιστές με μετριοπαθείς τάσεις, οι οποίοι δεν έβρισκαν πια στήριγμα στις μάζες... δεν μπορούσε να διατηρηθεί. Όλη η ουσία μέσα της είχε φαγωθεί, δεν έμενε παρά το τσόφλι». Αυτή η σωστή εκτίμηση ανήκει στο Μιλιουκόβ. Η τύχη του καταφαγωμένου συστήματος έπρεπε κατά τη γνώμη του να ’ναι ίδια με την τύχη του τσαρισμού: «Και το ένα και το άλλο είχαν προετοιμάσει το έδαφος για την επανάσταση· και το ένα και το άλλο δεν είχαν βρει ούτε έναν υπερασπιστή τη μέρα της επανάστασης».
Από τον Ιούλη - Αύγουστο ο Μιλιουκόβ χαρακτήριζε την κατάσταση μ’ ένα δίλημμα ανάμεσα σε δυο ονόματα: Κορνίλοβ ή Λένιν. Μα ο Κορνίλοβ είχε κάνει κιόλας την πρώτη δοκιμή του που είχε τελειώσει με αξιοθρήνητη αποτυχία. Για το καθεστώς του Κερένσκι, όπως και να ’ναι, δεν έμενε πια θέση. Όσο ποικίλες κι αν ήταν οι ψυχικές διαθέσεις, μαρτυράει ο Σουχάνοβ, «δεν υπήρχε ενότητα παρά μόνο στο μίσος για τον κερενσκισμό». Το ίδιο όπως η τσαρική μοναρχία είχε γίνει τελικά αδύνατη για τις κορυφές των ευγενών κι ακόμα για τους μεγάλους δούκες, έτσι και η κυβέρνηση του Κερένσκι κατάντησε μισητή ακόμα και για τους εμπνευστές του καθεστώτος, τους «μεγάλους δούκες» των συμφιλιωτικών κορυφών. Σ’ αυτή τη γενική δυσαρέσκεια, σ’ αυτή την έντονη πολιτική δυσφορία όλων των τάξεων βρίσκεται ένα από τα σπουδαιότερα συμπτώματα μιας επαναστατικής κατάστασης φτασμένης στην ωριμότητά της. Έτσι κάθε μυώνας, κάθε νεύρο, κάθε ίνα του οργανισμού είναι αφόρητα τεντωμένα την παραμονή του ανοίγματος ενός μεγάλου αποστήματος.
Η απόφαση του μπολσεβίκικου Συνεδρίου του Ιούλη που προφύλαγε τους εργάτες από τις πρόωρες συγκρούσεις, υπόδειχνε σύγκαιρα πως θα ’πρεπε να δεχτούν την πάλη «όταν η κρίση ολόκληρου του έθνους και το βαθύ ξεσήκωμα των μαζών θα δημιουργούσαν όρους ευνοϊκούς για τον ερχομό των φτωχών στοιχείων της πόλης και του κάμπου στην υπόθεση των εργατών». Αυτή η στιγμή έφτασε το Σεπτέμβρη - Οκτώβρη.
Η εξέγερση δικαιούνταν από κει και πέρα να υπολογίζει στην επιτυχία, αφού μπορούσε να στηριχτεί πάνω σε ατόφια λαϊκή πλειοψηφία. Δεν πρέπει, εννοείται, να το πάρουμε αυτό τυπικά. Αν στο ζήτημα της εξέγερσης είχε ανοίξει προηγούμενα δημοψήφισμα, αυτό θα ’δινε αποτελέσματα εξαιρετικά αντιφατικά και αβέβαια. Η εσώτερη διάθεση να υποστηρίξεις την εξέγερση δεν μπορεί καθόλου να ταυτιστεί με την ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι καθαρά από τα πριν την αναγκαιότητα της εξέγερσης. Πέρα απ’ αυτό, οι απαντήσεις θα εξαρτιόνταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον ίδιο τον τρόπο θέσης του ζητήματος, από το όργανο που θα κατεύθυνε την έρευνα ή, για να μιλήσουμε πιο απλά, από την τάξη που θα βρισκόταν στην εξουσία.
Οι μέθοδες της δημοκρατίας έχουν τα όριά τους. Μπορείς να ρωτήσεις όλους τους επιβάτες ενός τρένου ποιος τύπος βαγονιού τους αρέσει καλύτερα, μα δεν μπορείς να πας να τους ρωτήσεις όλους αν πρέπει να φρενάρεις ένα τρένο που κινδυνεύει να εκτροχιαστεί. Κι όμως, αν η σωτήρια ενέργεια γίνει επιδέξια και έγκαιρα, είσαι σίγουρος ότι έχεις την έγκριση των επιβατών.
Οι κοινοβουλευτικές γνωμοδοτήσεις του λαού γίνονται όλες ταυτόχρονα. Ωστόσο, τα διάφορα λαϊκά στρώματα σε καιρό επανάστασης φτάνουν σ’ ένα και το ίδιο συμπέρασμα με αναπόφευκτη καθυστέρηση, καμιά φορά πολύ μικρή, το ένα από το άλλο. Ενώ η πρωτοπορία φλεγόταν από επαναστατική ανυπομονησία, τα καθυστερημένα στρώματα μόλις άρχιζαν να σηκώνουν κεφάλι. Στην Πετρούπολη και στη Μόσχα όλες οι μαζικές οργανώσεις ήταν κάτω από τη διεύθυνση των μπολσεβίκων· στο κυβερνείο του Ταμπόβ, που είχε πάνω από τρία εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή πάνω-κάτω όσους και οι δυο πρωτεύουσες μαζί, μπολσεβίκικη φράξια εμφανίζεται στο Σοβιέτ για πρώτη φορά λίγο μόνο πριν από την εξέγερση του Οκτώβρη.
Οι συλλογισμοί της αντικειμενικής εξέλιξης δεν συμπέφτουν καθόλου –μέρα τη μέρα– με τους συλλογισμούς της σκέψης των μαζών. Κι όταν μια μεγάλη πρακτική απόφαση, από την πορεία των πραγμάτων, γίνεται επείγουσα, αυτή επιτρέπει λιγότερο από κάθε τι δημοψήφισμα. Οι διαφορές επίπεδου και ψυχικής κατάστασης στα διάφορα λαϊκά στρώματα περιορίζονται με τη δράση: τα πρωτοποριακά στοιχεία τραβάνε τους διστακτικούς κι απομονώνουνε κείνους που αντιστέκονται. Η πλειοψηφία δεν μετριέται, κατακτιέται. Η εξέγερση φουντώνει ίσα-ίσα όταν η λύση των αντιφάσεων δεν φαίνεται πια παρά στο δρόμο της άμεσης δράσης.
Ανίκανη να βγάλει η ίδια από τον πόλεμό της με τους ευγενείς τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα, η αγροτιά ωστόσο, από το ίδιο το γεγονός του ξεσηκωμού της, έσμιγε προκαταβολικά με την εξέγερση στις πόλεις, την καλούσε και τη ζητούσε. Εξέφραζε τη θέλησή της όχι με λευκό ψηφοδέλτιο μα με τον «κόκκινο κόκορα»: ήταν αυτό ένα δημοψήφισμα πιο σοβαρό. Στα όρια όπου η υποστήριξη της αγροτιάς ήταν απαραίτητη για την εγκαθίδρυση της σοβιετικής δικτατορίας, ήταν εκεί. «Αυτή η δικτατορία –απαντούσε ο Λένιν στους αναποφάσιστους– θα ’δινε τη γη στους χωρικούς κι όλες τις εξουσίες στις τοπικές αγροτικές επιτροπές: πώς μπορεί κανείς, αν δεν έχει χάσει το μυαλό του, να αμφιβάλλει ότι οι χωρικοί θα υποστήριζαν αυτή τη δικτατορία;» Για να μπορούν οι στρατιώτες, οι χωρικοί, οι καταπιεζόμενες εθνότητες, που περιπλανιόνταν μέσα στη χιονοθύελλα των ψηφοδελτίων, να γνωρίσουνε τους μπολσεβίκους στο έργο, χρειαζόταν οι μπολσεβίκοι να πάρουν την εξουσία.
Ποιος έπρεπε λοιπόν να είναι ο συσχετισμός των δυνάμεων για να επιτρέψει στο προλεταριάτο να καταλάβει την εξουσία; «Στην αποφασιστική στιγμή, στο αποφασιστικό σημείο, πρέπει να ’χεις συντριπτική υπεροχή» – έγραφε αργότερα ο Λένιν, σχολιάζοντας την εξέγερση του Οκτώβρη. «Αυτός ο νόμος της στρατιωτικής επιτυχίας είναι και νόμος της πολιτικής επιτυχίας, προπαντός σ’ αυτό το μανιασμένο, τον πυρακτωμένο πόλεμο των τάξεων που ονομάζεται επανάσταση. Οι πρωτεύουσες και γενικά τα μεγάλα εμποροβιομηχανικά κέντρα... αποφασίζουν σε μεγάλο μέρος για τα πολιτικά πεπρωμένα του λαού, εννοείται με τον όρο ότι τα κέντρα υποστηρίζονται από αρκετές τοπικές αγροτικές δυνάμεις, ακόμα κι αν η υποστήριξη δεν έρχεται αμέσως». Μ’ αυτή τη δυναμική έννοια μιλούσε ο Λένιν για πλειοψηφία του λαού και ήταν η μόνη πραγματική έννοια της ιδέας της πλειοψηφίας.
Οι δημοκρατικοί αντίπαλοι παρηγοριούνταν με τη σκέψη ότι ο λαός που ακολουθούσε τους μπολσεβίκους δεν ήταν παρά η πρώτη ύλη, ο εύπλαστος άργιλος της ιστορίας: τα χωματοκάλουπα δεν θα ’παυαν μ’ αυτό να είναι οι δημοκράτες, σε συνεργασία με τους μορφωμένους αστούς. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν βλέπουνε –ρωτούσε η εφημερίδα των μενσεβίκων– ότι ποτέ ακόμα το προλεταριάτο και η φρουρά της Πετρούπολης δεν είχαν τόσο απομονωθεί απ’ όλα τ’ άλλα κοινωνικά στρώματα;» Η δυστυχία για το προλεταριάτο και τη φρουρά βρισκόταν σε τούτο, ότι ήταν «απομονωμένοι» από τις τάξεις από τις οποίες ετοιμάζονταν να αφαιρέσουν την εξουσία.
Μπορούσε κανείς, πραγματικά, να υπολογίζει σοβαρά στη συμπάθεια και στην υποστήριξη των απαίδευτων μαζών της επαρχίας και του μετώπου; Ο μπολσεβικισμός τους, έγραφε ο Σουχάνοβ με περιφρόνηση, «δεν ήταν άλλο από μίσος για το συνασπισμό και βουλιμία για γη και για ειρήνη». Σαν να μην έφταναν αυτά! Το μίσος για το συνασπισμό σήμαινε προσπάθεια να αφαιρέσουν την εξουσία από τη μπουρζουαζία. Η βουλιμία για γη και για ειρήνη ήταν ένα μεγαλειώδες πρόγραμμα που οι χωρικοί και οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να πραγματοποιήσουν κάτω από τη διεύθυνση των εργατών. Η μηδαμινότητα των δημοκρατών, ακόμα και κείνων που βρίσκονταν πιο αριστερά, εκπορευόταν από την έλλειψη εμπιστοσύνης των «μορφωμένων» σκεπτικιστών απέναντι στις άσημες μάζες που παίρνουν τα φαινόμενα χοντρικά, χωρίς να μπουν στις λεπτομέρειες και στις αποχρώσεις. Στάση διανοουμενίστικη, ψευτοαριστοκρατική, περιφρονητική απέναντι στο λαό, ήταν ξένη στο μπολσεβικισμό, αντίθετη στην ίδια του τη φύση. Οι μπολσεβίκοι δεν ήταν άνθρωποι με άσπρα χέρια, φίλοι του εργαζόμενου λαού από το γραφείο τους, σχολαστικοί. Δεν φοβούνταν τα καθυστερημένα στρώματα που για πρώτη φορά ανέβαιναν από τα τρίσβαθα της κοινωνίας. Οι μπολσεβίκοι παίρνανε το λαό όπως τον είχε φτιάξει η ιστορία, όπως ήταν προορισμένος να κάνει την επανάσταση. Οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν αποστολή τους να τεθούν επικεφαλής του λαού. Ενάντια στην εξέγερση τάσσονταν «όλοι», εκτός από τους μπολσεβίκους. Μα οι μπολσεβίκοι ήταν ο λαός.
Η βασική πολιτική δύναμη της εξέγερσης του Οκτώβρη βρισκόταν στο προλεταριάτο, όπου την πρώτη θέση την κρατούσαν οι εργάτες της Πετρούπολης. Στην πρωτοπορία της πρωτεύουσας στεκόταν, από το άλλο μέρος, το προάστιο του Βίμποργκ. Το σχέδιο της εξέγερσης είχε εκλέξει κείνη την ουσιαστικά προλεταριακή συνοικία σαν βάση εκκίνησης για την ανάπτυξη της επίθεσης.
Οι συμφιλιωτές όλων των αποχρώσεων, αρχίζοντας από τον Μάρτοβ, δοκίμασαν ύστερα απ’ την εξέγερση να παρουσιάσουν το μπολσεβικισμό σαν φανταρίστικη τάση. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αρπάχτηκε με χαρά απ’ αυτή τη θεωρία. Και δω έκλειναν τα μάτια μπροστά στα θεμελιακά ιστορικά γεγονότα, δηλαδή: ότι το προλεταριάτο ήταν το πρώτο που είχε περάσει με το μέρος των μπολσεβίκων, ότι οι εργάτες της Πετρούπολης έδειχναν το δρόμο στους εργάτες όλης της χώρας· ότι οι φρουρές και το μέτωπο εξακολουθούσαν πολύ περισσότερο καιρό να υποστηρίζουν τους συμφιλιωτές· ότι οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι δημιουργούσαν μέσα στο σύστημα των σοβιέτ κάθε λογής προνόμια για τους στρατιώτες σε βάρος των εργατών, αγωνίζονταν εναντίον του εξοπλισμού των εργατών, διέγειραν εναντίον τους τούς στρατιώτες· ότι μόνο κάτω από την επίδραση των εργατών έγινε μεταστροφή στο στρατό· ότι η διεύθυνση των στρατιωτών στην αποφασιστική στιγμή βρέθηκε στα χέρια των εργατών· τέλος ότι ένα χρόνο αργότερα η σοσιαλδημοκρατία στη Γερμανία, κατά το παράδειγμα των Ρώσων ομοϊδεατών της, στηριζότανε πάνω στους στρατιώτες στην πάλη της εναντίον των εργατών.
Προς το φθινόπωρο οι δεξιοί συμφιλιωτές είχαν ήδη οριστικά χάσει τη δυνατότητα να μιλάνε στα εργοστάσια και στους στρατώνες. Οι αριστεροί όμως συμφιλιωτές δοκίμαζαν ακόμα να πείσουν τις μάζες ότι η εξέγερση ήταν τρέλα. Ο Μάρτοβ που, καταπολεμώντας την επίθεση της αντεπανάστασης τον Ιούλη, είχε βρει ένα μονοπάτι προς τη συνείδηση των μαζών, είχε τώρα ξαναγυρίσει σ’ ένα έργο δίχως ελπίδα. «Δεν μπορούμε να υπολογίζουμε» –αναγνώριζε ο ίδιος στις 14 Οκτώβρη σε συνεδρίαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής– «πως οι μπολσεβίκοι θα μας ακούσουν». Παρ όλα αυτά, θεωρούσε χρέος του να προειδοποιήσει τις «μάζες». Ωστόσο, οι μάζες ήθελαν δράση και όχι μαθήματα ηθικής. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου αυτές άκουγαν με σχετική υπομονή τον πολύ γνωστό προειδοποιητή, εξακολουθούσαν, σύμφωνα με την ομολογία του Ματισλάβσκι, «να σκέφτονται με τον τρόπο τους σαν και πρώτα». Ο Σουχάνοβ διηγείται πώς κάτω από ένα βροχερό ουρανό ζητούσε να πείσει τους εργάτες στα εργοστάσια Πουτίλοβ ότι τα πράγματα μπορούσαν να τακτοποιηθούν χωρίς εξέγερση. Φωνές ανυπόμονες τον διακόπτανε. Τον άκουγαν δυο-τρία λεφτά κ’ έπειτα τον διακόπτανε και πάλι. «Ύστερα από πολλές απόπειρες τα παράτησα. Το πράγμα δεν προχωρούσε... και η ψιχάλα μάς περόνιαζε ολοένα». Κάτω από τον ελάχιστα σπλαχνικό ουρανό του Οκτώβρη οι φτωχοί αριστεροδημοκράτες, σύμφωνα με τις ίδιες τους τις περιγραφές, μοιάζανε με βρεγμένες κότες.
Το συνηθισμένο πολιτικό μοτίβο των «αριστερών» αντίπαλων της εξέγερσης -και τέτοιοι βρίσκονταν και μέσα στους μπολσεβίκικους κύκλους- ήταν να σημειώνουν την έλλειψη μαχητικής ορμής στη βάση. «Η ψυχική κατάσταση των εργαζόμενων και των μαζών των στρατιωτών» –έγραφαν ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ στις 11 Οκτώβρη– «δεν θυμίζει καθόλου ούτε και την ψυχική κατάσταση που υπήρχε πριν από τις 3 του Ιούλη». Αυτό δεν ήταν ολότελα αβάσιμο: υπήρχε στο προλεταριάτο της Πετρούπολης κάποια ατονία ύστερα από πάρα πολύ μακριά αναμονή. Άρχιζαν ν’ απογοητεύονται ακόμα κι απ’ τους μπολσεβίκους: θα διαψεύδανε κι αυτοί τις ελπίδες τους; Στις 16 Οκτώβρη ο Ραχίγια, ένας από τους πιο μαχητικούς μπολσεβίκους της Πετρούπολης, Φινλανδός την καταγωγή, έλεγε στη διάσκεψη της Κεντρικής Επιτροπής: «Ολοφάνερα το σύνθημά μας αρχίζει κιόλας να καθυστερεί, γιατί αμφιβάλλουν πως θα κάνουμε εκείνο για το οποίο κάνουμε έκκληση». Μα το αποκάμωμα απ’ την αναμονή, που έμοιαζε με χαύνωση, δεν κράτησε παρά ως το πρώτο σύνθημα της μάχης.
Η πρώτη δουλειά κάθε εξέγερσης είναι να φέρει κοντά της το στρατό. Σ’ αυτό χρησιμεύουν κυρίως η γενική απεργία, οι μαζικές διαδηλώσεις, οι συγκρούσεις στους δρόμους, οι μάχες στα οδοφράγματα. Η αποκλειστική ιδιοτυπία της εξέγερσης του Οκτώβρη, που ακόμα δεν παρατηρήθηκε ποτέ και πουθενά σε βαθμό τόσο ολοκληρωμένο, βρίσκεται στο γεγονός ότι, χάρη σε μιαν ευτυχή συρροή περιστάσεων, η προλεταριακή πρωτοπορία κατάφερε να τραβήξει με το μέρος της τη φρουρά της πρωτεύουσας προτού ακόμα αρχίσει το ξεσήκωμα· όχι μόνο να τραβήξει μα και να στερεώσει οργανωτικά την κατάκτησή της χάρη στο Συμβούλιο της φρουράς. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε το μηχανισμό της εξέγερσης του Οκτώβρη αν δεν αντιληφτούμε ολότελα ότι το πιο σημαντικό πρόβλημα, που η αντιμετώπισή του ήταν δυσκολότερο από κάθε άλλο να υπολογιστεί προκαταρκτικά, είχε λυθεί ουσιαστικά στην Πετρούπολη πριν από την έναρξη της ένοπλης πάλης.
Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι η εξέγερση είχε γίνει περιττή. Με το μέρος των εργατών τασσόταν, είν’ αλήθεια, η συντριπτική πλειονότητα της φρουράς· μα η μειοψηφία ήταν εναντίον των εργατών, εναντίον της εξέγερσης, εναντίον των μπολσεβίκων. Κείνη η μικρή μειοψηφία αποτελούνταν από τα πιο ειδικευμένα στοιχεία του στρατού: σώμα αξιωματικών, γιούνκερ, τάγματα κρούσης, ίσως και Κοζάκοι. Δεν μπορούσες να κατακτήσεις πολιτικά κείνα τα στοιχεία: έπρεπε να τα νικήσεις. Στο τελευταίο του μέρος, το πρόβλημα της εξέγερσης που έχει περάσει στην ιστορία κάτω από το ζώδιο του Οκτώβρη είχε, έτσι, χαρακτήρα καθαρά στρατιωτικό. Τη λύση έπρεπε να τη φέρουν στον τελευταίο σταθμό τα τουφέκια, οι ξιφολόγχες, τα πολυβόλα, ίσως ακόμα και τα κανόνια. Σ’ αυτό το δρόμο οδηγούσε το κόμμα των μπολσεβίκων.
Ποιες ήταν οι στρατιωτικές δυνάμεις της επικείμενης σύγκρουσης; Ο Μπορίς Σόκολοβ, που διεύθυνε τη στρατιωτική εργασία του σοσιαλεπαναστατικού κόμματος, διηγείται ότι στην περίοδο πριν απ’ την εξέγερση «όλες οι κομματικές οργανώσεις στα συντάγματα, εκτός από τους μπολσεβίκους, είχαν εξαρθρωθεί και οι περιστάσεις δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για το σχηματισμό καινούργιων οργανώσεων. Οι στρατιώτες ‘‘μπολσεβίκιζαν’’ με τρόπο αρκετά καθαρό, ο μπολσεβικισμός τους όμως ήταν παθητικός και δεν έδειχναν καμιά ροπή να δράσουν ενεργά με τα όπλα». Ο Σόκολοβ δεν ξεχνάει να προσθέσει: «Θα ’φταναν ένα-δυο συντάγματα απόλυτα αφοσιωμένα και μαχητικά για να φέρουν σε αμηχανία ολόκληρη τη φρουρά». Αποφασιστικά, απ’ όλους, από τους μοναρχικούς στρατηγούς ως τους «σοσιαλιστές» διανοούμενους, γενικά απ’ όλους, έλειπαν, ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση, «ένα-δυο συντάγματα». Όμως εκείνο που αληθεύει είναι ότι η φρουρά, στην τεράστια πλειονότητά της βαθιά εχθρική στην κυβέρνηση, δεν ήταν ωστόσο ικανή να πολεμήσει και δεν τασσόταν με το μέρος των μπολσεβίκων. Η αιτία γι’ αυτό βρισκόταν στην οριστική ρήξη ανάμεσα στην παλιά στρατιωτική διάρθρωση των μονάδων και την καινούργια πολιτική τους διάρθρωση. Η ραχοκοκαλιά ενός μαχητικού στοιχείου του στρατού αποτελείται απ’ τη διοίκηση. Αυτή ήταν εναντίον των μπολσεβίκων. Από πολιτική άποψη η ραχοκοκαλιά του στρατού ήταν οι μπολσεβίκοι. Ωστόσο, αυτοί όχι μόνο δεν ήξεραν να διοικούν, μα στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήξεραν καλά-καλά να μεταχειρίζονται όπλα. Η μάζα των στρατιωτών δεν είχε ομοιογένεια. Τα δραστήρια, τα μαχητικά στοιχεία, αποτελούσαν όπως πάντα τη μειοψηφία. Η πλειοψηφία των στρατιωτών συμπαθούσαν τους μπολσεβίκους, τους ψήφιζαν, τους εκλέγανε, μα δεν περίμεναν απ’ αυτούς λύση. Τα εχθρικά στους μπολσεβίκους στοιχεία μέσα στο στρατό ήταν πάρα πολύ ασήμαντα για να τολμήσουν να πάρουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία. Η πολιτική γνώμη της φρουράς ήταν έτσι εξαιρετικά ευνοϊκή για μιαν εξέγερση. Όμως από μαχητική άποψη αυτή δεν βάραινε πολύ, το πράγμα ήταν φανερό από τα πριν.
Παρ’ όλα αυτά, δεν ταίριαζε καθόλου να βγάλεις τη φρουρά έξω από τους υπολογισμούς των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Χιλιάδες στρατιώτες έτοιμοι να πολεμήσουν με το μέρος της επανάστασης ήταν διασπαρμένοι μέσα σε μια μάζα περισσότερο παθητική και ίσα-ίσα γι’ αυτό την τραβούσαν πίσω τους σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα. Διάφορες μονάδες με πιο πετυχημένη σύνθεση διατηρούσαν την πειθαρχία και τη μαχητική τους ικανότητα. Υπήρχαν γεροί επαναστατικοί πυρήνες σε όλους τους σχηματισμούς. Στο 6ο τάγμα εφεδρείας που είχε κάπου δέκα χιλιάδες άντρες, από τους πέντε λόχους ο πρώτος ξεχώριζε πάντα, έχοντας αποκτήσει σχεδόν απ’ την αρχή της επανάστασης τη φήμη ότι ήταν μπολσεβίκικος, και δείχτηκε άξιος γι’ αυτό στα Οκτωβριανά. Να πούμε την αλήθεια τα μισά συντάγματα της φρουράς δεν ήταν συντάγματα, ο μηχανισμός της διεύθυνσής τους είχε ξεχαρβαλωθεί, ήταν ανίκανα για μακριά στρατιωτική προσπάθεια, αλλά ήταν παρ’ όλα αυτά ομάδες από οπλισμένους ανθρώπους που οι περισσότεροί τους είχαν περάσει κιόλας από τη φωτιά. Όλες οι μονάδες δένονταν από μια και την ίδια ψυχική κατάσταση: ν’ ανατρέψουν όσο γινόταν πιο γρήγορα τον Κερένσκι, να γυρίσουν στα σπίτια τους και να προχωρήσουν στις αγροτικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι η φρουρά, ολότελα αποσυνθεμένη, χρειάστηκε ακόμα μια φορά να σφίξει τις γραμμές της στα Οκτωβριανά και να βροντήξει επιβλητικά τα όπλα της προτού διαλυθεί οριστικά.
Τι δύναμη αντιπροσώπευαν από στρατιωτική άποψη οι εργάτες της Πετρούπολης; Αυτό το ερώτημα αφορά την Κόκκινη Φρουρά. Ήρθε η στιγμή να μιλήσουμε πιο λεπτομερειακά γι’ αυτήν: είναι προορισμένη για τις ερχόμενες μέρες να ριχτεί στο μεγάλο στίβο της ιστορίας.
Φτάνοντας με τις παραδόσεις της ως στο 1905, η Εργατική Φρουρά αναγεννήθηκε με τη Φεβρουαριανή Επανάσταση και συμμερίστηκε κατοπινά όλες τις εναλλαγές της μοίρας της. Ο Κορνίλοβ, τότε ανώτατος διοικητής της στρατιωτικής περιοχής της Πετρούπολης, βεβαίωνε πως από τις αποθήκες του πυροβολικού είχαν εξαφανιστεί τις μέρες της ανατροπής της μοναρχίας τριάντα χιλιάδες πιστόλια και σαράντα χιλιάδες τουφέκια. Πέρα απ’ αυτό, σημαντική ποσότητα όπλων έπεσε στα χέρια του λαού ύστερα από τον αφοπλισμό της αστυνομίας και χάρη στα φιλικά συντάγματα. Όταν ζήτησαν την παράδοση των όπλων, κανένας δεν απάντησε. Η επανάσταση διδάσκει πως πρέπει να εκτιμάμε πολύ το τουφέκι. Οι οργανωμένοι εργάτες μπόρεσαν ωστόσο να προμηθευτούν πολύ λίγα απ’ αυτά.
Τους τέσσερις πρώτους μήνες το ζήτημα της εξέγερσης δεν έμπαινε καθόλου για τους εργάτες. Το δημοκρατικό καθεστώς της διαρχίας άνοιγε στους μπολσεβίκους τη δυνατότητα να κατακτήσουν την πλειοψηφία μέσα στα σοβιέτ. Οι εργατικοί λόχοι, τα ντρουζίνι, των ελεύθερων σκοπευτών αποτελούσαν στοιχείο της δημοκρατικής μιλίτσιας. Μα όλα αυτά ήταν περισσότερο τύπος παρά ουσία. Το τουφέκι στα χέρια του εργάτη συμβόλιζε μιαν ολότελα διαφορετική ιστορική πραγματικότητα απ’ ό,τι στα χέρια του φοιτητή.
Το γεγονός ότι οι εργάτες ήταν εφοδιασμένοι με όπλα ανησύχησε τις κατέχουσες τάξεις από την πρώτη στιγμή, γιατί έτσι μετατοπιζόταν απότομα ο συσχετισμός των δυνάμεων στα εργοστάσια. Στην Πετρούπολη όπου ο κρατικός μηχανισμός, υποστηριζόμενος από την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, αντιπροσώπευε στην αρχή μιαν αναμφισβήτητη δύναμη, η εργατική μιλίτσια δεν φαινόταν ακόμα τόσο απειλητική. Όμως στις βιομηχανικές περιοχές της επαρχίας το δυνάμωμα της εργατικής φρουράς σήμαινε ανατροπή όλων των σχέσεων, όχι μόνο στο εσωτερικό της επιχείρησης μα και πολύ ευρύτερα απ’ αυτό. Οι οπλισμένοι εργάτες καθαιρούσαν τους επιστάτες, τους μηχανικούς, ακόμα και τους συλλαμβάνανε. Με απόφαση των εργοστασιακών συνελεύσεων οι κόκκινοι φρουροί πληρώνονταν συχνά από το ταμείο των επιχειρήσεων. Στα Ουράλια, όπου είναι πλούσιες οι παραδόσεις της πάλης των παρτιζάνων του 1905, οι εργατικοί λόχοι των ελεύθερων σκοπευτών επέβαλλαν την τάξη κάτω από τη διεύθυνση παλιών αγωνιστών. Οι οπλισμένοι εργάτες παραμέρισαν σχεδόν αδιόρατα την επίσημη εξουσία, αντικατασταίνοντάς την με τα όργανα των σοβιέτ. Το σαμποτάρισμα που γινόταν από τους ιδιοκτήτες και τους διαχειριστές επέβαλλε στους εργάτες την υποχρέωση να προστατέψουν τις επιχειρήσεις: μηχανές, αποθήκες, αποθέματα σε κάρβουνο και πρώτες ύλες. Οι ρόλοι είχαν ανατραπεί. Ο εργάτης έσφιγγε γερά στα χέρια του το τουφέκι για να υπερασπιστεί το εργοστάσιο, όπου έβλεπε την ίδια την πηγή της δύναμής του. Έτσι τα στοιχεία της εργατικής δικτατορίας εγκαθιδρύονταν στα εργοστάσια και στις συνοικίες προτού ακόμα το προλεταριάτο στο σύνολό του καταλάβει την κρατική εξουσία.
Καθρεφτίζοντας όπως πάντα τους φόβους των ιδιοκτητών, οι συμφιλιωτές αντιτάσσονταν μ’ όλες τους τις δυνάμεις στον εξοπλισμό των εργατών της πρωτεύουσας, περιορίζοντάς τον στο ελάχιστο. Κατά τον Μινίτσεβ, όλος ο οπλισμός της συνοικίας της Νάρβα αποτελούνταν «από καμιά δεκαπενταριά τουφέκια και μερικά πιστόλια». Στο μεταξύ, στην πόλη πλήθαιναν οι διαρπαγές και οι βιαιοπραγίες. Απ’ όλες τις μεριές έφταναν ανησυχαστικές φήμες, προάγγελοι καινούργιων τρανταγμών. Την παραμονή της εκδήλωσης του Ιούλη περίμεναν να δουν τη συνοικία να καίγεται. Οι εργάτες ζητούσαν όπλα, χτυπώντας όλες τις πόρτες και καμιά φορά σπάζοντάς τες.
Από την εκδήλωση της 3 του Ιούλη οι εργάτες του Πουτίλοβ αποκομίσανε ένα τρόπαιο: ένα πολυβόλο με πέντε κιβώτια γεμιστήρες. «Κάναμε σαν μικρά παιδιά απ’ τη χαρά μας» – διηγείται ο Μινίτσεβ. Ορισμένα εργοστάσια ήταν καλύτερα οπλισμένα. Κατά τα λεγόμενα του Λίτσκοβ, οι εργάτες του εργοστασίου του είχαν ογδόντα τουφέκια και είκοσι μεγάλα πιστόλια. Ολόκληρος θησαυρός! Διαμέσου του επιτελείου της Κόκκινης Φρουράς πέτυχαν δύο πολυβόλα: το ένα το στήσανε στην τραπεζαρία, το άλλο στο ανώγι. «Αρχηγός μας» –διηγείται ο Λίτσκοβ– «ήταν ο Κοτσερόβσκι και οι πιο στενοί συνεργάτες του ήταν ο Τομτσάκ, που σκοτώθηκε από τους λευκοφρουρούς στα Οκτωβριανά κοντά στο Τσάρσκογιε-Σελό και ο Γεφίμοφ που τουφεκίστηκε από τις συμμορίες των λευκών έξω από το Γιάμπουργκ». Αυτές οι λιτές γραμμές μάς επιτρέπουν να ρίξουμε μια ματιά μέσα στο εργαστήριο των εργοστασίων όπου διαμορφώνονταν τα στελέχη της εξέγερσης του Οκτώβρη και του μελλοντικού Κόκκινου Στρατού, όπου ξεδιαλέγονταν, συνήθιζαν να διοικούν, ατσαλώνονταν οι Κομτσάκ, οι Γεφίμοφ, εκατοντάδες και χιλιάδες ανώνυμοι εργάτες που αφού κατακτήσανε την εξουσία την υπεράσπισαν ατρόμητα από τον εχθρό κ’ έπεσαν, στη συνέχεια, σ’ όλα τα πεδία των μαχών.
Τα γεγονότα του Ιούλη μεταβάλλουν μονομιάς την κατάσταση της Κόκκινης Φρουράς. Ο αφοπλισμός των εργατών γίνεται πλέον ολότελα ανοιχτά, όχι με την πειθώ μα με τη χρήση της βίας. Κάνοντας τάχα πως παραδίνουν όπλα, οι εργάτες δεν δίνουν ωστόσο παρά παλιοσίδερα. Ό,τι αξίζει κάτι, το κρύβουν καλά. Τα τουφέκια μοιράζονται σε έμπιστα μέλη του κόμματος. Τα πολυβόλα γρασάρονται και θάβονται. Τα αποσπάσματα της Φρουράς αναδιπλώνονται και περνούν στην παρανομία, ενώ δένονται πιο στενά με τους μπολσεβίκους.
Το έργο του εξοπλισμού των εργατών ήταν αρχικά συγκεντρωμένο στα χέρια των εργοστασιακών επιτροπών, καθώς και των συνοικιακών επιτροπών του κόμματος. Αναλαμβάνοντας ύστερα από τη συντριβή του Ιούλη, η Στρατιωτική Οργάνωση των μπολσεβίκων, που προηγούμενα είχε δουλέψει μόνο μέσα στη φρουρά και στο μέτωπο, καταπιάστηκε για πρώτη φορά με την εκπαίδευση της Κόκκινης Φρουράς προμηθεύοντας στους εργάτες εκπαιδευτές και σ’ ορισμένες περιπτώσεις όπλα. Η προοπτική της ένοπλης εξέγερσης, χαραγμένη από το κόμμα, προετοιμάζει σιγά-σιγά τους προχωρημένους εργάτες για έναν καινούργιο προορισμό της Κόκκινης Φρουράς: δεν είναι πια η πολιτοφυλακή των εργοστασίων και των εργατικών συνοικιών, είναι τα στελέχη του αυριανού στρατού της εξέγερσης.
Τον Αύγουστο οι «πυρκαγιές» στα εργοστάσια και στις φάμπρικες έγιναν συχνότερες. Στη διαδοχή των κρίσεων, κάθε κρίση ακολουθεί κ’ ένα σπασμό της ομαδικής συνείδησης που εξαπολύει μπροστά της ένα κύμα συναγερμού. Οι εργοστασιακές επιτροπές δούλευαν εντατικά για να προστατέψουν τις επιχειρήσεις από αντεπαναστατικές απόπειρες. Τα κρυμμένα τουφέκια βγαίνουν στην επιφάνεια.
Το κίνημα του Κορνίλοβ νομιμοποιεί οριστικά την Κόκκινη Φρουρά. Στους εργατικούς λόχους γράφονται κάπου είκοσι πέντε χιλιάδες άντρες που -να πούμε την αλήθεια- κάθε άλλο παρά μπορούν να τους οπλίσουν όλους με τουφέκια, ως ένα μέρος και με πολυβόλα. Από το μπαρουτάδικο του Σλούσελμπουργκ οι εργάτες κουβαλάνε πάνω στο Νέβα μια μαούνα γεμάτη χειροβομβίδες και βλήματα: εναντίον του Κορνίλοβ! Η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των συμφιλιωτών αποκρούει αυτό το δώρο των Δαναών. Οι άντρες της Κόκκινης Φρουράς στο προάστιο του Βίμποργκ μοίρασαν τη νύχτα κείνο το επικίνδυνο πεσκέσι στις συνοικίες.
«Η εκπαίδευση στην τέχνη να χρησιμοποιείς το τουφέκι, που γινόταν προηγούμενα μέσα σε διαμερίσματα και τρώγλες» –διηγείται ο εργάτης Σκορίνκο– «γινότανε τώρα στον ανοιχτό αέρα, στους κήπους και στα βουλεβάρτα». «Το εργαστήριο μετατράπηκε σε έμπεδο» – λέει ο εργάτης Ρακίτοβ στις Αναμνήσεις του. «Πίσω από τους πάγκους της δουλειάς στέκονται οι τορναδόροι με το σακίδιο περασμένο σταυρωτά στον ώμο και το τουφέκι πάνω στη μηχανή». Σε λίγο στο εργοστάσιο όπου κατασκευάζονταν οι μπόμπες, όλοι γράφτηκαν στη Φρουρά εκτός από τους παλιούς σοσιαλεπαναστάτες και μενσεβίκους. Ύστερα από το σύνθημα της σειρήνας, όλοι παρατάσσονται στην αυλή για την άσκηση. «Πλάι-πλάι ο γενειοφόρος εργάτης και ο νεαρός μαθητευόμενος ακούν κ’ οι δυο προσεχτικά τον εκπαιδευτή...». Ενώ εξαρθρωνόταν οριστικά ο παλιός στρατός του τσάρου, στα εργοστάσια έμπαιναν οι βάσεις του μελλοντικού Κόκκινου Στράτου.
Μόλις ο κίνδυνος που αντιπροσώπευε ο Κορνίλοβ είχε ξεπεραστεί, οι συμφιλιωτές βάλθηκαν να φρενάρουν την εκτέλεση των υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει: για τριάντα χιλιάδες εργάτες του Πουτίλοβ παρέδωσαν συνολικά μόνο τριακόσια τουφέκια. Σε λίγο σταμάτησαν ολότελα να χορηγούν όπλα: ο κίνδυνος πλησίαζε τώρα όχι απ’ τα δεξιά, μα απ’ τα αριστερά· έπρεπε να ζητήσουν προστασία όχι πια στους προλετάριους μα στους γιούνκερ.
Η έλλειψη άμεσου πρακτικού σκοπού και η ανεπάρκεια του εξοπλισμού προκάλεσαν το αποτράβηγμα κάποιων εργατών από την Κόκκινη Φρουρά. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια σύντομη παύση. Τα βασικά στελέχη είχαν τον καιρό να στεριώσουν μέσα σε κάθε επιχείρηση. Ανάμεσα στους διάφορους εργατικούς λόχους αναπτύσσονταν γεροί δεσμοί. Τα στελέχη ξέρουν από πείρα πως έχουν σοβαρές εφεδρείες, που την ώρα του κινδύνου μπορούν να σηκωθούν στο πόδι.
Το πέρασμα του Σοβιέτ στα χέρια των μπολσεβίκων μεταβάλλει ριζικά την κατάσταση της Κόκκινης Φρουράς. Από κατατρεγμένη ή απλώς ανεκτή που ήταν προηγούμενα, γίνεται επίσημο όργανο του Σοβιέτ που απλώνει κιόλας το χέρι προς την εξουσία. Οι εργάτες βρίσκουν συχνά μόνοι τους τον τρόπο να προμηθευτούν όπλα και δεν ζητάνε από το Σοβιέτ παρά μόνο την εξουσιοδότηση. Από το τέλος του Σεπτέμβρη, ιδιαίτερα από τις 10 του Οκτώβρη, οι ετοιμασίες της εξέγερσης έχουν μπει ανοιχτά στην ημερήσια διάταξη. Ένα μήνα πριν απ’ το ξεσήκωμα, σε πολλές δεκάδες εργοστάσια και φάμπρικες της Πετρούπολης επιδίδονται εντατικά στη στρατιωτική άσκηση, κυρίως στη σκοποβολή. Κατά τα μέσα του Οκτώβρη το ενδιαφέρον για το χειρισμό των όπλων μεγαλώνει ολοένα. Σε ορισμένες επιχειρήσεις σχεδόν όλοι γράφονται στους λόχους.
Όλο και πιο ανυπόμονα οι εργάτες αξιώνουν όπλα από το Σοβιέτ, μα τα τουφέκια είναι ασύγκριτα λιγότερα από τα χέρια που απλώνονται για να τα πάρουν. «Πήγαινα κάθε μέρα στο Σμόλνι» –διηγείται ο μηχανικός Κοσμίν– «κ’ έβλεπα πώς, πριν και μετά τη συνεδρίαση του Σοβιέτ, εργάτες και ναύτες πλησίαζαν τον Τρότσκι, προσφέροντας ή ζητώντας όπλα για τους εργάτες, δίνοντας λογαριασμό για τη διανομή αυτών των όπλων και θέτοντας ερωτήματα: Πότε λοιπόν θ’ αρχίσουμε; Η ανυπομονησία ήταν μεγάλη...».
Τυπικά η Κόκκινη Φρουρά μένει ανεξάρτητη από τα κόμματα. Όσο όμως τα πράγματα προχωράνε προς τη λύση του δράματος, τόσο πιο πολύ οι μπολσεβίκοι περνάνε στο πρώτο πλάνο: αυτοί αποτελούν τον πυρήνα κάθε λόχου, έχουν στα χέρια τους το μηχανισμό της διοίκησης, το σύνδεσμο με τις άλλες επιχειρήσεις και τις συνοικίες. Οι εξωκομματικοί εργάτες και οι αριστεροί σοσιαλεπαναστάτες ακολουθούν τους μπολσεβίκους.
Ωστόσο ακόμα και τώρα, παραμονή της εξέγερσης, οι γραμμές της Κόκκινης Φρουράς είναι ακόμα πολύ αραιές. Στις 16 ο Ουρίτσκι, μέλος της μπολσεβίκικης Κεντρικής Επιτροπής, υπολόγιζε τον εργατικό στρατό της Πετρούπολης σε σαράντα χιλιάδες ξιφολόγχες. Ο αριθμός είναι μάλλον υπερβολικός. Οι πηγές του εξοπλισμού παράμεναν ακόμα πολύ περιορισμένες: όση κι αν ήταν η αδυναμία της κυβέρνησης, δεν μπορούσες να καταλάβεις τα οπλοστάσια αλλιώς παρά μπαίνοντας στο δρόμο της εξέγερσης.
Στις 22 του Οκτώβρη έγινε η συνδιάσκεψη της Κόκκινης Φρουράς όλης της πόλης: μια εκατοντάδα πληρεξούσιοι αντιπροσώπευαν κάπου είκοσι χιλιάδες πολεμιστές. Ο αριθμός δεν πρέπει να παρθεί πάρα πολύ τοις μετρητοίς: οι γραμμένοι δεν ήταν όλοι ενεργοί· σ’ αντιστάθμισμα, τις κρίσιμες στιγμές οι εθελοντές συνέρρεαν σε μεγάλο αριθμό στα αποσπάσματα. Ο κανονισμός που εγκρίθηκε την άλλη μέρα από τη Συνδιάσκεψη ορίζει την Κόκκινη Φρουρά σαν «οργάνωση των ένοπλων δυνάμεων του προλεταριάτου για την καταπολέμηση της αντεπανάστασης και την υπεράσπιση των κατακτήσεων της επανάστασης». Ας σημειώσουμε αυτό: είκοσι τέσσερις ώρες πριν από την εξέγερση το πρόβλημα ορίζεται με όρους άμυνας και όχι επίθεσης.
Βασικός σχηματισμός είναι η δεκαρχία· τέσσερις δεκαρχίες αποτελούν μια διμοιρία, τρεις διμοιρίες σχηματίζουν ένα λόχο· τρεις λόχοι, ένα τάγμα. Μαζί με τη διοίκηση και τις ειδικές μονάδες, το τάγμα έχει πάνω από πεντακόσιους άντρες. Τα τάγματα της περιοχής αποτελούν ένα απόσπασμα. Στα μεγάλα εργοστάσια, όπως του Πουτίλοβ, δημιουργούν αυτόνομα αποσπάσματα. Τα ειδικά συνεργεία από τεχνικούς –σκαπανείς, αυτοκινητιστές, τηλεγραφητές, πολυβολητές, πυροβολητές– είναι στρατολογημένα στις αντίστοιχες επιχειρήσεις και προσαρτημένα στα αποσπάσματα πεζικού, ή ενεργούν ανεξάρτητα, ανάλογα με το χαρακτήρα του έργου. Όλη η διοίκηση είναι αιρετή. Δεν υπάρχει σ’ αυτό κανένας κίνδυνος: όλοι εδώ είναι εθελοντές και γνωρίζονται καλά μεταξύ τους.
Οι εργάτες δημιουργούν νοσοκομειακά αποσπάσματα. Στο εργοστάσιο κατασκευής στρατιωτικού υγειονομικού υλικού γίνονται μαθήματα για νοσοκόμες. «Σχεδόν σ’ όλα τα εργοστάσια» –γράφει η Τατιάνα Γκραφ– «υπάρχουν κιόλας κανονικές υπηρεσίες από εργάτριες που εργάζονται σαν νοσοκόμες, εφοδιασμένες με το απαραίτητο υλικό επίδεσης». Η οργάνωση είναι πολύ φτωχή σε χρηματικά και τεχνικά μέσα. Σιγά-σιγά οι εργοστασιακές επιτροπές στέλνουν υλικό για τα κινητά νοσοκομεία και τα εθελοντικά σώματα. Στις ώρες της εξέγερσης από αδύναμοι πυρήνες θα αναπτυχθούν γοργά: θα βρεθούν αμέσως στη διάθεσή τους σημαντικά τεχνικά μέσα. Στις 24 το Σοβιέτ της συνοικίας του Βίμποργκ προστάζει αυτά: «Να επιταχθούν αμέσως όλα τα αυτοκίνητα... Να καταγραφεί όλο το υλικό επίδεσης για κινητά νοσοκομεία και να εγκατασταθούν φρουρές σ’ αυτά».
Ολοένα και περισσότεροι εξωκομματικοί εργάτες έρχονταν να ασκηθούν στη σκοποβολή και στους ελιγμούς. Ο αριθμός των φυλακίων μεγάλωνε. Στα εργοστάσια η φρούρηση ήταν εξασφαλισμένη μέρα και νύχτα. Τα επιτελεία της Κόκκινης Φρουράς εγκαταστάθηκαν στα πιο ευρύχωρα κτήρια.
Στις 23 Οκτώβρη, στο καλυκοποιείο προχώρησαν στην εξέταση των γνώσεων των κόκκινων φρουρών. Η απόπειρα ενός μενσεβίκου να μιλήσει εναντίον του ξεσηκωμού πνίγηκε μέσα σε θύελλα αγανάκτησης: αρκετά, ο καιρός των συζητήσεων έχει περάσει! Το κίνημα είναι ασυγκράτητο, κατακτάει ακόμα και τους μενσεβίκους. Αυτοί «κατατάσσονται στην Κόκκινη Φρουρά» –διηγείται η Τατιάνα Γκραφ– «παίρνουν μέρος σε όλες τις διαταγμένες υπηρεσίες και δείχνουν ακόμα και πρωτοβουλία». Ο Σκορίνκο περιγράφει πώς στις 23 συναδελφώθηκαν στο απόσπασμα, με τους μπολσεβίκους, οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι, οι νέοι και οι γέροι, και πώς ο ίδιος ο Σκορίνκο αγκάλιασε με αγαλλίαση τον πατέρα του, εργάτη στο ίδιο εργοστάσιο. Ο εργάτης Πεσκοβόι διηγείται: Στο ένοπλο απόσπασμα «υπήρχαν νεαροί εργάτες γύρω στα δεκάξι και παλιοί που πήγαιναν στα πενήντα». Το ανακάτεμα στις ηλικίες έδινε «ζωντάνια και μαχητικό πνεύμα».
Το προάστιο του Βίμποργκ προετοιμαζόταν για τη μάχη με ζέση ολότελα ξεχωριστή. Αρπάζουν τα κλειδιά των κινητών γεφυριών που ενώνουν το προάστιο, μελετούν τα τρωτά σημεία της συνοικίας, εκλέγουν την Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή τους, οι εργοστασιακές επιτροπές έχουν εγκαταστήσει μόνιμες υπηρεσίες. Με δικαιολογημένη περηφάνια ο Καγιούροβ γράφει για τους εργάτες του Βίμποργκ: «Ήταν οι πρώτοι που μπήκαν σε αγώνα με την απολυταρχία, οι πρώτοι που επιβάλανε στην περιοχή τους το οχτάωρο, οι πρώτοι που βγήκαν στους δρόμους με το όπλο στο χέρι να διαμαρτυρηθούν ενάντια στους δέκα καπιταλιστές υπουργούς, οι πρώτοι που διαμαρτυρήθηκαν στις 7 Ιούλη για τις διώξεις ενάντια στο κόμμα μας, και δεν ήταν οι τελευταίοι στην αποφασιστική μέρα της 25 του Οκτώβρη». Το σωστό σωστό!
Η ιστορία της Κόκκινης Φρουράς είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία της δυαδικής εξουσίας: τούτη δω, με τις εσωτερικές αντιφάσεις της και τις συγκρούσεις της, έδινε στους εργάτες μεγαλύτερη ευκολία για να δημιουργήσουν, κιόλας πριν απ’ την εξέγερση, μια επιβλητική ένοπλη δύναμη. Να κάνεις τον απολογισμό των εργατικών αποσπασμάτων σ’ όλη τη χώρα τη στιγμή της εξέγερσης, είναι έργο σχεδόν απραγματοποίητο, τουλάχιστο στην τωρινή στιγμή. Όπως και να ’ναι, δεκάδες και δεκάδες χιλιάδες ένοπλοι εργάτες αποτελούσαν τη στελέχωση της εξέγερσης. Οι εφεδρείες ήταν σχεδόν ανεξάντλητες.
Ωστόσο, η οργάνωση της Κόκκινης Φρουράς απείχε, ολοφάνερα, από την τελειότητα. Όλα γίνονταν βιαστικά, χοντρικά, κι όχι πάντα επιδέξια. Οι κόκκινοι φρουροί ήταν στο μεγαλύτερό τους μέρος κακά προετοιμασμένοι, οι υπηρεσίες σύνδεσης δεν λειτουργούσαν καλά, ο ανεφοδιασμός κούτσαινε, η νοσοκομειακή εργασία καθυστερούσε. Όμως, στελεχωμένη με τους εργάτες με το πιο υψηλό πνεύμα αυτοθυσίας, η Κόκκινη Φρουρά φλεγόταν από την επιθυμία να φέρει αυτή τη φορά την πάλη ως το τέλος. Κι αυτό είναι που έκρινε την υπόθεση.
Η διαφορά ανάμεσα στα εργατικά αποσπάσματα και τα αγροτικά συντάγματα δεν καθοριζόταν μόνο από την ιδιαίτερη κοινωνική τους σύνθεση. Πολλοί από κείνους τους χοντροκέφαλους στρατιώτες, αφού γυρίσουν στα χωριά τους και μοιραστούν τη γη των γαιοκτημόνων, θα πολεμήσουν απεγνωσμένα εναντίον των λευκοφρουρών, πρώτα στα παρτιζάνικα αποσπάσματα, έπειτα στον Κόκκινο Στρατό. Ανεξάρτητα απ’ την κοινωνική διαφορά, υπάρχει μια άλλη διαφορά, πιο άμεση: ενώ η στρατιωτική φρουρά αποτελεί μιαν αναγκαστική συσσωμάτωση από παλιούς στρατιώτες που έκαναν τον πόλεμο, τα αποσπάσματα της Κόκκινης Φρουράς είναι ολότελα καινουργιοφτιαγμένα, με ατομική επιλογή, πάνω σε καινούργια βάση και για καινούργιους σκοπούς.
Η Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή διαθέτει κ’ ένα τρίτο όπλο: τους ναύτες της Βαλτικής. Από κοινωνική σύνθεση είναι πολύ πιο κοντά στους εργάτες απ’ ό,τι το πεζικό. Υπάρχουν ανάμεσά τους όχι λίγοι εργάτες απ’ την Πετρούπολη. Το πολιτικό επίπεδο του ναύτη είναι άπειρα ανώτερο από του φαντάρου. Διαφέροντας από τους ελάχιστα μαχητικούς έφεδρους, που είχαν ξεχάσει τη χρήση του τουφεκιού, οι ναύτες δεν είχαν διακόψει την ενεργό υπηρεσία.
Για τις αποφασιστικές επιχειρήσεις μπορούσε κανείς σταθερά να υπολογίζει στους ένοπλους κομμουνιστές, στα αποσπάσματα της Κόκκινης Φρουράς, στην πρωτοπορία των ναυτών και στα καλύτερα διατηρημένα συντάγματα. Τα στοιχεία αυτής της στρατιωτικής συσσωμάτωσης αλληλοσυμπληρώνονταν: Η πολυάριθμη στρατιωτική φρουρά δεν είχε αρκετή θέληση για την πάλη. Τα αποσπάσματα των ναυτών δεν ήταν αρκετά ισχυρά σε αριθμό. Από την Κόκκινη Φρουρά έλειπε η πείρα. Οι εργάτες, μαζί με τους ναύτες, πρόσφεραν ενεργητικότητα, τόλμη, ορμή. Τα συντάγματα της φρουράς αποτελούσαν μιαν εφεδρεία δυσκολοκίνητη που επιβαλλόταν με τον αριθμό της και ήταν συντριπτική με τη μάζα της.
Ζώντας καθημερινά πλάι στους εργάτες, τους στρατιώτες και τους ναύτες, οι μπολσεβίκοι αντιλαμβάνονταν πολύ καλά τις βαθιές ποιοτικές διαφορές ανάμεσα στα στοιχεία του στρατού που θα οδηγούσανε στη μάχη. Πάνω στον υπολογισμό αυτών των διαφορών είχε θεμελιωθεί σε μεγάλο μέρος το ίδιο το σχέδιο της εξέγερσης.
Η κοινωνική δύναμη του άλλου στρατοπέδου αποτελούνταν από τις κατέχουσες τάξεις. Αυτό σημαίνει πως αυτές προσδιόριζαν τη στρατιωτική αδυναμία του. Τα σπουδαία πρόσωπα του κεφαλαίου, του Τύπου, της πανεπιστημιακής έδρας, πού λοιπόν και πότε είχαν πολεμήσει; Τα αποτελέσματα των αγώνων που προσδιόριζαν την ίδια τους την τύχη, είχαν τη συνήθεια να τα πληροφορούνται από το τηλέφωνο ή τον τηλέγραφο. Και η νέα γενιά, οι γιοι, οι φοιτητές; Ήτανε σχεδόν όλοι εχθρικοί στην εξέγερση του Οκτώβρη.
Οι περισσότεροι όμως απ’ αυτούς, μαζί με τους πατεράδες τους, στέκονταν παράμερα περιμένοντας την έκβαση της μάχης. Ένα μέρος προσκολλήθηκε αργότερα στους αξιωματικούς και τους γιούνκερ που, ήδη από τα πριν, στρατολογούνταν σε μεγάλο βαθμό ανάμεσα στους φοιτητές. Οι ιδιοκτήτες δεν είχανε το λαό με το μέρος τους. Οι εργάτες, οι στρατιώτες, οι χωρικοί είχαν στραφεί εναντίον τους. Η κατάρρευση των συμφιλιωτικών κομμάτων έδειχνε πως οι κατέχουσες τάξεις είχανε μείνει δίχως στρατό.
Αν στη ζωή των νεότερων κρατών οι σιδηροτροχιές έχουν τη σπουδαιότητά τους, το ζήτημα των σιδηροδρομικών καταλάμβανε στους πολιτικούς υπολογισμούς των δύο στρατοπέδων σημαντική θέση. Η ιεραρχική διάρθρωση του προσωπικού των σιδηροδρόμων άνοιγε δυνατότητες σε ένα υπέρμετρο πολιτικό ανακάτεμα, δημιουργώντας έτσι ευνοϊκούς όρους για τους συμφιλιωτές διπλωμάτες. Το Βίκζελ, η Πανρωσική Εκτελεστική Επιτροπή των Σιδηροδρομικών, που είχε σχηματιστεί αργοπορημένα, διατηρούσε ρίζες πολύ πιο γερές μέσα στους κύκλους των υπαλλήλων, ακόμα και των εργατών, απ’ ό,τι λόγου χάρη οι Επιτροπές Στρατιάς στο μέτωπο. Οι μπολσεβίκοι στους σιδηρόδρομους δεν ακολουθούνταν παρά από μια μειοψηφία, κυρίως από τα μηχανοστάσια και τα εργοστάσια. Σύμφωνα με την έκθεση του Σμιντ, ενός από τους μπολσεβίκους ηγήτορες του συνδικαλιστικού κινήματος, οι σιδηροδρομικοί που βρίσκονταν πιο κοντά στο κόμμα ήταν εκείνοι που εργάζονταν στα δίκτυα της Πετρούπολης και της Μόσχας.
Όμως, ακόμα και μέσα στη συμφιλιωτική μάζα των εργατοϋπαλλήλων, έγινε απότομη μεταστροφή προς τα αριστερά από τη στιγμή της σιδηροδρομικής απεργίας, στο τέλος του Σεπτέμβρη. Η δυσαρέσκεια εναντίον του Βίκζελ, που είχε διασυρθεί με τις δολιχοδρομίες του, ανέβαινε ολοένα και πιο αποφασιστική. Ο Λένιν σημείωνε ότι «οι στρατιές των σιδηροδρομικών και των ταχυδρομικών υπαλλήλων εξακολουθούν να βρίσκονται σε οξεία σύγκρουση με την κυβέρνηση». Από την άποψη των άμεσων προβλημάτων της εξέγερσης, αυτό ήταν σχεδόν αρκετό.
Η κατάσταση ήταν λιγότερο ευνοϊκή στη διοίκηση των ταχυδρομείων και τηλεγραφείων. Κατά τον μπολσεβίκο Μπόκι, «πλάι στις τηλεγραφικές συσκευές φυλάνε σκοποί κυρίως καντέτοι». Μα και δω ακόμα, το κατώτερο προσωπικό αντιτασσόταν με εχθρότητα στις κορυφές. Ανάμεσα στους ταχυδρομικούς διανομείς υπήρχε μια ομάδα έτοιμη να καταλάβει την κατάλληλη στιγμή το ταχυδρομείο.
Να πείσεις όλους τους σιδηροδρομικούς και τους ταχυδρομικούς υπάλληλους μόνο με το λόγο, ήταν σε κάθε περίπτωση ανώφελο και να το σκεφτείς. Αν οι μπολσεβίκοι ήταν διστακτικοί, οι καντέτοι και οι συμφιλιωτικές κορυφές θα ’χαν υπερτερήσει. Αν η επαναστατική διεύθυνση ήταν αποφασιστική, η βάση έπρεπε άφευκτα να τραβήξει πίσω της τα ενδιάμεσα στρώματα και ν’ απομονώσει τους ηγήτορες του Βίκζελ. Στους υπολογισμούς της επανάστασης, μόνη της η στατιστική δεν φτάνει: χρειάζεται ο συντελεστής της ζωντανής δράσης.
Οι αντίπαλοι της εξέγερσης μέσα στις ίδιες τις γραμμές του μπολσεβίκικου κόμματος έβρισκαν, ωστόσο, αρκετά πατήματα για πεσιμιστικά συμπεράσματα. Ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ ερμηνεύανε να μην υποτιμάμε τις δυνάμεις του αντίπαλου. «Η Πετρούπολη αποφασίζει, όμως στην Πετρούπολη οι εχθροί διαθέτουν σημαντικές δυνάμεις: πέντε χιλιάδες γιούνκερ τέλεια εξοπλισμένους και που ξέρουν να πολεμάνε, ένα επιτελείο, συν συντάγματα κρούσης, συν Κοζάκους, συν μεγάλο μέρος της φρουράς, συν σημαντικότατο πυροβολικό απλωμένο σε βεντάλια γύρω από την Πετρούπολη. Πέρ’ απ’ αυτό οι αντίπαλοι, με τη βοήθεια της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, θα δοκιμάσουν σχεδόν στα σίγουρα να φέρουν στρατό από το μέτωπο...». Η απαρίθμηση είναι επιβλητική, μα δεν είναι παρά απαρίθμηση. Av συνολικά ο στρατός είναι κοινωνική συσσωμάτωση, όταν χωρίζει ανοιχτά στα δυο, οι δυο στρατοί είναι οι συσσωματώσεις των αντιμαχόμενων στρατοπέδων. Ο στρατός των ιδιοκτητών έφερνε μέσα του το σαράκι της απομόνωσης και της φθοράς.
Τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και τα χαρτοπαίγνια, ύστερα από τη ρήξη του Κερένσκι με τον Κορνίλοβ, ξεχείλιζαν από αξιωματικούς εχθρικούς στην κυβέρνηση. Ωστόσο, το μίσος τους απέναντι στους μπολσεβίκους ήταν άπειρα πιο έντονο. Κατά γενικό κανόνα, η μεγαλύτερη δραστηριότητα προς όφελος της κυβέρνησης εκδηλωνόταν από τη μεριά των μοναρχικών αξιωματικών. «Αγαπητοί Κορνίλοβ και Κρίμοβ, εκείνο που δεν μπορέσατε να κάνετε εσείς, θα το επιτύχουμε ίσως εμείς, με τη βοήθεια του Θεού...». Τέτοια είναι η επίκληση του αξιωματικού Σινεγκούμπ, ενός από τους πιο γενναίους υπερασπιστές των Χειμερινών Ανακτόρων τη μέρα της εξέγερσης. Μα ήταν ωστόσο σπάνιες οι μονάδες που έδειξαν πραγματικά διάθεση για πάλη, μ’ όλο που το σώμα των αξιωματικών ήταν πολυάριθμο. Ήδη η συνωμοσία του Κορνίλοβ είχε δείξει ότι το σώμα των αξιωματικών, βαθιά αποθαρρημένων, δεν αποτελούσε μαχητική δύναμη.
Η κοινωνική σύνθεση των γιούνκερ είναι ετερογενής - δεν υπήρχε ομοφωνία ανάμεσά τους. Πλάι σε στρατιωτικούς «κληρονομικώ δικαίω», παιδιά κ’ εγγόνια αξιωματικών, υπάρχουν κάμποσα τυχοδιωκτικά στοιχεία στρατολογημένα για τις ανάγκες του πολέμου από τον καιρό ακόμα της μοναρχίας. Ο διοικητής της Σχολής Μηχανικού λέει σ’ έναν αξιωματικό: «Εσύ κ’ εγώ είμαστε καταδικασμένοι... δεν είμαστε ευγενείς και μπορούμε να σκεφτούμε διαφορετικά;». Σχετικά με τους γιούνκερ δημοκρατικής προέλευσης, κείνοι οι φαντασμένοι κύριοι, που είχαν αποφύγει με επιτυχία έναν ευγενή θάνατο, μιλάνε γι’ αυτούς σαν για ασχημομούρηδες, μουζίκους, «με χυδαία και άξεστα χαρακτηριστικά». Μια γραμμή έχει βαθιά χαραχτεί ανάμεσα στους κοκκινοαίματους και γαλαζοαίματους ανθρώπους μέσα στις σχολές των γιούνκερ, και δω, για την υπεράσπιση της δημοκρατικής εξουσίας, μεγαλύτερο ζήλο δείχνουν ίσα-ίσα εκείνοι που νοσταλγούν περισσότερο τη μοναρχία. Οι δημοκρατικοί γιούνκερ δηλώνουν πως δεν είναι με τον Κερένσκι μα με την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή. Η επανάσταση είχε για πρώτη φορά ανοίξει τις πόρτες των σχολών γιούνκερ στους Εβραίους. Προσπαθώντας να μην υστερήσουν απέναντι στους προνομιούχους, τα αρχοντόπουλα της εβραϊκής μπουρζουαζίας εκδηλώνουν πνεύμα εξαιρετικά φιλοπόλεμο εναντίον των μπολσεβίκων. Αλίμονο όμως, αυτό δεν φτάνει, όχι μόνο για να σώσει το καθεστώς, μα ούτε καν για να προστατέψει τα Χειμερινά Ανάκτορα. Η ετερογενής σύνθεση των στρατιωτικών σχολών και η πλήρης απομόνωσή τους από το στρατό έδιναν τούτο το αποτέλεσμα, ότι στις κρίσιμες ώρες οι γιούνκερ άρχιζαν κι αυτοί να κάνουν συγκεντρώσεις: Πώς θα φέρνονταν οι Κοζάκοι; Θα κινούνταν κανένας άλλος εκτός από μας; Άξιζε τον κόπο γενικά να πολεμήσουμε για την προσωρινή κυβέρνηση;
Σύμφωνα με την έκθεση του Ποντβόισκι, στις αρχές του Οκτώβρη υπήρχαν στις στρατιωτικές σχολές της Πετρούπολης κάπου 120 γιούνκερ σοσιαλιστές, απ’ τους οποίους 42 - 43 μπολσεβίκοι. «Οι γιούνκερ λένε πως ολόκληρη η διοίκηση των σχολών έχει αντεπαναστατικό πνεύμα. Τους προετοιμάζουν ανοιχτά, για την περίπτωση διαδηλώσεων, να συντρίψουν την εξέγερση...». Ο αριθμός των σοσιαλιστών και προπαντός των μπολσεβίκων, όπως βλέπουμε, είναι ολότελα ασήμαντος. Όμως αυτοί εδώ δίνουν στο Σμόλνι τη δυνατότητα να γνωρίζει κάθε τι το ουσιαστικό απ’ ό,τι γίνεται στο περιβάλλον των γιούνκερ. Άλλωστε, η όλη τοπογραφία των στρατιωτικών σχολών τους είναι εξαιρετικά μειονεκτική: οι γιούνκερ είναι διασπαρμένοι ανάμεσα στους στρατώνες και μ’ όλο που μιλάνε με περιφρόνηση για τους φαντάρους, τους βλέπουν με μεγάλο φόβο.
Οι φόβοι τους είναι με το παραπάνω δικαιολογημένοι. Από τους γειτονικούς στρατώνες και τις εργατικές συνοικίες χιλιάδες εχθρικά μάτια παραφυλάνε τους γιούνκερ. Η επαγρύπνηση είναι τόσο πιο αποτελεσματική όσο σε κάθε σχολή υπάρχει ένα απόσπασμα από στρατιώτες που στα λόγια τηρούν ουδετερότητα, μα στην πραγματικότητα κλίνουν με το μέρος των εξεγερμένων. Τα οπλοστάσια των σχολών είναι στα χέρια των βοηθητικών στρατιωτών. «Αυτά τα κοπρόσκυλα» –γράφει ένας αξιωματικός της Σχολής Μηχανικού– «όχι μόνο χάσανε τα κλειδιά της αποθήκης, έτσι που είχα αναγκαστεί να βάλω να σπάσουνε την πόρτα, μα ακόμα και τα κλείστρα των πολυβόλων είχαν αφαιρεθεί και κρυφτεί δεν ξέρω πού». Σε παρόμοιες περιστάσεις είναι δύσκολο να περιμένει κανείς από τους γιούνκερ θαύματα ηρωισμού.
Η εξέγερση της Πετρούπολης δεν απειλούνταν από ένα χτύπημα απ’ έξω, από τις γειτονικές φρουρές; Τις τελευταίες μέρες της ύπαρξής της, η μοναρχία δεν είχε πάψει να υπολογίζει στο μικρό στρατιωτικό δακτύλιο γύρω από την πρωτεύουσα. Η μοναρχία είχε λογαριάσει άσκημα. Μα πώς θα γινόταν αυτή τη φορά; Να εξασφαλίσεις όρους που να αποκλείουν κάθε κίνδυνο, θα ’τανε σαν να κάνεις περιττή κάθε εξέγερση: ο σκοπός της είναι ίσα-ίσα να συντρίψει εμπόδια που δεν μπορείς να εξαλείψεις με την πολιτική. Δεν μπορείς όλα να τα λογαριάσεις από τα πριν. Όμως, το κάθε τι που μπορούσε να προβλεφτεί είχε υπολογιστεί.
Στις αρχές του Οκτώβρη είχε συνέλθει στην Κροστάνδη η Συνδιάσκεψη των σοβιέτ του κυβερνείου της Πετρούπολης. Οι αντιπρόσωποι από τις γύρω φρουρές –της Γκάτσινα, του Τσάρσκογιε-Σελό, του Κράσνογιε-Σελό, του Οράνιενμπάουμ, της ίδιας της Κροστάνδης– έπιασαν την πιο ψηλή νότα, συντονισμένη με τη διαπασών των ναυτών της Βαλτικής. Με την απόφασή τους έσμιξε το Σοβιέτ των αντιπροσώπων αγροτών του κυβερνείου της Πετρούπολης: οι μουζίκοι, προσπερνώντας τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες, έκλιναν ζωηρά προς τους μπολσεβίκους.
Στη διάσκεψη της Κεντρικής Επιτροπής της 16 Οκτωβρίου, ο εργάτης Στεπάνοβ χάραζε έναν αρκετά ποικιλόχρωμο πίνακα της κατάστασης των δυνάμεων στο κυβερνείο, μα όπου κυριαρχούσαν ωστόσο καθαρά οι τόνοι του μπολσεβικισμού. Στο Σεστρορέτσκ και στο Κολπίνο οι εργάτες εξοπλίζονται, η ψυχική τους κατάσταση είναι για τη μάχη. Στο Νόβι-Πέτερχοφ η εργασία έχει σταματήσει στο αποδιοργανωμένο σύνταγμα. Στο Κράσνογιε-Σελό το 176ο σύνταγμα (το ίδιο που φρουρούσε μπροστά στο ανάκτορο της Ταυρίδας στις 4 Ιούλη) καθώς και το 172ο είναι με το μέρος των μπολσεβίκων «μα πέρα απ’ αυτό υπάρχει το ιππικό». Στη Λούγκα μια φρουρά από τριάντα χιλιάδες άντρες έχει στραφεί προς το μέρος του μπολσεβικισμού, κι ένα μέρος διστάζει· το Σοβιέτ είναι ακόμα εθνικοαμυνίτικο. Στη Γκντόβα το σύνταγμα είναι μπολσεβίκικο. Στην Κροστάνδη το ηθικό έχει καταπέσει· ο αναβρασμός της φρουράς ήταν πάρα πολύ δυνατός τους προηγούμενους μήνες, τα καλύτερα στοιχεία των ναυτών βρίσκονταν στο στόλο σε πολεμικές επιχειρήσεις. Στο Σλούσελμπουργκ, εξήντα βέρστια απ’ την Πετρούπολη, το Σοβιέτ ήταν από καιρό η μόνη εξουσία· οι εργάτες του μπαρουτάδικου ήταν έτοιμοι, οποιαδήποτε στιγμή, να υποστηρίξουν την πρωτεύουσα.
Σε συνδυασμό με τ’ αποτελέσματα της Συνδιάσκεψης των Σοβιέτ στην Κροστάνδη, τα δεδομένα για τις εφεδρείες πρώτης γραμμής μπορούν να θεωρούνται ολότελα ενθαρρυντικά. Τα κύματα που εκπορεύονταν από την εξέγερση του Φλεβάρη ήταν αρκετά για να διαλύσουν την πειθαρχία σε μεγάλη έκταση ένα γύρω. Με τόσο μεγαλύτερη σιγουριά μπορείς ν’ αντικρίζεις πλέον τις φρουρές γύρω από την πρωτεύουσα όταν οι διαθέσεις τους είναι αρκετά γνωστές από τα πριν.
Στις εφεδρείες δεύτερης γραμμής αναλογούν τα στρατεύματα του φινλανδικού και του βόρειου μετώπου. Εδώ τα πράγματα παρουσιάζονται ακόμα πιο ευνοϊκά. Η εργασία του Σμίλγκα, του Αντόνοβ και του Ντιμπένκο έδωσε ανεκτίμητα αποτελέσματα. Μαζί με τη φρουρά του Έλσιγκφορς, ο στόλος μεταβλήθηκε, στο έδαφος της Φινλανδίας, σε υπέρτατη εξουσία. Η κυβέρνηση δεν είχε πια εκεί καμιά εξουσία. Δυο κοζάκικες μεραρχίες οδηγημένες στο Έλσιγκφορς –ο Κορνίλοβ τις προόριζε για το χτύπημα εναντίον της Πετρούπολης– είχαν τον καιρό να σχετιστούν στενά με τους ναύτες και υποστήριζαν τους μπολσεβίκους ή τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες που, στο στόλο της Βαλτικής, πολύ λίγο ξεχώριζαν από τους μπολσεβίκους.
Το Έλσιγκφορς άπλωσε το χέρι στους ναύτες της βάσης του Ρεβάλ, που ήταν ως τότε λιγότερο αποφασιστικοί. Το Περιφερειακό Συνέδριο των Σοβιέτ του Βορρά, όπου η πρωτοβουλία ανήκε όμοια, όπως φαίνεται, στο στόλο της Βαλτικής, συσσωμάτωσε τα σοβιέτ από τις πιο κοντινές φρουρές της Πετρούπολης σ’ έναν κύκλο τόσο πλατύ που περιλάβαινε από τη μια μεριά τη Μόσχα κι από την άλλη τον Αρχάγγελο. «Μ’ αυτό τον τρόπο» –γράφει ο Αντόνοβ– «πραγματωνόταν η ιδέα της θωράκισης της πρωτεύουσας της επανάστασης ενάντια στις ενδεχόμενες επιθέσεις από τα στρατεύματα του Κερένσκι». Από το Συνέδριο ο Σμίλγκα ξαναγύρισε στο Έλσιγκφορς για να ετοιμάσει ένα ειδικό απόσπασμα από ναυτικό, πεζικό και πυροβολικό, που προοριζόταν ν’ αποσταλεί στην Πετρούπολη στο πρώτο σύνθημα. Η φινλανδική πτέρυγα της εξέγερσης της Πετρούπολης ήταν από τις καλύτερα εξασφαλισμένες. Από κει μπορούσες να περιμένεις όχι χτύπημα, μα σοβαρή βοήθεια.
Μα και σ’ άλλους τομείς του μετώπου τα πράγματα πήγαιναν μια χαρά, και πάντως πολύ καλύτερα απ’ ό,τι φαντάζονταν ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι μπολσεβίκοι. Στη διάρκεια του Οκτώβρη έγιναν στο στρατό καινούργιες εκλογές Επιτροπών, παντού με έκδηλη μεταβολή προς την κατεύθυνση των μπολσεβίκων. Στο σώμα το σταθμευμένο έξω από το Ντβινσκ, «οι παλιοί φρόνιμοι στρατιώτες» βρέθηκαν όλοι μαυρισμένοι στις εκλογές για τις Επιτροπές συντάγματος και λόχου· τη θέση τους την πήραν «σκοτεινά και απαίδευτα υποκείμενα... με μάτια αγριεμένα, αστραφτερά, με λυκίσια μουσούδια». Τα ίδια συμβαίνουν και σε άλλους τομείς. «Παντού γίνονταν καινούργιες εκλογές Επιτροπών και παντού εκλέγονταν μόνο μπολσεβίκοι και ντεφετιστές». Οι κυβερνητικοί κομισάριοι άρχισαν ν’ αποφεύγουν τις αποστολές στα συντάγματα: «Αυτή τη στιγμή η θέση τους δεν είναι καλύτερη από τη δική μας». Παραθέτουμε εδώ το βαρόνο Μπούντμπεργκ. Δυο συντάγματα ιππικού του σώματός του, ουσάροι και Κοζάκοι από τα Ουράλια, που είχανε μείνει περισσότερο καιρό από άλλους στα χέρια των διοικητών τους και δεν είχαν αρνηθεί να συντρίψουνε τις ανταρσίες, τα βρόντηξαν μονομιάς κάτω και ζήτησαν «να τους απαλλάξουν από το ρόλο του τιμωρού και του χωροφύλακα». Η απειλητική σημασία αυτής της προειδοποίησης ήταν ολοφάνερη για το βαρόνο. «Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις ένα συρφετό από ύαινες, τσακάλια και πρόβατα παίζοντας βιολί» –έγραφε...– «η σωτηρία βρίσκεται μόνο στη δυνατότητα μιας πολύ πλατιάς εφαρμογής του πυρωμένου σίδερου». Και δω μια τραγική ομολογία: «Αυτό το σίδερο λείπει και δεν ξέρει κανείς πού να το βρει».
Αν δεν παραθέτουμε ανάλογες μαρτυρίες για άλλα σώματα και μεραρχίες είναι μόνο γιατί οι διοικητές τους δεν ήταν τόσο παρατηρητικοί όσο ο Μπούντμπεργκ, ή δεν κρατούσαν ιδιαίτερα σημειωματάρια, ή γιατί αυτά τα σημειωματάρια δεν ήρθαν ακόμα στην επιφάνεια. Όμως το σώμα στρατού που στάθμευε έξω από το Ντβινσκ δεν ξεχώριζε σε τίποτα το ουσιαστικό από τα άλλα σώματα της 5ης στρατιάς (η οποία, άλλωστε, πολύ λίγο διέφερε από τις άλλες στρατιές) εκτός από το αισιόδοξο ύφος του διοικητή του.
Η συμφιλιωτική Επιτροπή της 5ης στρατιάς, που από καιρό ήδη είχε μείνει ξεκρέμαστη, εξακολουθούσε να στέλνει στην Πετρούπολη τηλεγραφήματα απειλώντας να αποκαταστήσει την τάξη στα μετόπισθεν με την ξιφολόγχη. «Όλα αυτά δεν είναι παρά μεγαλαυχίες, αέρας κοπανιστός», γράφει ο Μπούντμπεργκ. Η Επιτροπή ζούσε τις τελευταίες μέρες της. Στις 23 ξανάγιναν εκλογές. Πρόεδρος της καινούργιας μπολσεβίκικης Επιτροπής βγήκε ο γιατρός Σκλιάνσκι, έξοχος νεαρός οργανωτής, που δεν άργησε να ξεδιπλώσει τα ταλέντα του στον τομέα της δημιουργίας του Κόκκινου Στράτου.
Ο βοηθός του κυβερνητικού κομισάριου στο βόρειο μέτωπο ανακοίνωσε στις 22 Οκτώβρη στον υπουργό Στρατιωτικών ότι οι ιδέες του μπολσεβικισμού είχαν στο στρατό επιρροή που αύξαινε διαρκώς, ότι η μάζα ήθελε ειρήνη και ότι ακόμα και το πυροβολικό, που είχε αντισταθεί ως την τελευταία στιγμή, έτεινε ευήκοο ους «στην ντεφετιστική προπαγάνδα». Ήταν κι αυτό ένα σπουδαίο σύμπτωμα. «Η προσωρινή κυβέρνηση δεν έχει κανένα κύρος», έτσι εκφράζεται σε μιαν αναφορά του στην κυβέρνηση ένας από τους άμεσους πράκτορές της στο στρατό, τρεις μέρες πριν απ’ την εξέγερση.
Η Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή, είν’ αλήθεια, δεν γνώριζε τότε όλα αυτά τα ντοκουμέντα. Μα κείνο που ήξερε ήταν απόλυτα αρκετό. Στις 23 του Οκτώβρη, αντιπρόσωποι από διάφορες μονάδες του μετώπου παρέλασαν μπροστά στο Σοβιέτ της Πετρούπολης απαιτώντας ειρήνη: σ’ αντίθετη περίπτωση ο στρατός θα ριχνόταν πάνω στα μετόπισθεν και «θα εξολόθρευε όλα τα παράσιτα που έδειχναν διάθεση να τραβήξουν τον πόλεμο καμιά δεκαριά χρόνια ακόμα». Πάρτε την εξουσία, έλεγαν στο Σοβιέτ οι άντρες του μετώπου: «Τα χαρακώματα θα σας υποστηρίξουν».
Στα πιο απομακρυσμένα και καθυστερημένα μέτωπα, νοτιοδυτικό και ρουμανικό, οι μπολσεβίκοι σπάνιζαν ακόμα, ήταν όντα παράξενα. Όμως και κει κάτω οι διαθέσεις των στρατιωτών ήταν οι ίδιες. Η Εβγκένια Μπος διηγείται ότι στο 2ο σώμα της φρουράς που ήταν σταθμευμένο στα περίχωρα της Σμερίνκα, σε εξήντα χιλιάδες στρατιώτες υπήρχε ένας μόνο νεαρός κομμουνιστής και δυο συμπαθούντες, πράγμα που δεν εμπόδισε το σώμα στα Οκτωβριανά να κινήσει για να υποστηρίξει την εξέγερση.
Οι κυβερνητικοί κύκλοι απόθεσαν τις ελπίδες τους στο κοζάκικο ως την τελευταία ώρα. Όμως, λιγότερο τυφλοί, οι πολιτικοί του δεξιού στρατοπέδου καταλάβαιναν πως τα πράγματα κι από κείνη τη μεριά ήταν πολύ άσχημα. Οι Κοζάκοι αξιωματικοί ήταν σχεδόν όλοι κορνιλοβικοί. Οι Κοζάκοι της γραμμής έτειναν ολοένα πιο αριστερά. Στην κυβέρνηση για καιρό δεν το καταλάβαιναν αυτό, πιστεύοντας ότι η ψυχρότητα των κοζάκικων συνταγμάτων απέναντι στα Χειμερινά Ανάκτορα οφειλόταν στην τιμωρία που είχε επιβληθεί στον Καλέντιν. Τελικά όμως έγινε φανερό ακόμα και για τον υπουργό Δικαιοσύνης Μαλιάντοβιτς πως ο Καλέντιν «είχε πίσω του μόνο τους Κοζάκους αξιωματικούς, ενώ οι Κοζάκοι της γραμμής, όπως και όλοι οι στρατιώτες, έρεπαν απλούστατα προς το μπολσεβικισμό».
Από κείνο το μέτωπο, που τις πρώτες μέρες του Μάρτη φιλούσε τα χέρια και τα πόδια του φιλελεύθερου ιεροφάντη, σήκωνε θριαμβικά στα χέρια τους καντέτους υπουργούς, μεθούσε από τους λόγους του Κερένσκι και πίστευε πως οι μπολσεβίκοι ήταν πράκτορες της Γερμανίας, δεν απόμενε τίποτα. Οι ρόδινες αυταπάτες είχανε τσαλαπατηθεί μέσα στη λάσπη των χαρακωμάτων που οι στρατιώτες αρνούνταν να τη ζυμώσουν άλλο με τις τρύπιες μπότες τους. «Το τέλος πλησιάζει» –έγραφε, την ίδια τη μέρα της εξέγερσης της Πετρούπολης, ο Μπούντμπεργκ– «και δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αμφιβολία για την έκβαση· στο μέτωπό μας δεν υπάρχει πια ούτε μια μονάδα... που να μην είναι στην εξουσία των μπολσεβίκων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου