Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Η τέχνη της εξέγερσης

 
αναδημοσίευση από Μαρξιστικά Βιβλία στο INTERNET

Οι άνθρωποι δεν κάνουν την επανάσταση καλόκαρδα, το ίδιο και τον πόλεμο. 
Η διαφορά βρίσκεται ωστόσο σε τούτο: ότι στον πόλεμο ο αποφασιστικός ρόλος πέφτει στον καταναγκασμό· στην επανάσταση δεν υπάρχει καταναγκασμός, εκτός από τον καταναγκασμό των περιστάσεων.
 Η επανάσταση παρουσιάζεται όταν δεν απομένει άλλος δρόμος. 
Η εξέγερση, που υψώνεται πάνω από την επανάσταση σαν μια βουνοκορφή στην οροσειρά των γεγονότων της, δεν μπορεί να προκληθεί αυθαίρετα, το ίδιο όπως και η επανάσταση στο σύνολό της. 
Οι μάζες, επανειλημμένα, επιτίθενται και υποχωρούν πριν αποφασίσουν να κάνουν την τελευταία έφοδο.
Η συ­νω­μο­σία συ­νή­θως αντι­τί­θε­ται στην εξέ­γερ­ση, όπως η προ­με­λε­τη­μέ­νη επι­χεί­ρη­ση μιας μειο­ψη­φί­ας απέ­να­ντι στη στοι­χεια­κή κί­νη­ση της πλειο­ψη­φί­ας. Και πραγ­μα­τι­κά: μια νι­κη­φό­ρα εξέ­γερ­ση που δεν μπο­ρεί να είναι παρά το έργο μιας τάξης προ­ο­ρι­σμέ­νης να τεθεί επι­κε­φα­λής του έθνους, από την ... ιστο­ρι­κή της ση­μα­σία κι απ’ τις μέ­θο­δές της ξε­χω­ρί­ζει βαθιά από ένα πρα­ξι­κό­πη­μα συ­νω­μο­τών που ενερ­γούν πίσω από τις πλά­τες των μαζών.
Πραγ­μα­τι­κά, σε κάθε τα­ξι­κή κοι­νω­νία υπάρ­χουν αρ­κε­τές αντι­φά­σεις για να μπο­ρεί κα­νείς να εξυ­φά­νει, μέσα στις σκι­σμά­δες, μια συ­νω­μο­σία. Η ιστο­ρι­κή πείρα απο­δεί­χνει, ωστό­σο, πως χρειά­ζε­ται ακόμα η κοι­νω­νία να είναι άρ­ρω­στη σε κά­ποιο βαθμό –όπως στην Ισπα­νία, στην Πορ­το­γα­λία, στη Νότια Αμε­ρι­κή– για να μπο­ρεί η πο­λι­τι­κή των συ­νω­μο­τών να βρί­σκει διαρ­κώς να τρέ­φε­ται. Στην κα­θα­ρή της κα­τά­στα­ση η συ­νω­μο­σία, ακόμα και σε πε­ρί­πτω­ση νίκης, το μόνο που μπο­ρεί να δώσει είναι η αλ­λα­γή στην άσκη­ση της εξου­σί­ας δια­φό­ρων κλι­κών της ίδιας, κυ­ρί­αρ­χης τάξης, ή λι­γό­τε­ρο ακόμα: αντι­κα­τα­στά­σεις πο­λι­τι­κών προ­σώ­πων. Η νίκη ενός κοι­νω­νι­κού συ­στή­μα­τος πάνω σ’ ένα άλλο δεν έχει γίνει στην ιστο­ρία παρά μόνο με μα­ζι­κή εξέ­γερ­ση. Ενώ οι πε­ριο­δι­κές συ­νω­μο­σί­ες είναι συ­χνό­τα­τα η έκ­φρα­ση του μα­ρα­σμού και της σήψης της κοι­νω­νί­ας, η λαϊκή εξέ­γερ­ση, αντί­θε­τα, ανα­φαί­νε­ται συ­νή­θως σαν απο­τέ­λε­σμα μιας προη­γού­με­νης γορ­γής εξέ­λι­ξης, που σπά­ζει την παλιά ισορ­ρο­πία του έθνους. Οι χρό­νιες «επα­να­στά­σεις» στις νο­τιο­α­με­ρι­κα­νι­κές δη­μο­κρα­τί­ες δεν έχουν τί­πο­τα κοινό με τη διαρ­κή επα­νά­στα­ση· απε­να­ντί­ας, με κά­ποιαν έν­νοια είναι το ολό­τε­λα αντί­θε­τό της.
Αυτό που ει­πώ­θη­κε πιο πάνω δεν ση­μαί­νει ωστό­σο κα­θό­λου ότι λαϊκή εξέ­γερ­ση και συ­νω­μο­σία απο­κλεί­ουν η μια την άλλη σ’ όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις. Ένα στοι­χείο συ­νω­μο­σί­ας, σ’ αυτό ή σε κείνο το μέτρο, περ­νά­ει σχε­δόν πάντα στην εξέ­γερ­ση. Σταθ­μός ιστο­ρι­κά προσ­διο­ρι­σμέ­νος της επα­νά­στα­σης, η εξέ­γερ­ση των μαζών δεν είναι ποτέ κα­θα­ρά στοι­χεια­κή. Ακόμα κι όταν ξε­σπά­ει απροσ­δό­κη­τα για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους συμ­με­τό­χους της, γο­νι­μο­ποιεί­ται από ιδέες που οι εξε­γερ­μέ­νοι βλέ­πουν σ’ αυτές μια διέ­ξο­δο από τα βά­σα­να της ζωής. Όμως η εξέ­γερ­ση των μαζών μπο­ρεί να προ­βλε­φτεί και να προ­ε­τοι­μα­στεί. Αυτή μπο­ρεί να ορ­γα­νω­θεί από τα πριν. Σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση η συ­νω­μο­σία είναι υπο­ταγ­μέ­νη στην εξέ­γερ­ση, την υπη­ρε­τεί, διευ­κο­λύ­νει την πο­ρεία της, επι­τα­χύ­νει τη νίκη της. Όσο ψη­λό­τε­ρο είναι το πο­λι­τι­κό επί­πε­δο ενός επα­να­στα­τι­κού κι­νή­μα­τος, όσο σο­βα­ρό­τε­ρη είναι η διεύ­θυν­σή του, τόσο με­γα­λύ­τε­ρη είναι η θέση που κρα­τά­ει η συ­νω­μο­σία στη λαϊκή εξέ­γερ­ση.
Είναι απα­ραί­τη­το να κα­τα­λά­βου­με σωστά τη σχέση ανά­με­σα στην εξέ­γερ­ση και τη συ­νω­μο­σία, τόσο σε ό,τι τις φέρ­νει σε αντί­θε­ση όσο και σε ό,τι τις συ­μπλη­ρώ­νει αμοι­βαία, κι αυτό τόσο πιο πολύ όσο η ίδια η χρήση της λέξης «συ­νω­μο­σία» έχει στη μαρ­ξι­στι­κή φι­λο­λο­γία όψη αντι­φα­τι­κή, είτε πρό­κει­ται για ανε­ξάρ­τη­τη επι­χεί­ρη­ση μιας μειο­ψη­φί­ας που παίρ­νει την πρω­το­βου­λία είτε πρό­κει­ται για προ­πα­ρα­σκευή από τη μειο­ψη­φία του ξε­ση­κω­μού της πλειο­ψη­φί­ας.
Η ιστο­ρία δεί­χνει, είν’ αλή­θεια, πως μια λαϊκή εξέ­γερ­ση μπο­ρεί, κάτω από ορι­σμέ­νους όρους, να νι­κή­σει ακόμα και χωρίς συ­νω­μο­σία. Ξε­πη­δώ­ντας με μια «στοι­χεια­κή» ώθηση από μια γε­νι­κή αγα­νά­κτη­ση, από διά­φο­ρες δια­μαρ­τυ­ρί­ες, δια­δη­λώ­σεις, απερ­γί­ες, οδο­μα­χί­ες, η εξέ­γερ­ση μπο­ρεί να πα­ρα­σύ­ρει ένα μέρος του στρα­τού, να πα­ρα­λύ­σει τις δυ­νά­μεις του εχθρού και ν’ ανα­τρέ­ψει την παλιά εξου­σία. Έτσι έγινε ως κά­ποιο βαθμό το Φλε­βά­ρη του 1917 στη Ρωσία. Εί­χα­με πά­νω-κά­τω τον ίδιο πί­να­κα στο ξε­τύ­λιγ­μα της γερ­μα­νι­κής και αυ­στρο-ουγ­γρι­κής επα­νά­στα­σης το φθι­νό­πω­ρο του 1918. Στο μέτρο που σ’ αυτές τις δυο πε­ρι­πτώ­σεις δεν υπήρ­χε επι­κε­φα­λής των εξε­γερ­μέ­νων κόμμα βαθιά δια­πο­τι­σμέ­νο από τα συμ­φέ­ρο­ντα και τους σκο­πούς της εξέ­γερ­σης, η νίκη της επρό­κει­το ανα­πό­φευ­κτα να με­τα­βι­βά­σει την εξου­σία στα χέρια κεί­νων των κομ­μά­των που ως την τε­λευ­ταία στιγ­μή είχαν ενα­ντιω­θεί στην εξέ­γερ­ση.
Ν’ ανα­τρέ­ψεις την παλιά εξου­σία είναι ένα πράγ­μα. Να πά­ρεις την εξου­σία στα χέρια σου είναι ένα άλλο πράγ­μα. Η μπουρ­ζουα­ζία σε μιαν επα­νά­στα­ση μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει την εξου­σία όχι γιατί είναι επα­να­στα­τι­κή μα γιατί είναι η μπουρ­ζουα­ζία: έχει στα χέρια της την ιδιο­κτη­σία, την παι­δεία, τον Τύπο, ένα δίχτυ από ση­μεία στή­ρι­ξης, την ιε­ραρ­χία των θε­σμών. Τα πράγ­μα­τα είναι δια­φο­ρε­τι­κά με το προ­λε­τα­ριά­το: στε­ρη­μέ­νο από κοι­νω­νι­κά προ­νό­μια που υπάρ­χουν έξω απ’ αυτό, το εξε­γερ­μέ­νο προ­λε­τα­ριά­το δεν μπο­ρεί να υπο­λο­γί­ζει παρά μόνο στον αριθ­μό του, στη συ­νο­χή του, στα στε­λέ­χη του, στο επι­τε­λείο του.
Όπως ο σι­δε­ράς δεν μπο­ρεί να πιά­σει με γυμνό χέρι το πυ­ρω­μέ­νο σί­δε­ρο, έτσι και το προ­λε­τα­ριά­το δεν μπο­ρεί με γυμνά τα χέρια να κα­τα­λά­βει την εξου­σία: του χρειά­ζε­ται ορ­γά­νω­ση κα­τάλ­λη­λη γι’ αυτή τη δου­λειά. Στο συν­δυα­σμό της μα­ζι­κής εξέ­γερ­σης με τη συ­νω­μο­σία, στην υπο­τα­γή της συ­νω­μο­σί­ας στην εξέ­γερ­ση, στην ορ­γά­νω­ση της εξέ­γερ­σης δια­μέ­σου της συ­νω­μο­σί­ας, βρί­σκε­ται ο πε­ρί­πλο­κος και βαρύς σε ευ­θύ­νες το­μέ­ας της επα­να­στα­τι­κής πο­λι­τι­κής που ο Μαρξ και ο Έν­γκελς απο­κα­λού­σαν «τέχνη της εξέ­γερ­σης». Αυτό προ­ϋ­πο­θέ­τει σωστή γε­νι­κή διεύ­θυν­ση των μαζών, ευ­λυ­γι­σία προ­σα­να­το­λι­σμού απέ­να­ντι στις ευ­με­τά­βλη­τες πε­ρι­στά­σεις, με­λε­τη­μέ­νο σχέ­διο επί­θε­σης, σύ­νε­ση στην τε­χνι­κή προ­ε­τοι­μα­σία και τόλμη στο χτύ­πη­μα.
Οι ιστο­ρι­κοί και οι πο­λι­τι­κοί άντρες απο­κα­λούν συ­νή­θως εξέ­γερ­ση των στοι­χεια­κών δυ­νά­με­ων ένα κί­νη­μα των μαζών που, συ­γκρο­τη­μέ­νο στη βάση της εχθρό­τη­τάς του απέ­να­ντι στο παλιό κα­θε­στώς, δεν έχει κα­θα­ρές βλέ­ψεις ούτε επε­ξερ­γα­σμέ­νες μέ­θο­δες πάλης ούτε διεύ­θυν­ση που να οδη­γεί συ­νει­δη­τά στη νίκη. Η εξέ­γερ­ση των στοι­χεια­κών δυ­νά­με­ων ανα­γνω­ρί­ζε­ται πρό­θυ­μα από τους επί­ση­μους ιστο­ρι­κούς, του­λά­χι­στο από τους δη­μο­κρά­τες, σαν ανα­πό­φευ­κτη θε­ο­μη­νία που η ευ­θύ­νη της πέ­φτει πάνω στο παλιό κα­θε­στώς. Η αλη­θι­νή αιτία αυτής της επιεί­κειας είναι ότι οι εξε­γέρ­σεις των «στοι­χεια­κών» δυ­νά­με­ων δεν μπο­ρούν να βγουν από το πλαί­σιο του αστι­κού κα­θε­στώ­τος.
Στον ίδιο δρόμο βα­δί­ζει και η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία: δεν αρ­νιέ­ται την επα­νά­στα­ση γε­νι­κά, σαν κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή, όπως δεν αρ­νιέ­ται τους σει­σμούς, τις εκρή­ξεις των ηφαι­στεί­ων, τις εκλεί­ψεις του ήλιου και τις επι­δη­μί­ες της πα­νού­κλας. Κείνο που αρ­νιέ­ται, σαν «μπλαν­κι­σμό» ή, ακόμα χει­ρό­τε­ρα, μπολ­σε­βι­κι­σμό, είναι η συ­νει­δη­τή προ­πα­ρα­σκευή της εξέ­γερ­σης, το σχέ­διο, η συ­νω­μο­σία. Με άλλα λόγια η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία είναι πρό­θυ­μη να επι­κυ­ρώ­σει, με κα­θυ­στέ­ρη­ση είν’ αλή­θεια, τα πρα­ξι­κο­πή­μα­τα που με­τα­βι­βά­ζου­νε την εξου­σία στα χέρια της μπουρ­ζουα­ζί­ας, κα­τα­δι­κά­ζο­ντας σύ­γκαι­ρα με αδιαλ­λα­ξία κεί­νες μόνο τις μέ­θο­δες που μπο­ρούν να με­τα­βι­βά­σου­νε την εξου­σία στο προ­λε­τα­ριά­το. Κάτω από μια ψεύ­τι­κη αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα, κρύ­βε­ται μια πο­λι­τι­κή υπε­ρά­σπι­σης της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας.
Από τις πα­ρα­τη­ρή­σεις του και τους δια­λο­γι­σμούς του γύρω από τις απο­τυ­χί­ες πολ­λών εξε­γέρ­σε­ων στις οποί­ες πήρε μέρος ή στά­θη­κε μάρ­τυ­ράς τους, ο Αύ­γου­στος Μπλαν­κί βγά­ζει ορι­σμέ­νους κα­νό­νες τα­κτι­κής που χωρίς αυ­τούς η νίκη της εξέ­γερ­σης γί­νε­ται εξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λη, αν όχι αδύ­να­τη. Ο Μπλαν­κί απαι­τού­σε την έγκαι­ρη δη­μιουρ­γία τα­κτι­κών επα­να­στα­τι­κών απο­σπα­σμά­των, τη συ­γκε­ντρω­τι­κή τους διεύ­θυν­ση, τον καλό τους ανε­φο­δια­σμό, κα­λο­ϋ­πο­λο­γι­σμέ­νη κα­τα­νο­μή των οδο­φραγ­μά­των, που η κα­τα­σκευή τους να ’χει προ­βλε­φτεί, και συ­στη­μα­τι­κή κι όχι επει­σο­δια­κή, υπε­ρά­σπι­σή τους. Όλοι αυτοί οι κα­νό­νες, που εκ­πο­ρεύ­ο­νται από τα στρα­τιω­τι­κά προ­βλή­μα­τα της εξέ­γερ­σης, πρέ­πει, εν­νο­εί­ται, να με­τα­βάλ­λο­νται άφευ­κτα μαζί με τους κοι­νω­νι­κούς όρους και τη στρα­τιω­τι­κή τε­χνι­κή· όμως αυτοί κα­θαυ­τοί δεν είναι κα­θό­λου «μπλαν­κι­σμός» με την έν­νοια που δί­νουν πά­νω-κά­τω οι Γερ­μα­νοί στον «που­τσι­σμό» ή στον επα­να­στα­τι­κό «τυ­χο­διω­κτι­σμό».
Η εξέ­γερ­ση είναι τέχνη και όπως κάθε τέχνη έχει τους νό­μους της. Οι κα­νό­νες του Μπλαν­κί ήταν απαι­τή­σεις του επα­να­στα­τι­κο­πο­λε­μι­κού ρε­α­λι­σμού. Το λάθος του Μπλαν­κί δεν βρι­σκό­τα­νε στο άμεσο θε­ώ­ρη­μά του, μα στην αντι­στρο­φή του. Από το γε­γο­νός ότι η τα­κτι­κή αδε­ξιό­τη­τα κα­τα­δί­κα­ζε την εξέ­γερ­ση στην απο­τυ­χία, ο Μπλαν­κί έβγα­ζε το συ­μπέ­ρα­σμα ότι η τή­ρη­ση των κα­νό­νων της εξε­γερ­σια­κής τα­κτι­κής ήταν ικανή από μόνη της να εξα­σφα­λί­σει τη νίκη. Μόνο από δω και πέρα είναι θε­μι­τό ν’ αντι­πα­ρα­θέ­του­με το μπλαν­κι­σμό στο μαρ­ξι­σμό. Η συ­νω­μο­σία δεν ανα­πλη­ρώ­νει την εξέ­γερ­ση. Η δρα­στή­ρια μειο­ψη­φία του προ­λε­τα­ριά­του, όσο καλά ορ­γα­νω­μέ­νη κι αν είναι, δεν μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει την εξου­σία ανε­ξάρ­τη­τα από τη γε­νι­κή κα­τά­στα­ση της χώρας: σ’ αυτό ο μπλαν­κι­σμός είναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος από την ιστο­ρία. Μα μόνο σ’ αυτό. Το άμεσο θε­ώ­ρη­μα δια­τη­ρεί όλη του τη δύ­να­μη. Για την κα­τά­κτη­ση της εξου­σί­ας δεν αρκεί στο προ­λε­τα­ριά­το μια εξέ­γερ­ση των στοι­χεια­κών δυ­νά­με­ων. Του χρειά­ζε­ται αντί­στοι­χη ορ­γά­νω­ση, του χρειά­ζε­ται σχέ­διο, του χρειά­ζε­ται η συ­νω­μο­σία. Έτσι βάζει το ζή­τη­μα ο Λένιν.
Η κρι­τι­κή του Έν­γκελς, που στρε­φό­ταν ενά­ντια στο φε­τι­χι­σμό του οδο­φράγ­μα­τος, στη­ρι­ζό­τα­νε πάνω στην εξέ­λι­ξη της γε­νι­κής τε­χνι­κής και της στρα­τιω­τι­κής τε­χνι­κής. Η εξε­γερ­σια­κή τα­κτι­κή του μπλαν­κι­σμού αντα­πο­κρι­νό­ταν στο χα­ρα­κτή­ρα του πα­λιού Πα­ρι­σιού με το μι­σο­συ­ντε­χνια­κό προ­λε­τα­ριά­το, στους στε­νούς δρό­μους και στο στρα­τιω­τι­κό σύ­στη­μα του Λου­δο­βί­κου Φί­λιπ­που. Το λάθος αρχής του μπλαν­κι­σμού βρί­σκε­ται στη συ­νταύ­τι­ση επα­νά­στα­σης και εξέ­γερ­σης. Το τε­χνι­κό λάθος του μπλαν­κι­σμού συ­νί­στα­ται στη συ­νταύ­τι­ση της εξέ­γερ­σης με το οδό­φραγ­μα. Η μαρ­ξι­στι­κή κρι­τι­κή είχε στρα­φεί ενά­ντια και στα δυο λάθη. Πι­στεύ­ο­ντας, μαζί με το μπλαν­κι­σμό, ότι η εξέ­γερ­ση είναι τέχνη, ο Έν­γκελς απο­κά­λυ­πτε όχι μόνο τη δευ­τε­ρό­τε­ρη θέση της εξέ­γερ­σης μέσα στην επα­νά­στα­ση, μα και τον πα­ρακ­μά­ζο­ντα ρόλο του οδο­φράγ­μα­τος στην εξέ­γερ­ση. Η κρι­τι­κή του Έγκελς δεν είχε τί­πο­τα το κοινό με την απάρ­νη­ση των επα­να­στα­τι­κών με­θό­δων προς όφε­λος του κα­θα­ρού κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού, όπως δο­κί­μα­σαν να το απο­δεί­ξουν στον καιρό τους οι φι­λι­σταί­οι της γερ­μα­νι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας με τη συν­δρο­μή της λο­γο­κρι­σί­ας του Χο­εν­τσό­λερν. Για τον Έν­γκελς το ζή­τη­μα των οδο­φραγ­μά­των πα­ρά­με­νε πρό­βλη­μα ενός τε­χνι­κού στοι­χεί­ου της εξέ­γερ­σης. Ωστό­σο οι ρε­φορ­μι­στές, από την άρ­νη­ση της απο­φα­σι­στι­κής αξίας του οδο­φράγ­μα­τος, δο­κί­μα­ζαν να κα­τα­λή­ξουν στην άρ­νη­ση της επα­να­στα­τι­κής βίας γε­νι­κά. Είναι πά­νω-κά­τω το ίδιο σαν να βγά­ζεις το συ­μπέ­ρα­σμα για την κα­τάρ­ρευ­ση του μι­λι­τα­ρι­σμού από την εν­δε­χό­με­νη μεί­ω­ση της ση­μα­σί­ας του χα­ρα­κώ­μα­τος στο μελ­λο­ντι­κό πό­λε­μο.
Η ορ­γά­νω­ση που με τη βο­ή­θειά της το προ­λε­τα­ριά­το όχι μόνο μπο­ρεί ν’ ανα­τρέ­ψει το παλιό κα­θε­στώς μα και να το αντι­κα­τα­στή­σει με το δικό του, είναι τα σο­βιέτ. Κείνο που έγινε αρ­γό­τε­ρα υπό­θε­ση ιστο­ρι­κού πει­ρά­μα­τος ήταν ως την εξέ­γερ­ση του Οκτώ­βρη μόνο θε­ω­ρη­τι­κό προ­γνω­στι­κό που στη­ρι­ζό­ταν, είν’ αλή­θεια, πάνω στο προ­κα­ταρ­κτι­κό πεί­ρα­μα του 1905. Τα σο­βιέτ είναι όρ­γα­να προ­ε­τοι­μα­σί­ας των μαζών για την εξέ­γερ­ση, τα όρ­γα­να της εξέ­γερ­σης και, υστέ­ρα απ’ τη νίκη, τα όρ­γα­να της εξου­σί­ας.
Ωστό­σο, τα σο­βιέτ από μόνα τους δεν λύ­νου­νε το πρό­βλη­μα. Ανά­λο­γα με το πρό­γραμ­μα και τη διεύ­θυν­ση, μπο­ρούν να χρη­σι­μέ­ψουν για διά­φο­ρους σκο­πούς. Το πρό­γραμ­μα το δίνει στα σο­βιέτ το κόμμα. Αν τα σο­βιέτ, στις πε­ρι­στά­σεις μιας επα­νά­στα­σης –κ’ έξω από την επα­νά­στα­ση είναι γε­νι­κά ανέ­φι­κτα– αγκα­λιά­σουν ολό­κλη­ρη την τάξη, εκτός από τα ολό­τε­λα κα­θυ­στε­ρη­μέ­να, πα­θη­τι­κά και διε­φθαρ­μέ­να στρώ­μα­τα, το επα­να­στα­τι­κό κόμμα είναι επι­κε­φα­λής της τάξης. Το πρό­βλη­μα της κα­τά­κτη­σης της εξου­σί­ας μπο­ρεί να λυθεί μόνο από το συν­δυα­σμό του κόμ­μα­τος με τα σο­βιέτ ή με άλλες μα­ζι­κές ορ­γα­νώ­σεις ισο­δύ­να­μες λί­γο-πο­λύ με τα σο­βιέτ.
Το σο­βιέτ, έχο­ντας επι­κε­φα­λής του ένα επα­να­στα­τι­κό κόμμα, τεί­νει συ­νει­δη­τά και έγκαι­ρα στην κα­τά­λη­ψη της εξου­σί­ας. Ξε­κι­νώ­ντας από τις με­ταλ­λα­γές της πο­λι­τι­κής κα­τά­στα­σης και τις δια­θέ­σεις των μαζών, προ­ε­τοι­μά­ζει τα ση­μεία στή­ρι­ξης της εξέ­γερ­σης, δένει τα απο­σπά­σμα­τα κρού­σης με την ενό­τη­τα του σκο­πού, επε­ξερ­γά­ζε­ται από τα πριν το σχέ­διο της επί­θε­σης και της τε­λευ­ταί­ας εξόρ­μη­σης: αυτό ση­μαί­νει ίσα-ίσα ότι ει­σά­γει την ορ­γα­νω­μέ­νη συ­νω­μο­σία στη μα­ζι­κή εξέ­γερ­ση.
Οι μπολ­σε­βί­κοι, πάνω από μια φορά, καιρό ακόμα πριν από την εξέ­γερ­ση του Οκτώ­βρη, χρειά­στη­κε να ανα­σκευά­σουν τις κα­τη­γο­ρί­ες για συ­νω­μο­τι­κές μη­χα­νορ­ρα­φί­ες και μπλαν­κι­σμό που κα­τευ­θύ­νο­νταν ενα­ντί­ον τους από τους εχθρούς τους. Και όμως, κα­νέ­νας δεν έκανε όσο ο Λένιν πάλη τόσο αδιάλ­λα­κτη ενα­ντί­ον του συ­στή­μα­τος της κα­θα­ρής συ­νω­μο­σί­ας. Οι οπορ­του­νι­στές της διε­θνούς σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας πήραν πάνω από μια φορά κάτω από την προ­στα­σία τους την παλιά σο­σια­λε­πα­να­στα­τι­κή τα­κτι­κή της ατο­μι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας ενά­ντια στους πρά­κτο­ρες του τσα­ρι­σμού, απα­ντώ­ντας στην αδυ­σώ­πη­τη κρι­τι­κή των μπολ­σε­βί­κων που αντι­τάσ­σα­νε στον τυ­χο­διω­κτι­κό ατο­μι­κι­σμό της ιντε­λι­γκέν­τσιας το ρεύμα προς την εξέ­γερ­ση των μαζών. Όμως απο­κρού­ο­ντας όλες τις πα­ραλ­λα­γές του μπλαν­κι­σμού και της αναρ­χί­ας, ο Λένιν δεν υπο­κλι­νό­ταν ούτε για μια στιγ­μή μπρο­στά στην «ιερή» στοι­χεια­κή δύ­να­μη των μαζών. Νω­ρί­τε­ρα και πιο βαθιά από άλ­λους είχε με­λε­τή­σει τη σχέση ανά­με­σα στους αντι­κει­με­νι­κούς και υπο­κει­με­νι­κούς πα­ρά­γο­ντες, ανά­με­σα στο κί­νη­μα των στοι­χεια­κών δυ­νά­με­ων και την πο­λι­τι­κή του κόμ­μα­τος, ανά­με­σα στις λαϊ­κές μάζες και την προ­χω­ρη­μέ­νη τάξη, ανά­με­σα στο προ­λε­τα­ριά­το και την πρω­το­πο­ρία του, ανά­με­σα στα σο­βιέτ και το κόμμα, ανά­με­σα στην εξέ­γερ­ση και τη συ­νω­μο­σία.
Αν είναι όμως αλή­θεια πως δεν μπο­ρείς να προ­κα­λέ­σεις ένα ξε­σή­κω­μα όποτε θέ­λεις και πως για τη νίκη χρειά­ζε­ται συ­νά­μα να ορ­γα­νώ­σεις έγκαι­ρα την εξέ­γερ­ση, απ’ αυτό το ίδιο μπαί­νει μπρο­στά στην επα­να­στα­τι­κή διεύ­θυν­ση το πρό­βλη­μα μιας σω­στής διά­γνω­σης: πρέ­πει έγκαι­ρα ν’ αντι­λη­φτού­με την εξέ­γερ­ση που φου­ντώ­νει για να την ολο­κλη­ρώ­σου­με με τη συ­νω­μο­σία. Η μαιευ­τι­κή επέμ­βα­ση στον το­κε­τό, αν και γί­νε­ται κα­τά­χρη­ση αυτής της ει­κό­νας, μένει πάντα η πιο ζω­ντα­νή απει­κό­νι­ση της συ­νει­δη­τής ανά­μι­ξης σ’ ένα στοι­χεια­κό προ­τσέ­σο. Ο Χέρ­τσεν κα­τη­γο­ρού­σε άλ­λο­τε το φίλο του τον Μπα­κού­νιν ότι έπαιρ­νε αμε­τά­τρε­πτα, σ’ όλες τις επα­να­στα­τι­κές του πρω­το­βου­λί­ες, το δεύ­τε­ρο μήνα της εγκυ­μο­σύ­νης για τον ένατο. Όσο για το Χέρ­τσεν ήταν μάλ­λον δια­τε­θει­μέ­νος ν’ αρ­νη­θεί την εγκυ­μο­σύ­νη ακόμα και στον ένατο μήνα. Το Φλε­βά­ρη το ζή­τη­μα της ημε­ρο­μη­νί­ας του το­κε­τού δεν έμπαι­νε σχε­δόν κα­θό­λου, στο μέτρο που η εξέ­γερ­ση είχε ξε­σπά­σει «με τρόπο απροσ­δό­κη­το», δίχως συ­γκε­ντρω­τι­κή διεύ­θυν­ση. Μα ίσα-ίσα γι’ αυτό η εξου­σία πέ­ρα­σε όχι σε κεί­νους που είχαν κάνει την εξέ­γερ­ση μα σε κεί­νους που την εί­χα­νε φρε­νά­ρει. Ήταν ολό­τε­λα δια­φο­ρε­τι­κά με την και­νούρ­για εξέ­γερ­ση: αυτή την είχε συ­νει­δη­τά προ­ε­τοι­μά­σει το μπολ­σε­βί­κι­κο κόμμα. Έτσι το πρό­βλη­μα: να πιά­σεις την καλή στιγ­μή για να δώ­σεις το σύν­θη­μα της επί­θε­σης, έπε­φτε στο μπολ­σε­βί­κι­κο επι­τε­λείο.
Τη λέξη «στιγ­μή» δεν πρέ­πει να την παίρ­νου­με πάρα πολύ κατά γράμ­μα, σαν μια κα­θο­ρι­σμέ­νη μέρα και ώρα: ακόμα και για τη γέννα η φύση έχει αφή­σει ση­μα­ντι­κές χρο­νι­κές δια­φο­ρές που τα όριά τους δεν εν­δια­φέ­ρουν μόνο τη μαιευ­τι­κή τέχνη, μα και την κα­ζουι­στι­κή του κλη­ρο­νο­μι­κού δι­καί­ου. Ανά­με­σα στη στιγ­μή όπου η από­πει­ρα να προ­κα­λέ­σεις ένα ξε­σή­κω­μα πρέ­πει ακόμα ανα­πό­φευ­κτα να απο­δεί­χνε­ται πρό­ω­ρη και να οδη­γεί σε επα­να­στα­τι­κή άμ­βλω­ση, και τη στιγ­μή όπου η ευ­νοϊ­κή κα­τά­στα­ση πρέ­πει κιό­λας να θε­ω­ρεί­ται σαν ανε­πα­νόρ­θω­τα χα­μέ­νη, με­σο­λα­βεί κά­ποια πε­ρί­ο­δος της επα­νά­στα­σης –μπο­ρεί να υπο­λο­γι­στεί σε με­ρι­κές βδο­μά­δες, καμιά φορά σε με­ρι­κούς μήνες– που στη διάρ­κειά της η εξέ­γερ­ση μπο­ρεί να συ­ντε­λε­στεί με με­γα­λύ­τε­ρες ή μι­κρό­τε­ρες πι­θα­νό­τη­τες επι­τυ­χί­ας. Να δια­κρί­νεις αυτή τη σχε­τι­κά σύ­ντο­μη πε­ρί­ο­δο και να δια­λέ­ξεις έπει­τα μιαν ορι­σμέ­νη στιγ­μή, με την ακρι­βή έν­νοια της μέρας και της ώρας, για να κα­τα­φέ­ρεις το τε­λευ­ταίο χτύ­πη­μα, αυτό είναι για την επα­να­στα­τι­κή διεύ­θυν­ση το πιο υπεύ­θυ­νο χρέος. Μπο­ρεί κα­νείς πολύ σωστά να το απο­κα­λέ­σει κόμπο του προ­βλή­μα­τος, γιατί συν­δέ­ει την επα­να­στα­τι­κή πο­λι­τι­κή με την τε­χνι­κή της εξέ­γερ­σης: πρέ­πει μήπως να θυ­μί­σου­με ότι η εξέ­γερ­ση, το ίδιο όπως και ο πό­λε­μος, είναι η συ­νέ­χι­ση της πο­λι­τι­κής με άλλα μέσα;
Η διαί­σθη­ση και η πείρα είναι ανα­γκαί­ες για την επα­να­στα­τι­κή διεύ­θυν­ση, όπως και για όλους τους άλ­λους το­μείς της δη­μιουρ­γι­κής τέ­χνης. Αυτό όμως δεν φτά­νει. Και η τέχνη του εμπει­ρι­κού για­τρού μπο­ρεί, όχι δίχως επι­τυ­χία, να στη­ρι­χτεί πάνω στη διαί­σθη­ση και την πείρα. Η τέχνη του πο­λι­τι­κού θε­ρα­πευ­τή δεν φτά­νει ωστό­σο παρά για επο­χές και πε­ρί­ο­δες όπου κυ­ριαρ­χεί η ρου­τί­να. Μια εποχή με­γά­λων ιστο­ρι­κών κα­μπών δεν ανέ­χε­ται τα έργα των εμπει­ρι­κών. Η πείρα, ακόμα και εμπνευ­σμέ­νη από τη διαί­σθη­ση, δεν της φτά­νει. Χρειά­ζε­ται μια υλι­στι­κή μέ­θο­δος που να σου επι­τρέ­πει να ανα­κα­λύ­ψεις πίσω από τις κι­νε­ζι­κές σκιές των προ­γραμ­μά­των και των συν­θη­μά­των την πραγ­μα­τι­κή κί­νη­ση των κοι­νω­νι­κών σω­μά­των.
Οι βα­σι­κοί όροι της επα­νά­στα­σης συ­νί­στα­νται σε τούτο: ότι το υπάρ­χον κοι­νω­νι­κό κα­θε­στώς βρί­σκε­ται ανί­κα­νο να λύσει τα θε­με­λια­κά προ­βλή­μα­τα της ανά­πτυ­ξης του έθνους. Η επα­νά­στα­ση γί­νε­ται ωστό­σο δυ­να­τή μόνο στην πε­ρί­πτω­ση όπου στη σύν­θε­ση της κοι­νω­νί­ας βρί­σκε­ται μια και­νούρ­για τάξη ικανή να μπει επι­κε­φα­λής του έθνους για να λύσει τα προ­βλή­μα­τα που βάζει η ιστο­ρία. Το προ­πα­ρα­σκευα­στι­κό προ­τσέ­σο της επα­νά­στα­σης συ­νί­στα­ται στο ότι τα αντι­κει­με­νι­κά κα­θή­κο­ντα τα συ­νυ­φα­σμέ­να με τις αντι­φά­σεις της οι­κο­νο­μί­ας και των τά­ξε­ων, ανοί­γουν δρόμο μέσα στη συ­νεί­δη­ση των ζω­ντα­νών αν­θρώ­πι­νων μαζών, με­τα­βάλ­λουν τις εκ­δη­λώ­σεις τους και δη­μιουρ­γούν και­νούρ­γιες σχέ­σεις πο­λι­τι­κών δυ­νά­με­ων.
Οι ιθύ­νου­σες τά­ξεις, σαν απο­τέ­λε­σμα της ολο­φά­νε­ρης ανι­κα­νό­τη­τάς τους να βγά­λουν τη χώρα από το αδιέ­ξο­δο, χά­νουν την αυ­το­πε­ποί­θη­σή τους, τα παλιά κόμ­μα­τα απο­συ­ντί­θε­νται, λυσ­σα­σμέ­νη πάλη ξε­σπά­ει ανά­με­σα στις ομά­δες και τις κλί­κες, οι ελ­πί­δες με­τα­φέ­ρο­νται στο θαύμα ή στο θαυ­μα­τουρ­γό. Όλα αυτά απο­τε­λούν έναν από τους πο­λι­τι­κούς όρους της εξέ­γερ­σης, εξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κό αν και πα­θη­τι­κό.
Μια μα­νια­σμέ­νη εχθρό­τη­τα απέ­να­ντι στην κα­θιε­ρω­μέ­νη κοι­νω­νι­κή τάξη και η πρό­θε­ση ν’ απο­τολ­μή­σουν τις πιο ηρω­ι­κές προ­σπά­θειες, να δώ­σουν θύ­μα­τα, για να τρα­βή­ξου­νε τη χώρα στο δρόμο της ανόρ­θω­σης – τέ­τοια είναι η και­νούρ­για πο­λι­τι­κή συ­νεί­δη­ση της επα­να­στα­τι­κής τάξης που απο­τε­λεί τον κύριο ενερ­γη­τι­κό όρο της εξέ­γερ­σης.
Τα δυο κύρια στρα­τό­πε­δα –οι με­γα­λοϊ­διο­κτή­τες και το προ­λε­τα­ριά­το– δεν αντι­προ­σω­πεύ­ουν ωστό­σο, συ­νο­λι­κά, ολό­κλη­ρο το έθνος. Ανά­με­σά τους πα­ρεμ­βάλ­λο­νται πλα­τιά στρώ­μα­τα της μι­κρο­μπουρ­ζουα­ζί­ας, που παίρ­νουν όλα τα χρώ­μα­τα του οι­κο­νο­μι­κο­πο­λι­τι­κού πρί­σμα­τος. Η δυ­σα­ρέ­σκεια των εν­διά­με­σων στρω­μά­των, η απο­γο­ή­τευ­σή τους από την πο­λι­τι­κή της ιθύ­νου­σας τάξης, η ανυ­πο­μο­νη­σία τους και το ξε­σή­κω­μά τους, η διά­θε­σή τους να υπο­στη­ρί­ξουν την τολ­μη­ρά επα­να­στα­τι­κή πρω­το­βου­λία του προ­λε­τα­ριά­του, απο­τε­λούν τον τρίτο πο­λι­τι­κό όρο της εξέ­γερ­σης, ως ένα μέρος πα­θη­τι­κό στο μέτρο που εξου­δε­τε­ρώ­νει τις κο­ρυ­φές της μι­κρο­μπουρ­ζουα­ζί­ας, ως ένα μέρος ενερ­γη­τι­κό στο μέτρο που σπρώ­χνει τις βά­σεις της να πα­λέ­ψουν άμεσα πλάι-πλάι με τους ερ­γά­τες.
Η κα­θο­ρι­στι­κή αμοι­βαιό­τη­τα αυτών των όρων είναι φα­νε­ρή: όσο πιο απο­φα­σι­στι­κά και με σι­γου­ριά δρα το προ­λε­τα­ριά­το, τόσο πιο πολύ έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να πα­ρα­σύ­ρει τα εν­διά­με­σα στρώ­μα­τα, τόσο πιο πολύ απο­μο­νώ­νε­ται η κυ­ρί­αρ­χη τάξη και τόσο πιο πολύ εντεί­νε­ται η απο­θάρ­ρυν­ση στους κόλ­πους της. Κι αντί­στρο­φα, το ξε­χαρ­βά­λω­μα των ιθυ­νό­ντων κου­βα­λά­ει νερό στο μύλο της επα­να­στα­τι­κής τάξης.
Το προ­λε­τα­ριά­το δεν μπο­ρεί να δια­πο­τι­στεί, για την εξέ­γερ­ση, από την απα­ραί­τη­τη σι­γου­ριά στις ίδιες του τις δυ­νά­μεις παρά μόνο στην πε­ρί­πτω­ση που απλώ­νε­ται μπρο­στά του μια ξά­στε­ρη προ­ο­πτι­κή, αν έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να επα­λη­θεύ­σει ενερ­γά τις σχέ­σεις των δυ­νά­με­ων που αλ­λά­ζου­νε προς όφε­λός του, αν νιώ­θει από πάνω του μια διεύ­θυν­ση διο­ρα­τι­κή, στα­θε­ρή και τολ­μη­ρή. Αυτό μας οδη­γεί στον όρο, τε­λευ­ταίο στην απα­ρίθ­μη­ση μα όχι και στη σπου­δαιό­τη­τά του, της κα­τά­κτη­σης της εξου­σί­ας: στο επα­να­στα­τι­κό κόμμα σαν πρω­το­πο­ρία της τάξης σφι­χτο­δε­μέ­νη και ατσα­λω­μέ­νη.
Χάρη σ’ έναν ευ­νοϊ­κό συν­δυα­σμό των ιστο­ρι­κών συν­θη­κών, τόσο εσω­τε­ρι­κών όσο και διε­θνών, το ρω­σι­κό προ­λε­τα­ριά­το βρέ­θη­κε να ’χει επι­κε­φα­λής του ένα κόμμα εξαι­ρε­τι­κά προι­κι­σμέ­νο με πο­λι­τι­κή διαύ­γεια και επα­να­στα­τι­κό ατσά­λω­μα δίχως προη­γού­με­νο: είναι αυτό μόνο που επέ­τρε­ψε σε μια νεαρή και ολι­γά­ριθ­μη τάξη να επι­τε­λέ­σει ιστο­ρι­κό έργο ανή­κου­στης έκτα­σης. Γε­νι­κά, όπως το μαρ­τυ­ρά­ει η ιστο­ρία –της Κομ­μού­νας του Πα­ρι­σιού, της γερ­μα­νι­κής και αυ­στρια­κής επα­νά­στα­σης του 1918, των σο­βιέτ της Ουγ­γα­ρί­ας και της Βαυα­ρί­ας, της ιτα­λι­κής επα­νά­στα­σης του 1919, της γερ­μα­νι­κής κρί­σης του 1923, της κι­νέ­ζι­κης επα­νά­στα­σης του 1925-1927, της ισπα­νι­κής επα­νά­στα­σης του 1931– ο πιο αδύ­να­τος κρί­κος στην αλυ­σί­δα των ανα­γκαί­ων όρων στά­θη­κε ως τώρα ο κρί­κος του κόμ­μα­τος: το πιο δύ­σκο­λο πράγ­μα για την ερ­γα­τι­κή τάξη είναι να δη­μιουρ­γή­σει μιαν επα­να­στα­τι­κή ορ­γά­νω­ση που να βρί­σκε­ται στο ύψος των ιστο­ρι­κών κα­θη­κό­ντων της. Στις πιο πα­λιές και πιο πο­λι­τι­σμέ­νες χώρες, τε­ρά­στιες δυ­νά­μεις δου­λεύ­ουν για να εξα­σθε­νή­σουν και ν’ απο­συν­θέ­σουν την επα­να­στα­τι­κή πρω­το­πο­ρία. Ση­μα­ντι­κό μέρος αυτής της ερ­γα­σί­ας το βλέ­που­με στην πάλη της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας ενα­ντί­ον του «μπλαν­κι­σμού», ονο­μα­σία κάτω από την οποία φι­γου­ρά­ρει η επα­να­στα­τι­κή ουσία του μαρ­ξι­σμού.
Όσο πο­λυά­ριθ­μες κι αν υπήρ­ξαν οι με­γά­λες κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές κρί­σεις, τη σύμ­πτω­ση όλων των απα­ραί­τη­των όρων για μια προ­λε­τα­ρια­κή εξέ­γερ­ση νι­κη­φό­ρα και στα­θε­ρή δεν την απα­ντή­σα­με ίσαμε τώρα στην ιστο­ρία παρά μόνο μια φορά: τον Οκτώ­βρη του 1917 στη Ρωσία. H επα­να­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση δεν είναι αιώ­νια. Απ’ όλους τους βα­σι­κούς όρους της εξέ­γερ­σης ο λι­γό­τε­ρο στα­θε­ρός είναι η ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση της μι­κρο­μπουρ­ζουα­ζί­ας. Σε πε­ρί­ο­δο εθνι­κών κρί­σε­ων αυτή βα­δί­ζει πίσω από την τάξη που όχι μόνο με το λόγο μα και με την πράξη τής εμπνέ­ει εμπι­στο­σύ­νη. Ικανή για πα­ρορ­μη­τι­κά τι­νάγ­μα­τα, ακόμα και για επα­να­στα­τι­κές μα­νί­ες, η μι­κρο­μπουρ­ζουα­ζία δεν έχει αντί­στα­ση, χάνει εύ­κο­λα το θάρ­ρος της σε πε­ρί­πτω­ση απο­τυ­χί­ας, κι από τις φλο­γε­ρές ελ­πί­δες της πέ­φτει στην απο­γο­ή­τευ­ση. Είναι αυτές ίσα-ίσα οι βί­αιες και γορ­γές με­ταλ­λα­γές στην ψυ­χι­κή της κα­τά­στα­ση που δί­νουν τόση αστά­θεια σε κάθε επα­να­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Αν το επα­να­στα­τι­κό κόμμα δεν είναι αρ­κε­τά απο­φα­σι­στι­κό για να με­τα­βά­λει έγκαι­ρα την προσ­δο­κία και τις ελ­πί­δες των λαϊ­κών μαζών σε επα­να­στα­τι­κή δράση, τη θέση της πλημ­μυ­ρί­δας την παίρ­νει σε λίγο η αμπώ­τι­δα: τα εν­διά­με­σα στρώ­μα­τα απο­στρέ­φουν το βλέμ­μα τους από την επα­νά­στα­ση και ζη­τά­νε το σω­τή­ρα τους στο αντί­θε­το στρα­τό­πε­δο. Όπως στη φου­σκο­νε­ριά το προ­λε­τα­ριά­το πα­ρα­σέρ­νει πίσω του τη μι­κρο­μπουρ­ζουα­ζία, έτσι στη φυ­ρο­νε­ριά η μι­κρο­μπουρ­ζουα­ζία πα­ρα­σέρ­νει πίσω της ση­μα­ντι­κά στρώ­μα­τα του προ­λε­τα­ριά­του. Τέ­τοια είναι η δια­λε­κτι­κή των κομ­μου­νι­στι­κών και φα­σι­στι­κών κυ­μά­των στην πο­λι­τι­κή εξέ­λι­ξη της με­τα­πο­λε­μι­κής Ευ­ρώ­πης.
Δο­κι­μά­ζο­ντας να στη­ρι­χτούν στον αφο­ρι­σμό του Μαρξ: κα­νέ­να κα­θε­στώς δεν εξα­φα­νί­ζε­ται από τη σκηνή προ­τού εξα­ντλή­σει όλες τις δυ­να­τό­τη­τές του, οι μεν­σε­βί­κοι θε­ω­ρού­σαν απα­ρά­δε­κτη την πάλη για τη δι­κτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του στην κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη Ρωσία, όπου ο κα­πι­τα­λι­σμός ήταν μα­κριά ακόμα από του να έχει ξο­δευ­τεί ολό­τε­λα. Σ’ αυτό το συλ­λο­γι­σμό υπήρ­χαν δυο λάθη, και τα δυο τους μοι­ραία. Ο κα­πι­τα­λι­σμός δεν είναι σύ­στη­μα εθνι­κό, είναι σύ­στη­μα πα­γκό­σμιο. Ο ιμπε­ρια­λι­στι­κός πό­λε­μος και τα επα­κό­λου­θά του έδει­ξαν ότι το κα­πι­τα­λι­στι­κό κα­θε­στώς έχει στραγ­γι­χτεί σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα. Η επα­νά­στα­ση στη Ρωσία ήτανε το σπά­σι­μο του πιο αδύ­να­του κρί­κου στο πα­γκό­σμιο κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα.
Μα η ψευ­τιά της μεν­σε­βί­κι­κης αντί­λη­ψης απο­κα­λύ­πτε­ται και από εθνι­κή άποψη. Αν στα­θεί κα­νείς σε μιαν οι­κο­νο­μι­κή αφαί­ρε­ση μπο­ρεί, ας το δε­χτού­με, να βε­βαιώ­σει πως ο κα­πι­τα­λι­σμός στη Ρωσία δεν είχε εξα­ντλή­σει τις δυ­να­τό­τη­τές του. Μα τα οι­κο­νο­μι­κά προ­τσέ­σα δεν ξε­τυ­λί­γο­νται στους αι­θέ­ρες, μα σε συ­γκε­κρι­μέ­νο ιστο­ρι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Ο κα­πι­τα­λι­σμός δεν είναι αφαί­ρε­ση: είναι ζω­ντα­νό σύ­στη­μα τα­ξι­κών σχέ­σε­ων που έχει ανά­γκη προ­πα­ντός από κρα­τι­κή εξου­σία. Ότι η μο­ναρ­χία, που κάτω απ’ την προ­στα­σία της είχε δια­μορ­φω­θεί ο ρω­σι­κός κα­πι­τα­λι­σμός, είχε εξα­ντλή­σει τις δυ­να­τό­τη­τές της, αυτό δεν το αρ­νιό­νταν οι μεν­σε­βί­κοι. Η Φε­βρουα­ρια­νή Επα­νά­στα­ση προ­σπά­θη­σε να εγκα­θι­δρύ­σει ένα εν­διά­με­σο κρα­τι­κό σύ­στη­μα. Πα­ρα­κο­λου­θή­σα­με βήμα το βήμα την ιστο­ρία της: μέσα σε κάπου οχτώ μήνες κείνο το κα­θε­στώς είχε ολό­τε­λα εξα­ντλη­θεί. Ποια κυ­βερ­νη­τι­κή τάξη μπο­ρού­σε, κάτω απ’ αυ­τούς τους όρους, να εξα­σφα­λί­σει την κα­το­πι­νή ανά­πτυ­ξη του ρω­σι­κού κα­πι­τα­λι­σμού;
«Η αστι­κή δη­μο­κρα­τία, που την υπε­ρά­σπι­σαν μόνο οι σο­σια­λι­στές με με­τριο­πα­θείς τά­σεις, οι οποί­οι δεν έβρι­σκαν πια στή­ριγ­μα στις μάζες... δεν μπο­ρού­σε να δια­τη­ρη­θεί. Όλη η ουσία μέσα της είχε φα­γω­θεί, δεν έμενε παρά το τσό­φλι». Αυτή η σωστή εκτί­μη­ση ανή­κει στο Μι­λιου­κόβ. Η τύχη του κα­τα­φα­γω­μέ­νου συ­στή­μα­τος έπρε­πε κατά τη γνώμη του να ’ναι ίδια με την τύχη του τσα­ρι­σμού: «Και το ένα και το άλλο είχαν προ­ε­τοι­μά­σει το έδα­φος για την επα­νά­στα­ση· και το ένα και το άλλο δεν είχαν βρει ούτε έναν υπε­ρα­σπι­στή τη μέρα της επα­νά­στα­σης».
Από τον Ιούλη - Αύ­γου­στο ο Μι­λιου­κόβ χα­ρα­κτή­ρι­ζε την κα­τά­στα­ση μ’ ένα δί­λημ­μα ανά­με­σα σε δυο ονό­μα­τα: Κορ­νί­λοβ ή Λένιν. Μα ο Κορ­νί­λοβ είχε κάνει κιό­λας την πρώτη δο­κι­μή του που είχε τε­λειώ­σει με αξιο­θρή­νη­τη απο­τυ­χία. Για το κα­θε­στώς του Κε­ρέν­σκι, όπως και να ’ναι, δεν έμενε πια θέση. Όσο ποι­κί­λες κι αν ήταν οι ψυ­χι­κές δια­θέ­σεις, μαρ­τυ­ρά­ει ο Σου­χά­νοβ, «δεν υπήρ­χε ενό­τη­τα παρά μόνο στο μίσος για τον κε­ρεν­σκι­σμό». Το ίδιο όπως η τσα­ρι­κή μο­ναρ­χία είχε γίνει τε­λι­κά αδύ­να­τη για τις κο­ρυ­φές των ευ­γε­νών κι ακόμα για τους με­γά­λους δού­κες, έτσι και η κυ­βέρ­νη­ση του Κε­ρέν­σκι κα­τά­ντη­σε μι­ση­τή ακόμα και για τους εμπνευ­στές του κα­θε­στώ­τος, τους «με­γά­λους δού­κες» των συμ­φι­λιω­τι­κών κο­ρυ­φών. Σ’ αυτή τη γε­νι­κή δυ­σα­ρέ­σκεια, σ’ αυτή την έντο­νη πο­λι­τι­κή δυ­σφο­ρία όλων των τά­ξε­ων βρί­σκε­ται ένα από τα σπου­δαιό­τε­ρα συμ­πτώ­μα­τα μιας επα­να­στα­τι­κής κα­τά­στα­σης φτα­σμέ­νης στην ωρι­μό­τη­τά της. Έτσι κάθε μυώ­νας, κάθε νεύρο, κάθε ίνα του ορ­γα­νι­σμού είναι αφό­ρη­τα τε­ντω­μέ­να την πα­ρα­μο­νή του ανοίγ­μα­τος ενός με­γά­λου απο­στή­μα­τος.
Η από­φα­ση του μπολ­σε­βί­κι­κου Συ­νε­δρί­ου του Ιούλη που προ­φύ­λα­γε τους ερ­γά­τες από τις πρό­ω­ρες συ­γκρού­σεις, υπό­δει­χνε σύ­γκαι­ρα πως θα ’πρε­πε να δε­χτούν την πάλη «όταν η κρίση ολό­κλη­ρου του έθνους και το βαθύ ξε­σή­κω­μα των μαζών θα δη­μιουρ­γού­σαν όρους ευ­νοϊ­κούς για τον ερ­χο­μό των φτω­χών στοι­χεί­ων της πόλης και του κά­μπου στην υπό­θε­ση των ερ­γα­τών». Αυτή η στιγ­μή έφτα­σε το Σε­πτέμ­βρη - Οκτώ­βρη.
Η εξέ­γερ­ση δι­καιού­νταν από κει και πέρα να υπο­λο­γί­ζει στην επι­τυ­χία, αφού μπο­ρού­σε να στη­ρι­χτεί πάνω σε ατό­φια λαϊκή πλειο­ψη­φία. Δεν πρέ­πει, εν­νο­εί­ται, να το πά­ρου­με αυτό τυ­πι­κά. Αν στο ζή­τη­μα της εξέ­γερ­σης είχε ανοί­ξει προη­γού­με­να δη­μο­ψή­φι­σμα, αυτό θα ’δινε απο­τε­λέ­σμα­τα εξαι­ρε­τι­κά αντι­φα­τι­κά και αβέ­βαια. Η εσώ­τε­ρη διά­θε­ση να υπο­στη­ρί­ξεις την εξέ­γερ­ση δεν μπο­ρεί κα­θό­λου να ταυ­τι­στεί με την ικα­νό­τη­τα να αντι­λαμ­βά­νε­σαι κα­θα­ρά από τα πριν την ανα­γκαιό­τη­τα της εξέ­γερ­σης. Πέρα απ’ αυτό, οι απα­ντή­σεις θα εξαρ­τιό­νταν σε πολύ με­γά­λο βαθμό από τον ίδιο τον τρόπο θέσης του ζη­τή­μα­τος, από το όρ­γα­νο που θα κα­τεύ­θυ­νε την έρευ­να ή, για να μι­λή­σου­με πιο απλά, από την τάξη που θα βρι­σκό­ταν στην εξου­σία.
Οι μέ­θο­δες της δη­μο­κρα­τί­ας έχουν τα όριά τους. Μπο­ρείς να ρω­τή­σεις όλους τους επι­βά­τες ενός τρέ­νου ποιος τύπος βα­γο­νιού τους αρέ­σει κα­λύ­τε­ρα, μα δεν μπο­ρείς να πας να τους ρω­τή­σεις όλους αν πρέ­πει να φρε­νά­ρεις ένα τρένο που κιν­δυ­νεύ­ει να εκτρο­χια­στεί. Κι όμως, αν η σω­τή­ρια ενέρ­γεια γίνει επι­δέ­ξια και έγκαι­ρα, είσαι σί­γου­ρος ότι έχεις την έγκρι­ση των επι­βα­τών.
Οι κοι­νο­βου­λευ­τι­κές γνω­μο­δο­τή­σεις του λαού γί­νο­νται όλες ταυ­τό­χρο­να. Ωστό­σο, τα διά­φο­ρα λαϊκά στρώ­μα­τα σε καιρό επα­νά­στα­σης φτά­νουν σ’ ένα και το ίδιο συ­μπέ­ρα­σμα με ανα­πό­φευ­κτη κα­θυ­στέ­ρη­ση, καμιά φορά πολύ μικρή, το ένα από το άλλο. Ενώ η πρω­το­πο­ρία φλε­γό­ταν από επα­να­στα­τι­κή ανυ­πο­μο­νη­σία, τα κα­θυ­στε­ρη­μέ­να στρώ­μα­τα μόλις άρ­χι­ζαν να ση­κώ­νουν κε­φά­λι. Στην Πε­τρού­πο­λη και στη Μόσχα όλες οι μα­ζι­κές ορ­γα­νώ­σεις ήταν κάτω από τη διεύ­θυν­ση των μπολ­σε­βί­κων· στο κυ­βερ­νείο του Τα­μπόβ, που είχε πάνω από τρία εκα­τομ­μύ­ρια κα­τοί­κους, δη­λα­δή πά­νω-κά­τω όσους και οι δυο πρω­τεύ­ου­σες μαζί, μπολ­σε­βί­κι­κη φρά­ξια εμ­φα­νί­ζε­ται στο Σο­βιέτ για πρώτη φορά λίγο μόνο πριν από την εξέ­γερ­ση του Οκτώ­βρη.
Οι συλ­λο­γι­σμοί της αντι­κει­με­νι­κής εξέ­λι­ξης δεν συ­μπέ­φτουν κα­θό­λου –μέρα τη μέρα– με τους συλ­λο­γι­σμούς της σκέ­ψης των μαζών. Κι όταν μια με­γά­λη πρα­κτι­κή από­φα­ση, από την πο­ρεία των πραγ­μά­των, γί­νε­ται επεί­γου­σα, αυτή επι­τρέ­πει λι­γό­τε­ρο από κάθε τι δη­μο­ψή­φι­σμα. Οι δια­φο­ρές επί­πε­δου και ψυ­χι­κής κα­τά­στα­σης στα διά­φο­ρα λαϊκά στρώ­μα­τα πε­ριο­ρί­ζο­νται με τη δράση: τα πρω­το­πο­ρια­κά στοι­χεία τρα­βά­νε τους δι­στα­κτι­κούς κι απο­μο­νώ­νου­νε κεί­νους που αντι­στέ­κο­νται. Η πλειο­ψη­φία δεν με­τριέ­ται, κα­τα­κτιέ­ται. Η εξέ­γερ­ση φου­ντώ­νει ίσα-ίσα όταν η λύση των αντι­φά­σε­ων δεν φαί­νε­ται πια παρά στο δρόμο της άμε­σης δρά­σης.
Ανί­κα­νη να βγά­λει η ίδια από τον πό­λε­μό της με τους ευ­γε­νείς τα ανα­γκαία πο­λι­τι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα, η αγρο­τιά ωστό­σο, από το ίδιο το γε­γο­νός του ξε­ση­κω­μού της, έσμι­γε προ­κα­τα­βο­λι­κά με την εξέ­γερ­ση στις πό­λεις, την κα­λού­σε και τη ζη­τού­σε. Εξέ­φρα­ζε τη θέ­λη­σή της όχι με λευκό ψη­φο­δέλ­τιο μα με τον «κόκ­κι­νο κό­κο­ρα»: ήταν αυτό ένα δη­μο­ψή­φι­σμα πιο σο­βα­ρό. Στα όρια όπου η υπο­στή­ρι­ξη της αγρο­τιάς ήταν απα­ραί­τη­τη για την εγκα­θί­δρυ­ση της σο­βιε­τι­κής δι­κτα­το­ρί­ας, ήταν εκεί. «Αυτή η δι­κτα­το­ρία –απα­ντού­σε ο Λένιν στους ανα­πο­φά­σι­στους– θα ’δινε τη γη στους χω­ρι­κούς κι όλες τις εξου­σί­ες στις το­πι­κές αγρο­τι­κές επι­τρο­πές: πώς μπο­ρεί κα­νείς, αν δεν έχει χάσει το μυαλό του, να αμ­φι­βάλ­λει ότι οι χω­ρι­κοί θα υπο­στή­ρι­ζαν αυτή τη δι­κτα­το­ρία;» Για να μπο­ρούν οι στρα­τιώ­τες, οι χω­ρι­κοί, οι κα­τα­πιε­ζό­με­νες εθνό­τη­τες, που πε­ρι­πλα­νιό­νταν μέσα στη χιο­νο­θύ­ελ­λα των ψη­φο­δελ­τί­ων, να γνω­ρί­σου­νε τους μπολ­σε­βί­κους στο έργο, χρεια­ζό­ταν οι μπολ­σε­βί­κοι να πά­ρουν την εξου­σία.
Ποιος έπρε­πε λοι­πόν να είναι ο συ­σχε­τι­σμός των δυ­νά­με­ων για να επι­τρέ­ψει στο προ­λε­τα­ριά­το να κα­τα­λά­βει την εξου­σία; «Στην απο­φα­σι­στι­κή στιγ­μή, στο απο­φα­σι­στι­κό ση­μείο, πρέ­πει να ’χεις συ­ντρι­πτι­κή υπε­ρο­χή» – έγρα­φε αρ­γό­τε­ρα ο Λένιν, σχο­λιά­ζο­ντας την εξέ­γερ­ση του Οκτώ­βρη. «Αυτός ο νόμος της στρα­τιω­τι­κής επι­τυ­χί­ας είναι και νόμος της πο­λι­τι­κής επι­τυ­χί­ας, προ­πα­ντός σ’ αυτό το μα­νια­σμέ­νο, τον πυ­ρα­κτω­μέ­νο πό­λε­μο των τά­ξε­ων που ονο­μά­ζε­ται επα­νά­στα­ση. Οι πρω­τεύ­ου­σες και γε­νι­κά τα με­γά­λα εμπο­ρο­βιο­μη­χα­νι­κά κέ­ντρα... απο­φα­σί­ζουν σε με­γά­λο μέρος για τα πο­λι­τι­κά πε­πρω­μέ­να του λαού, εν­νο­εί­ται με τον όρο ότι τα κέ­ντρα υπο­στη­ρί­ζο­νται από αρ­κε­τές το­πι­κές αγρο­τι­κές δυ­νά­μεις, ακόμα κι αν η υπο­στή­ρι­ξη δεν έρ­χε­ται αμέ­σως». Μ’ αυτή τη δυ­να­μι­κή έν­νοια μι­λού­σε ο Λένιν για πλειο­ψη­φία του λαού και ήταν η μόνη πραγ­μα­τι­κή έν­νοια της ιδέας της πλειο­ψη­φί­ας.
Οι δη­μο­κρα­τι­κοί αντί­πα­λοι πα­ρη­γο­ριού­νταν με τη σκέψη ότι ο λαός που ακο­λου­θού­σε τους μπολ­σε­βί­κους δεν ήταν παρά η πρώτη ύλη, ο εύ­πλα­στος άρ­γι­λος της ιστο­ρί­ας: τα χω­μα­το­κά­λου­πα δεν θα ’παυαν μ’ αυτό να είναι οι δη­μο­κρά­τες, σε συ­νερ­γα­σία με τους μορ­φω­μέ­νους αστούς. «Αυτοί οι άν­θρω­ποι δεν βλέ­που­νε –ρω­τού­σε η εφη­με­ρί­δα των μεν­σε­βί­κων– ότι ποτέ ακόμα το προ­λε­τα­ριά­το και η φρου­ρά της Πε­τρού­πο­λης δεν είχαν τόσο απο­μο­νω­θεί απ’ όλα τ’ άλλα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα;» Η δυ­στυ­χία για το προ­λε­τα­ριά­το και τη φρου­ρά βρι­σκό­ταν σε τούτο, ότι ήταν «απο­μο­νω­μέ­νοι» από τις τά­ξεις από τις οποί­ες ετοι­μά­ζο­νταν να αφαι­ρέ­σουν την εξου­σία.
Μπο­ρού­σε κα­νείς, πραγ­μα­τι­κά, να υπο­λο­γί­ζει σο­βα­ρά στη συ­μπά­θεια και στην υπο­στή­ρι­ξη των απαί­δευ­των μαζών της επαρ­χί­ας και του με­τώ­που; Ο μπολ­σε­βι­κι­σμός τους, έγρα­φε ο Σου­χά­νοβ με πε­ρι­φρό­νη­ση, «δεν ήταν άλλο από μίσος για το συ­να­σπι­σμό και βου­λι­μία για γη και για ει­ρή­νη». Σαν να μην έφτα­ναν αυτά! Το μίσος για το συ­να­σπι­σμό σή­μαι­νε προ­σπά­θεια να αφαι­ρέ­σουν την εξου­σία από τη μπουρ­ζουα­ζία. Η βου­λι­μία για γη και για ει­ρή­νη ήταν ένα με­γα­λειώ­δες πρό­γραμ­μα που οι χω­ρι­κοί και οι στρα­τιώ­τες ετοι­μά­ζο­νταν να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν κάτω από τη διεύ­θυν­ση των ερ­γα­τών. Η μη­δα­μι­νό­τη­τα των δη­μο­κρα­τών, ακόμα και κεί­νων που βρί­σκο­νταν πιο αρι­στε­ρά, εκ­πο­ρευό­ταν από την έλ­λει­ψη εμπι­στο­σύ­νης των «μορ­φω­μέ­νων» σκε­πτι­κι­στών απέ­να­ντι στις άση­μες μάζες που παίρ­νουν τα φαι­νό­με­να χο­ντρι­κά, χωρίς να μπουν στις λε­πτο­μέ­ρειες και στις απο­χρώ­σεις. Στάση δια­νο­ου­με­νί­στι­κη, ψευ­το­α­ρι­στο­κρα­τι­κή, πε­ρι­φρο­νη­τι­κή απέ­να­ντι στο λαό, ήταν ξένη στο μπολ­σε­βι­κι­σμό, αντί­θε­τη στην ίδια του τη φύση. Οι μπολ­σε­βί­κοι δεν ήταν άν­θρω­ποι με άσπρα χέρια, φίλοι του ερ­γα­ζό­με­νου λαού από το γρα­φείο τους, σχο­λα­στι­κοί. Δεν φο­βού­νταν τα κα­θυ­στε­ρη­μέ­να στρώ­μα­τα που για πρώτη φορά ανέ­βαι­ναν από τα τρί­σβα­θα της κοι­νω­νί­ας. Οι μπολ­σε­βί­κοι παίρ­να­νε το λαό όπως τον είχε φτιά­ξει η ιστο­ρία, όπως ήταν προ­ο­ρι­σμέ­νος να κάνει την επα­νά­στα­ση. Οι μπολ­σε­βί­κοι θε­ω­ρού­σαν απο­στο­λή τους να τε­θούν επι­κε­φα­λής του λαού. Ενά­ντια στην εξέ­γερ­ση τάσ­σο­νταν «όλοι», εκτός από τους μπολ­σε­βί­κους. Μα οι μπολ­σε­βί­κοι ήταν ο λαός.
Η βα­σι­κή πο­λι­τι­κή δύ­να­μη της εξέ­γερ­σης του Οκτώ­βρη βρι­σκό­ταν στο προ­λε­τα­ριά­το, όπου την πρώτη θέση την κρα­τού­σαν οι ερ­γά­τες της Πε­τρού­πο­λης. Στην πρω­το­πο­ρία της πρω­τεύ­ου­σας στε­κό­ταν, από το άλλο μέρος, το προ­ά­στιο του Βί­μποργκ. Το σχέ­διο της εξέ­γερ­σης είχε εκλέ­ξει κείνη την ου­σια­στι­κά προ­λε­τα­ρια­κή συ­νοι­κία σαν βάση εκ­κί­νη­σης για την ανά­πτυ­ξη της επί­θε­σης.
Οι συμ­φι­λιω­τές όλων των απο­χρώ­σε­ων, αρ­χί­ζο­ντας από τον Μάρ­τοβ, δο­κί­μα­σαν ύστε­ρα απ’ την εξέ­γερ­ση να πα­ρου­σιά­σουν το μπολ­σε­βι­κι­σμό σαν φα­ντα­ρί­στι­κη τάση. Η ευ­ρω­παϊ­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία αρ­πά­χτη­κε με χαρά απ’ αυτή τη θε­ω­ρία. Και δω έκλει­ναν τα μάτια μπρο­στά στα θε­με­λια­κά ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα, δη­λα­δή: ότι το προ­λε­τα­ριά­το ήταν το πρώτο που είχε πε­ρά­σει με το μέρος των μπολ­σε­βί­κων, ότι οι ερ­γά­τες της Πε­τρού­πο­λης έδει­χναν το δρόμο στους ερ­γά­τες όλης της χώρας· ότι οι φρου­ρές και το μέ­τω­πο εξα­κο­λου­θού­σαν πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο καιρό να υπο­στη­ρί­ζουν τους συμ­φι­λιω­τές· ότι οι σο­σια­λε­πα­να­στά­τες και οι μεν­σε­βί­κοι δη­μιουρ­γού­σαν μέσα στο σύ­στη­μα των σο­βιέτ κάθε λογής προ­νό­μια για τους στρα­τιώ­τες σε βάρος των ερ­γα­τών, αγω­νί­ζο­νταν ενα­ντί­ον του εξο­πλι­σμού των ερ­γα­τών, διέ­γει­ραν ενα­ντί­ον τους τούς στρα­τιώ­τες· ότι μόνο κάτω από την επί­δρα­ση των ερ­γα­τών έγινε με­τα­στρο­φή στο στρα­τό· ότι η διεύ­θυν­ση των στρα­τιω­τών στην απο­φα­σι­στι­κή στιγ­μή βρέ­θη­κε στα χέρια των ερ­γα­τών· τέλος ότι ένα χρόνο αρ­γό­τε­ρα η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία στη Γερ­μα­νία, κατά το πα­ρά­δειγ­μα των Ρώσων ομοϊ­δε­α­τών της, στη­ρι­ζό­τα­νε πάνω στους στρα­τιώ­τες στην πάλη της ενα­ντί­ον των ερ­γα­τών.
Προς το φθι­νό­πω­ρο οι δε­ξιοί συμ­φι­λιω­τές είχαν ήδη ορι­στι­κά χάσει τη δυ­να­τό­τη­τα να μι­λά­νε στα ερ­γο­στά­σια και στους στρα­τώ­νες. Οι αρι­στε­ροί όμως συμ­φι­λιω­τές δο­κί­μα­ζαν ακόμα να πεί­σουν τις μάζες ότι η εξέ­γερ­ση ήταν τρέλα. Ο Μάρ­τοβ που, κα­τα­πο­λε­μώ­ντας την επί­θε­ση της αντε­πα­νά­στα­σης τον Ιούλη, είχε βρει ένα μο­νο­πά­τι προς τη συ­νεί­δη­ση των μαζών, είχε τώρα ξα­να­γυ­ρί­σει σ’ ένα έργο δίχως ελ­πί­δα. «Δεν μπο­ρού­με να υπο­λο­γί­ζου­με» –ανα­γνώ­ρι­ζε ο ίδιος στις 14 Οκτώ­βρη σε συ­νε­δρί­α­ση της Κε­ντρι­κής Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής– «πως οι μπολ­σε­βί­κοι θα μας ακού­σουν». Παρ όλα αυτά, θε­ω­ρού­σε χρέος του να προει­δο­ποι­ή­σει τις «μάζες». Ωστό­σο, οι μάζες ήθε­λαν δράση και όχι μα­θή­μα­τα ηθι­κής. Ακόμα και στις πε­ρι­πτώ­σεις όπου αυτές άκου­γαν με σχε­τι­κή υπο­μο­νή τον πολύ γνω­στό προει­δο­ποι­η­τή, εξα­κο­λου­θού­σαν, σύμ­φω­να με την ομο­λο­γία του Μα­τι­σλάβ­σκι, «να σκέ­φτο­νται με τον τρόπο τους σαν και πρώτα». Ο Σου­χά­νοβ δι­η­γεί­ται πώς κάτω από ένα βρο­χε­ρό ου­ρα­νό ζη­τού­σε να πεί­σει τους ερ­γά­τες στα ερ­γο­στά­σια Που­τί­λοβ ότι τα πράγ­μα­τα μπο­ρού­σαν να τα­κτο­ποι­η­θούν χωρίς εξέ­γερ­ση. Φωνές ανυ­πό­μο­νες τον δια­κό­πτα­νε. Τον άκου­γαν δυο-τρία λεφτά κ’ έπει­τα τον δια­κό­πτα­νε και πάλι. «Ύστε­ρα από πολ­λές από­πει­ρες τα πα­ρά­τη­σα. Το πράγ­μα δεν προ­χω­ρού­σε... και η ψι­χά­λα μάς πε­ρό­νια­ζε ολο­έ­να». Κάτω από τον ελά­χι­στα σπλα­χνι­κό ου­ρα­νό του Οκτώ­βρη οι φτω­χοί αρι­στε­ρο­δη­μο­κρά­τες, σύμ­φω­να με τις ίδιες τους τις πε­ρι­γρα­φές, μοιά­ζα­νε με βρεγ­μέ­νες κότες.
Το συ­νη­θι­σμέ­νο πο­λι­τι­κό μο­τί­βο των «αρι­στε­ρών» αντί­πα­λων της εξέ­γερ­σης -και τέ­τοιοι βρί­σκο­νταν και μέσα στους μπολ­σε­βί­κι­κους κύ­κλους- ήταν να ση­μειώ­νουν την έλ­λει­ψη μα­χη­τι­κής ορμής στη βάση. «Η ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση των ερ­γα­ζό­με­νων και των μαζών των στρα­τιω­τών» –έγρα­φαν ο Ζι­νό­βιεφ και ο Κά­με­νεφ στις 11 Οκτώ­βρη– «δεν θυ­μί­ζει κα­θό­λου ούτε και την ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση που υπήρ­χε πριν από τις 3 του Ιούλη». Αυτό δεν ήταν ολό­τε­λα αβά­σι­μο: υπήρ­χε στο προ­λε­τα­ριά­το της Πε­τρού­πο­λης κά­ποια ατο­νία ύστε­ρα από πάρα πολύ μα­κριά ανα­μο­νή. Άρ­χι­ζαν ν’ απο­γοη­τεύ­ο­νται ακόμα κι απ’ τους μπολ­σε­βί­κους: θα δια­ψεύ­δα­νε κι αυτοί τις ελ­πί­δες τους; Στις 16 Οκτώ­βρη ο Ρα­χί­για, ένας από τους πιο μα­χη­τι­κούς μπολ­σε­βί­κους της Πε­τρού­πο­λης, Φιν­λαν­δός την κα­τα­γω­γή, έλεγε στη διά­σκε­ψη της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής: «Ολο­φά­νε­ρα το σύν­θη­μά μας αρ­χί­ζει κιό­λας να κα­θυ­στε­ρεί, γιατί αμ­φι­βάλ­λουν πως θα κά­νου­με εκεί­νο για το οποίο κά­νου­με έκ­κλη­ση». Μα το απο­κά­μω­μα απ’ την ανα­μο­νή, που έμοια­ζε με χαύ­νω­ση, δεν κρά­τη­σε παρά ως το πρώτο σύν­θη­μα της μάχης.
Η πρώτη δου­λειά κάθε εξέ­γερ­σης είναι να φέρει κοντά της το στρα­τό. Σ’ αυτό χρη­σι­μεύ­ουν κυ­ρί­ως η γε­νι­κή απερ­γία, οι μα­ζι­κές δια­δη­λώ­σεις, οι συ­γκρού­σεις στους δρό­μους, οι μάχες στα οδο­φράγ­μα­τα. Η απο­κλει­στι­κή ιδιο­τυ­πία της εξέ­γερ­σης του Οκτώ­βρη, που ακόμα δεν πα­ρα­τη­ρή­θη­κε ποτέ και που­θε­νά σε βαθμό τόσο ολο­κλη­ρω­μέ­νο, βρί­σκε­ται στο γε­γο­νός ότι, χάρη σε μιαν ευ­τυ­χή συρ­ροή πε­ρι­στά­σε­ων, η προ­λε­τα­ρια­κή πρω­το­πο­ρία κα­τά­φε­ρε να τρα­βή­ξει με το μέρος της τη φρου­ρά της πρω­τεύ­ου­σας προ­τού ακόμα αρ­χί­σει το ξε­σή­κω­μα· όχι μόνο να τρα­βή­ξει μα και να στε­ρε­ώ­σει ορ­γα­νω­τι­κά την κα­τά­κτη­σή της χάρη στο Συμ­βού­λιο της φρου­ράς. Δεν μπο­ρού­με να κα­τα­λά­βου­με το μη­χα­νι­σμό της εξέ­γερ­σης του Οκτώ­βρη αν δεν αντι­λη­φτού­με ολό­τε­λα ότι το πιο ση­μα­ντι­κό πρό­βλη­μα, που η αντι­με­τώ­πι­σή του ήταν δυ­σκο­λό­τε­ρο από κάθε άλλο να υπο­λο­γι­στεί προ­κα­ταρ­κτι­κά, είχε λυθεί ου­σια­στι­κά στην Πε­τρού­πο­λη πριν από την έναρ­ξη της ένο­πλης πάλης.
Αυτό δεν ση­μαί­νει ωστό­σο ότι η εξέ­γερ­ση είχε γίνει πε­ριτ­τή. Με το μέρος των ερ­γα­τών τασ­σό­ταν, είν’ αλή­θεια, η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­νό­τη­τα της φρου­ράς· μα η μειο­ψη­φία ήταν ενα­ντί­ον των ερ­γα­τών, ενα­ντί­ον της εξέ­γερ­σης, ενα­ντί­ον των μπολ­σε­βί­κων. Κείνη η μικρή μειο­ψη­φία απο­τε­λού­νταν από τα πιο ει­δι­κευ­μέ­να στοι­χεία του στρα­τού: σώμα αξιω­μα­τι­κών, γιούν­κερ, τάγ­μα­τα κρού­σης, ίσως και Κο­ζά­κοι. Δεν μπο­ρού­σες να κα­τα­κτή­σεις πο­λι­τι­κά κείνα τα στοι­χεία: έπρε­πε να τα νι­κή­σεις. Στο τε­λευ­ταίο του μέρος, το πρό­βλη­μα της εξέ­γερ­σης που έχει πε­ρά­σει στην ιστο­ρία κάτω από το ζώδιο του Οκτώ­βρη είχε, έτσι, χα­ρα­κτή­ρα κα­θα­ρά στρα­τιω­τι­κό. Τη λύση έπρε­πε να τη φέ­ρουν στον τε­λευ­ταίο σταθ­μό τα του­φέ­κια, οι ξι­φο­λόγ­χες, τα πο­λυ­βό­λα, ίσως ακόμα και τα κα­νό­νια. Σ’ αυτό το δρόμο οδη­γού­σε το κόμμα των μπολ­σε­βί­κων.
Ποιες ήταν οι στρα­τιω­τι­κές δυ­νά­μεις της επι­κεί­με­νης σύ­γκρου­σης; Ο Μπο­ρίς Σό­κο­λοβ, που διεύ­θυ­νε τη στρα­τιω­τι­κή ερ­γα­σία του σο­σια­λε­πα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος, δι­η­γεί­ται ότι στην πε­ρί­ο­δο πριν απ’ την εξέ­γερ­ση «όλες οι κομ­μα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις στα συ­ντάγ­μα­τα, εκτός από τους μπολ­σε­βί­κους, είχαν εξαρ­θρω­θεί και οι πε­ρι­στά­σεις δεν ήταν κα­θό­λου ευ­νοϊ­κές για το σχη­μα­τι­σμό και­νούρ­γιων ορ­γα­νώ­σε­ων. Οι στρα­τιώ­τες ‘‘μπολ­σε­βί­κι­ζα­ν’’ με τρόπο αρ­κε­τά κα­θα­ρό, ο μπολ­σε­βι­κι­σμός τους όμως ήταν πα­θη­τι­κός και δεν έδει­χναν καμιά ροπή να δρά­σουν ενερ­γά με τα όπλα». Ο Σό­κο­λοβ δεν ξε­χνά­ει να προ­σθέ­σει: «Θα ’φτα­ναν ένα-δυο συ­ντάγ­μα­τα από­λυ­τα αφο­σιω­μέ­να και μα­χη­τι­κά για να φέ­ρουν σε αμη­χα­νία ολό­κλη­ρη τη φρου­ρά». Απο­φα­σι­στι­κά, απ’ όλους, από τους μο­ναρ­χι­κούς στρα­τη­γούς ως τους «σο­σια­λι­στές» δια­νο­ού­με­νους, γε­νι­κά απ’ όλους, έλει­παν, ενά­ντια στην προ­λε­τα­ρια­κή επα­νά­στα­ση, «ένα-δυο συ­ντάγ­μα­τα». Όμως εκεί­νο που αλη­θεύ­ει είναι ότι η φρου­ρά, στην τε­ρά­στια πλειο­νό­τη­τά της βαθιά εχθρι­κή στην κυ­βέρ­νη­ση, δεν ήταν ωστό­σο ικανή να πο­λε­μή­σει και δεν τασ­σό­ταν με το μέρος των μπολ­σε­βί­κων. Η αιτία γι’ αυτό βρι­σκό­ταν στην ορι­στι­κή ρήξη ανά­με­σα στην παλιά στρα­τιω­τι­κή διάρ­θρω­ση των μο­νά­δων και την και­νούρ­για πο­λι­τι­κή τους διάρ­θρω­ση. Η ρα­χο­κο­κα­λιά ενός μα­χη­τι­κού στοι­χεί­ου του στρα­τού απο­τε­λεί­ται απ’ τη διοί­κη­ση. Αυτή ήταν ενα­ντί­ον των μπολ­σε­βί­κων. Από πο­λι­τι­κή άποψη η ρα­χο­κο­κα­λιά του στρα­τού ήταν οι μπολ­σε­βί­κοι. Ωστό­σο, αυτοί όχι μόνο δεν ήξε­ραν να διοι­κούν, μα στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις δεν ήξε­ραν κα­λά-κα­λά να με­τα­χει­ρί­ζο­νται όπλα. Η μάζα των στρα­τιω­τών δεν είχε ομοιο­γέ­νεια. Τα δρα­στή­ρια, τα μα­χη­τι­κά στοι­χεία, απο­τε­λού­σαν όπως πάντα τη μειο­ψη­φία. Η πλειο­ψη­φία των στρα­τιω­τών συ­μπα­θού­σαν τους μπολ­σε­βί­κους, τους ψή­φι­ζαν, τους εκλέ­γα­νε, μα δεν πε­ρί­με­ναν απ’ αυ­τούς λύση. Τα εχθρι­κά στους μπολ­σε­βί­κους στοι­χεία μέσα στο στρα­τό ήταν πάρα πολύ ασή­μα­ντα για να τολ­μή­σουν να πά­ρουν οποια­δή­πο­τε πρω­το­βου­λία. Η πο­λι­τι­κή γνώμη της φρου­ράς ήταν έτσι εξαι­ρε­τι­κά ευ­νοϊ­κή για μιαν εξέ­γερ­ση. Όμως από μα­χη­τι­κή άποψη αυτή δεν βά­ραι­νε πολύ, το πράγ­μα ήταν φα­νε­ρό από τα πριν.
Παρ’ όλα αυτά, δεν ταί­ρια­ζε κα­θό­λου να βγά­λεις τη φρου­ρά έξω από τους υπο­λο­γι­σμούς των στρα­τιω­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων. Χι­λιά­δες στρα­τιώ­τες έτοι­μοι να πο­λε­μή­σουν με το μέρος της επα­νά­στα­σης ήταν δια­σπαρ­μέ­νοι μέσα σε μια μάζα πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­θη­τι­κή και ίσα-ίσα γι’ αυτό την τρα­βού­σαν πίσω τους σε με­γα­λύ­τε­ρη ή μι­κρό­τε­ρη κλί­μα­κα. Διά­φο­ρες μο­νά­δες με πιο πε­τυ­χη­μέ­νη σύν­θε­ση δια­τη­ρού­σαν την πει­θαρ­χία και τη μα­χη­τι­κή τους ικα­νό­τη­τα. Υπήρ­χαν γεροί επα­να­στα­τι­κοί πυ­ρή­νες σε όλους τους σχη­μα­τι­σμούς. Στο 6ο τάγμα εφε­δρεί­ας που είχε κάπου δέκα χι­λιά­δες άντρες, από τους πέντε λό­χους ο πρώ­τος ξε­χώ­ρι­ζε πάντα, έχο­ντας απο­κτή­σει σχε­δόν απ’ την αρχή της επα­νά­στα­σης τη φήμη ότι ήταν μπολ­σε­βί­κι­κος, και δεί­χτη­κε άξιος γι’ αυτό στα Οκτω­βρια­νά. Να πούμε την αλή­θεια τα μισά συ­ντάγ­μα­τα της φρου­ράς δεν ήταν συ­ντάγ­μα­τα, ο μη­χα­νι­σμός της διεύ­θυν­σής τους είχε ξε­χαρ­βα­λω­θεί, ήταν ανί­κα­να για μα­κριά στρα­τιω­τι­κή προ­σπά­θεια, αλλά ήταν παρ’ όλα αυτά ομά­δες από οπλι­σμέ­νους αν­θρώ­πους που οι πε­ρισ­σό­τε­ροί τους είχαν πε­ρά­σει κιό­λας από τη φωτιά. Όλες οι μο­νά­δες δέ­νο­νταν από μια και την ίδια ψυ­χι­κή κα­τά­στα­ση: ν’ ανα­τρέ­ψουν όσο γι­νό­ταν πιο γρή­γο­ρα τον Κε­ρέν­σκι, να γυ­ρί­σουν στα σπί­τια τους και να προ­χω­ρή­σουν στις αγρο­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις. Έτσι η φρου­ρά, ολό­τε­λα απο­συν­θε­μέ­νη, χρειά­στη­κε ακόμα μια φορά να σφί­ξει τις γραμ­μές της στα Οκτω­βρια­νά και να βρο­ντή­ξει επι­βλη­τι­κά τα όπλα της προ­τού δια­λυ­θεί ορι­στι­κά.
Τι δύ­να­μη αντι­προ­σώ­πευαν από στρα­τιω­τι­κή άποψη οι ερ­γά­τες της Πε­τρού­πο­λης; Αυτό το ερώ­τη­μα αφορά την Κόκ­κι­νη Φρου­ρά. Ήρθε η στιγ­μή να μι­λή­σου­με πιο λε­πτο­με­ρεια­κά γι’ αυτήν: είναι προ­ο­ρι­σμέ­νη για τις ερ­χό­με­νες μέρες να ρι­χτεί στο με­γά­λο στίβο της ιστο­ρί­ας.
Φτά­νο­ντας με τις πα­ρα­δό­σεις της ως στο 1905, η Ερ­γα­τι­κή Φρου­ρά ανα­γεν­νή­θη­κε με τη Φε­βρουα­ρια­νή Επα­νά­στα­ση και συμ­με­ρί­στη­κε κα­το­πι­νά όλες τις εναλ­λα­γές της μοί­ρας της. Ο Κορ­νί­λοβ, τότε ανώ­τα­τος διοι­κη­τής της στρα­τιω­τι­κής πε­ριο­χής της Πε­τρού­πο­λης, βε­βαί­ω­νε πως από τις απο­θή­κες του πυ­ρο­βο­λι­κού είχαν εξα­φα­νι­στεί τις μέρες της ανα­τρο­πής της μο­ναρ­χί­ας τριά­ντα χι­λιά­δες πι­στό­λια και σα­ρά­ντα χι­λιά­δες του­φέ­κια. Πέρα απ’ αυτό, ση­μα­ντι­κή πο­σό­τη­τα όπλων έπεσε στα χέρια του λαού ύστε­ρα από τον αφο­πλι­σμό της αστυ­νο­μί­ας και χάρη στα φι­λι­κά συ­ντάγ­μα­τα. Όταν ζή­τη­σαν την πα­ρά­δο­ση των όπλων, κα­νέ­νας δεν απά­ντη­σε. Η επα­νά­στα­ση δι­δά­σκει πως πρέ­πει να εκτι­μά­με πολύ το του­φέ­κι. Οι ορ­γα­νω­μέ­νοι ερ­γά­τες μπό­ρε­σαν ωστό­σο να προ­μη­θευ­τούν πολύ λίγα απ’ αυτά.
Τους τέσ­σε­ρις πρώ­τους μήνες το ζή­τη­μα της εξέ­γερ­σης δεν έμπαι­νε κα­θό­λου για τους ερ­γά­τες. Το δη­μο­κρα­τι­κό κα­θε­στώς της διαρ­χί­ας άνοι­γε στους μπολ­σε­βί­κους τη δυ­να­τό­τη­τα να κα­τα­κτή­σουν την πλειο­ψη­φία μέσα στα σο­βιέτ. Οι ερ­γα­τι­κοί λόχοι, τα ντρου­ζί­νι, των ελεύ­θε­ρων σκο­πευ­τών απο­τε­λού­σαν στοι­χείο της δη­μο­κρα­τι­κής μι­λί­τσιας. Μα όλα αυτά ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο τύπος παρά ουσία. Το του­φέ­κι στα χέρια του ερ­γά­τη συμ­βό­λι­ζε μιαν ολό­τε­λα δια­φο­ρε­τι­κή ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απ’ ό,τι στα χέρια του φοι­τη­τή.
Το γε­γο­νός ότι οι ερ­γά­τες ήταν εφο­δια­σμέ­νοι με όπλα ανη­σύ­χη­σε τις κα­τέ­χου­σες τά­ξεις από την πρώτη στιγ­μή, γιατί έτσι με­τα­το­πι­ζό­ταν από­το­μα ο συ­σχε­τι­σμός των δυ­νά­με­ων στα ερ­γο­στά­σια. Στην Πε­τρού­πο­λη όπου ο κρα­τι­κός μη­χα­νι­σμός, υπο­στη­ρι­ζό­με­νος από την Κε­ντρι­κή Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή, αντι­προ­σώ­πευε στην αρχή μιαν αναμ­φι­σβή­τη­τη δύ­να­μη, η ερ­γα­τι­κή μι­λί­τσια δεν φαι­νό­ταν ακόμα τόσο απει­λη­τι­κή. Όμως στις βιο­μη­χα­νι­κές πε­ριο­χές της επαρ­χί­ας το δυ­νά­μω­μα της ερ­γα­τι­κής φρου­ράς σή­μαι­νε ανα­τρο­πή όλων των σχέ­σε­ων, όχι μόνο στο εσω­τε­ρι­κό της επι­χεί­ρη­σης μα και πολύ ευ­ρύ­τε­ρα απ’ αυτό. Οι οπλι­σμέ­νοι ερ­γά­τες κα­θαι­ρού­σαν τους επι­στά­τες, τους μη­χα­νι­κούς, ακόμα και τους συλ­λαμ­βά­να­νε. Με από­φα­ση των ερ­γο­στα­σια­κών συ­νε­λεύ­σε­ων οι κόκ­κι­νοι φρου­ροί πλη­ρώ­νο­νταν συχνά από το τα­μείο των επι­χει­ρή­σε­ων. Στα Ου­ρά­λια, όπου είναι πλού­σιες οι πα­ρα­δό­σεις της πάλης των παρ­τι­ζά­νων του 1905, οι ερ­γα­τι­κοί λόχοι των ελεύ­θε­ρων σκο­πευ­τών επέ­βαλ­λαν την τάξη κάτω από τη διεύ­θυν­ση πα­λιών αγω­νι­στών. Οι οπλι­σμέ­νοι ερ­γά­τες πα­ρα­μέ­ρι­σαν σχε­δόν αδιό­ρα­τα την επί­ση­μη εξου­σία, αντι­κα­τα­σταί­νο­ντάς την με τα όρ­γα­να των σο­βιέτ. Το σα­μπο­τά­ρι­σμα που γι­νό­ταν από τους ιδιο­κτή­τες και τους δια­χει­ρι­στές επέ­βαλ­λε στους ερ­γά­τες την υπο­χρέ­ω­ση να προ­στα­τέ­ψουν τις επι­χει­ρή­σεις: μη­χα­νές, απο­θή­κες, απο­θέ­μα­τα σε κάρ­βου­νο και πρώ­τες ύλες. Οι ρόλοι είχαν ανα­τρα­πεί. Ο ερ­γά­της έσφιγ­γε γερά στα χέρια του το του­φέ­κι για να υπε­ρα­σπι­στεί το ερ­γο­στά­σιο, όπου έβλε­πε την ίδια την πηγή της δύ­να­μής του. Έτσι τα στοι­χεία της ερ­γα­τι­κής δι­κτα­το­ρί­ας εγκα­θι­δρύ­ο­νταν στα ερ­γο­στά­σια και στις συ­νοι­κί­ες προ­τού ακόμα το προ­λε­τα­ριά­το στο σύ­νο­λό του κα­τα­λά­βει την κρα­τι­κή εξου­σία.
Κα­θρε­φτί­ζο­ντας όπως πάντα τους φό­βους των ιδιο­κτη­τών, οι συμ­φι­λιω­τές αντι­τάσ­σο­νταν μ’ όλες τους τις δυ­νά­μεις στον εξο­πλι­σμό των ερ­γα­τών της πρω­τεύ­ου­σας, πε­ριο­ρί­ζο­ντάς τον στο ελά­χι­στο. Κατά τον Μι­νί­τσεβ, όλος ο οπλι­σμός της συ­νοι­κί­ας της Νάρβα απο­τε­λού­νταν «από καμιά δε­κα­πε­ντα­ριά του­φέ­κια και με­ρι­κά πι­στό­λια». Στο με­τα­ξύ, στην πόλη πλή­θαι­ναν οι διαρ­πα­γές και οι βιαιο­πρα­γί­ες. Απ’ όλες τις με­ριές έφτα­ναν ανη­συ­χα­στι­κές φήμες, προ­άγ­γε­λοι και­νούρ­γιων τρα­νταγ­μών. Την πα­ρα­μο­νή της εκ­δή­λω­σης του Ιούλη πε­ρί­με­ναν να δουν τη συ­νοι­κία να καί­γε­ται. Οι ερ­γά­τες ζη­τού­σαν όπλα, χτυ­πώ­ντας όλες τις πόρ­τες και καμιά φορά σπά­ζο­ντάς τες.
Από την εκ­δή­λω­ση της 3 του Ιούλη οι ερ­γά­τες του Που­τί­λοβ απο­κο­μί­σα­νε ένα τρό­παιο: ένα πο­λυ­βό­λο με πέντε κι­βώ­τια γε­μι­στή­ρες. «Κά­να­με σαν μικρά παι­διά απ’ τη χαρά μας» – δι­η­γεί­ται ο Μι­νί­τσεβ. Ορι­σμέ­να ερ­γο­στά­σια ήταν κα­λύ­τε­ρα οπλι­σμέ­να. Κατά τα λε­γό­με­να του Λί­τσκοβ, οι ερ­γά­τες του ερ­γο­στα­σί­ου του είχαν ογδό­ντα του­φέ­κια και εί­κο­σι με­γά­λα πι­στό­λια. Ολό­κλη­ρος θη­σαυ­ρός! Δια­μέ­σου του επι­τε­λεί­ου της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς πέ­τυ­χαν δύο πο­λυ­βό­λα: το ένα το στή­σα­νε στην τρα­πε­ζα­ρία, το άλλο στο ανώγι. «Αρ­χη­γός μας» –δι­η­γεί­ται ο Λί­τσκοβ– «ήταν ο Κο­τσε­ρόβ­σκι και οι πιο στε­νοί συ­νερ­γά­τες του ήταν ο Τομ­τσάκ, που σκο­τώ­θη­κε από τους λευ­κο­φρου­ρούς στα Οκτω­βρια­νά κοντά στο Τσάρ­σκο­γιε-Σε­λό και ο Γε­φί­μοφ που του­φε­κί­στη­κε από τις συμ­μο­ρί­ες των λευ­κών έξω από το Γιά­μπουργκ». Αυτές οι λιτές γραμ­μές μάς επι­τρέ­πουν να ρί­ξου­με μια ματιά μέσα στο ερ­γα­στή­ριο των ερ­γο­στα­σί­ων όπου δια­μορ­φώ­νο­νταν τα στε­λέ­χη της εξέ­γερ­σης του Οκτώ­βρη και του μελ­λο­ντι­κού Κόκ­κι­νου Στρα­τού, όπου ξε­δια­λέ­γο­νταν, συ­νή­θι­ζαν να διοι­κούν, ατσα­λώ­νο­νταν οι Κομ­τσάκ, οι Γε­φί­μοφ, εκα­το­ντά­δες και χι­λιά­δες ανώ­νυ­μοι ερ­γά­τες που αφού κα­τα­κτή­σα­νε την εξου­σία την υπε­ρά­σπι­σαν ατρό­μη­τα από τον εχθρό κ’ έπε­σαν, στη συ­νέ­χεια, σ’ όλα τα πεδία των μαχών.
Τα γε­γο­νό­τα του Ιούλη με­τα­βάλ­λουν μο­νο­μιάς την κα­τά­στα­ση της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς. Ο αφο­πλι­σμός των ερ­γα­τών γί­νε­ται πλέον ολό­τε­λα ανοι­χτά, όχι με την πειθώ μα με τη χρήση της βίας. Κά­νο­ντας τάχα πως πα­ρα­δί­νουν όπλα, οι ερ­γά­τες δεν δί­νουν ωστό­σο παρά πα­λιο­σί­δε­ρα. Ό,τι αξί­ζει κάτι, το κρύ­βουν καλά. Τα του­φέ­κια μοι­ρά­ζο­νται σε έμπι­στα μέλη του κόμ­μα­τος. Τα πο­λυ­βό­λα γρα­σά­ρο­νται και θά­βο­νται. Τα απο­σπά­σμα­τα της Φρου­ράς ανα­δι­πλώ­νο­νται και περ­νούν στην πα­ρα­νο­μία, ενώ δέ­νο­νται πιο στενά με τους μπολ­σε­βί­κους.
Το έργο του εξο­πλι­σμού των ερ­γα­τών ήταν αρ­χι­κά συ­γκε­ντρω­μέ­νο στα χέρια των ερ­γο­στα­σια­κών επι­τρο­πών, καθώς και των συ­νοι­κια­κών επι­τρο­πών του κόμ­μα­τος. Ανα­λαμ­βά­νο­ντας ύστε­ρα από τη συ­ντρι­βή του Ιούλη, η Στρα­τιω­τι­κή Ορ­γά­νω­ση των μπολ­σε­βί­κων, που προη­γού­με­να είχε δου­λέ­ψει μόνο μέσα στη φρου­ρά και στο μέ­τω­πο, κα­τα­πιά­στη­κε για πρώτη φορά με την εκ­παί­δευ­ση της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς προ­μη­θεύ­ο­ντας στους ερ­γά­τες εκ­παι­δευ­τές και σ’ ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις όπλα. Η προ­ο­πτι­κή της ένο­πλης εξέ­γερ­σης, χα­ραγ­μέ­νη από το κόμμα, προ­ε­τοι­μά­ζει σι­γά-σι­γά τους προ­χω­ρη­μέ­νους ερ­γά­τες για έναν και­νούρ­γιο προ­ο­ρι­σμό της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς: δεν είναι πια η πο­λι­το­φυ­λα­κή των ερ­γο­στα­σί­ων και των ερ­γα­τι­κών συ­νοι­κιών, είναι τα στε­λέ­χη του αυ­ρια­νού στρα­τού της εξέ­γερ­σης.
Τον Αύ­γου­στο οι «πυρ­κα­γιές» στα ερ­γο­στά­σια και στις φά­μπρι­κες έγι­ναν συ­χνό­τε­ρες. Στη δια­δο­χή των κρί­σε­ων, κάθε κρίση ακο­λου­θεί κ’ ένα σπα­σμό της ομα­δι­κής συ­νεί­δη­σης που εξα­πο­λύ­ει μπρο­στά της ένα κύμα συ­να­γερ­μού. Οι ερ­γο­στα­σια­κές επι­τρο­πές δού­λευαν εντα­τι­κά για να προ­στα­τέ­ψουν τις επι­χει­ρή­σεις από αντε­πα­να­στα­τι­κές από­πει­ρες. Τα κρυμ­μέ­να του­φέ­κια βγαί­νουν στην επι­φά­νεια.
Το κί­νη­μα του Κορ­νί­λοβ νο­μι­μο­ποιεί ορι­στι­κά την Κόκ­κι­νη Φρου­ρά. Στους ερ­γα­τι­κούς λό­χους γρά­φο­νται κάπου εί­κο­σι πέντε χι­λιά­δες άντρες που -να πούμε την αλή­θεια- κάθε άλλο παρά μπο­ρούν να τους οπλί­σουν όλους με του­φέ­κια, ως ένα μέρος και με πο­λυ­βό­λα. Από το μπα­ρου­τά­δι­κο του Σλού­σελ­μπουργκ οι ερ­γά­τες κου­βα­λά­νε πάνω στο Νέβα μια μα­ού­να γε­μά­τη χει­ρο­βομ­βί­δες και βλή­μα­τα: ενα­ντί­ον του Κορ­νί­λοβ! Η Κε­ντρι­κή Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή των συμ­φι­λιω­τών απο­κρού­ει αυτό το δώρο των Δα­να­ών. Οι άντρες της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς στο προ­ά­στιο του Βί­μποργκ μοί­ρα­σαν τη νύχτα κείνο το επι­κίν­δυ­νο πε­σκέ­σι στις συ­νοι­κί­ες.
«Η εκ­παί­δευ­ση στην τέχνη να χρη­σι­μο­ποιείς το του­φέ­κι, που γι­νό­ταν προη­γού­με­να μέσα σε δια­με­ρί­σμα­τα και τρώ­γλες» –δι­η­γεί­ται ο ερ­γά­της Σκο­ρίν­κο– «γι­νό­τα­νε τώρα στον ανοι­χτό αέρα, στους κή­πους και στα βου­λε­βάρ­τα». «Το ερ­γα­στή­ριο με­τα­τρά­πη­κε σε έμπε­δο» – λέει ο ερ­γά­της Ρα­κί­τοβ στις Ανα­μνή­σεις του. «Πίσω από τους πά­γκους της δου­λειάς στέ­κο­νται οι τορ­να­δό­ροι με το σα­κί­διο πε­ρα­σμέ­νο σταυ­ρω­τά στον ώμο και το του­φέ­κι πάνω στη μη­χα­νή». Σε λίγο στο ερ­γο­στά­σιο όπου κα­τα­σκευά­ζο­νταν οι μπό­μπες, όλοι γρά­φτη­καν στη Φρου­ρά εκτός από τους πα­λιούς σο­σια­λε­πα­να­στά­τες και μεν­σε­βί­κους. Ύστε­ρα από το σύν­θη­μα της σει­ρή­νας, όλοι πα­ρα­τάσ­σο­νται στην αυλή για την άσκη­ση. «Πλάι-πλάι ο γε­νειο­φό­ρος ερ­γά­της και ο νε­α­ρός μα­θη­τευό­με­νος ακούν κ’ οι δυο προ­σε­χτι­κά τον εκ­παι­δευ­τή...». Ενώ εξαρ­θρω­νό­ταν ορι­στι­κά ο πα­λιός στρα­τός του τσά­ρου, στα ερ­γο­στά­σια έμπαι­ναν οι βά­σεις του μελ­λο­ντι­κού Κόκ­κι­νου Στρά­του.
Μόλις ο κίν­δυ­νος που αντι­προ­σώ­πευε ο Κορ­νί­λοβ είχε ξε­πε­ρα­στεί, οι συμ­φι­λιω­τές βάλ­θη­καν να φρε­νά­ρουν την εκτέ­λε­ση των υπο­χρε­ώ­σε­ων που είχαν ανα­λά­βει: για τριά­ντα χι­λιά­δες ερ­γά­τες του Που­τί­λοβ πα­ρέ­δω­σαν συ­νο­λι­κά μόνο τρια­κό­σια του­φέ­κια. Σε λίγο στα­μά­τη­σαν ολό­τε­λα να χο­ρη­γούν όπλα: ο κίν­δυ­νος πλη­σί­α­ζε τώρα όχι απ’ τα δεξιά, μα απ’ τα αρι­στε­ρά· έπρε­πε να ζη­τή­σουν προ­στα­σία όχι πια στους προ­λε­τά­ριους μα στους γιούν­κερ.
Η έλ­λει­ψη άμε­σου πρα­κτι­κού σκο­πού και η ανε­πάρ­κεια του εξο­πλι­σμού προ­κά­λε­σαν το απο­τρά­βηγ­μα κά­ποιων ερ­γα­τών από την Κόκ­κι­νη Φρου­ρά. Αυτό όμως δεν ήταν παρά μια σύ­ντο­μη παύση. Τα βα­σι­κά στε­λέ­χη είχαν τον καιρό να στε­ριώ­σουν μέσα σε κάθε επι­χεί­ρη­ση. Ανά­με­σα στους διά­φο­ρους ερ­γα­τι­κούς λό­χους ανα­πτύσ­σο­νταν γεροί δε­σμοί. Τα στε­λέ­χη ξέ­ρουν από πείρα πως έχουν σο­βα­ρές εφε­δρεί­ες, που την ώρα του κιν­δύ­νου μπο­ρούν να ση­κω­θούν στο πόδι.
Το πέ­ρα­σμα του Σο­βιέτ στα χέρια των μπολ­σε­βί­κων με­τα­βάλ­λει ρι­ζι­κά την κα­τά­στα­ση της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς. Από κα­τα­τρεγ­μέ­νη ή απλώς ανε­κτή που ήταν προη­γού­με­να, γί­νε­ται επί­ση­μο όρ­γα­νο του Σο­βιέτ που απλώ­νει κιό­λας το χέρι προς την εξου­σία. Οι ερ­γά­τες βρί­σκουν συχνά μόνοι τους τον τρόπο να προ­μη­θευ­τούν όπλα και δεν ζη­τά­νε από το Σο­βιέτ παρά μόνο την εξου­σιο­δό­τη­ση. Από το τέλος του Σε­πτέμ­βρη, ιδιαί­τε­ρα από τις 10 του Οκτώ­βρη, οι ετοι­μα­σί­ες της εξέ­γερ­σης έχουν μπει ανοι­χτά στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη. Ένα μήνα πριν απ’ το ξε­σή­κω­μα, σε πολ­λές δε­κά­δες ερ­γο­στά­σια και φά­μπρι­κες της Πε­τρού­πο­λης επι­δί­δο­νται εντα­τι­κά στη στρα­τιω­τι­κή άσκη­ση, κυ­ρί­ως στη σκο­πο­βο­λή. Κατά τα μέσα του Οκτώ­βρη το εν­δια­φέ­ρον για το χει­ρι­σμό των όπλων με­γα­λώ­νει ολο­έ­να. Σε ορι­σμέ­νες επι­χει­ρή­σεις σχε­δόν όλοι γρά­φο­νται στους λό­χους.
Όλο και πιο ανυ­πό­μο­να οι ερ­γά­τες αξιώ­νουν όπλα από το Σο­βιέτ, μα τα του­φέ­κια είναι ασύ­γκρι­τα λι­γό­τε­ρα από τα χέρια που απλώ­νο­νται για να τα πά­ρουν. «Πή­γαι­να κάθε μέρα στο Σμόλ­νι» –δι­η­γεί­ται ο μη­χα­νι­κός Κο­σμίν– «κ’ έβλε­πα πώς, πριν και μετά τη συ­νε­δρί­α­ση του Σο­βιέτ, ερ­γά­τες και ναύ­τες πλη­σί­α­ζαν τον Τρό­τσκι, προ­σφέ­ρο­ντας ή ζη­τώ­ντας όπλα για τους ερ­γά­τες, δί­νο­ντας λο­γα­ρια­σμό για τη δια­νο­μή αυτών των όπλων και θέ­το­ντας ερω­τή­μα­τα: Πότε λοι­πόν θ’ αρ­χί­σου­με; Η ανυ­πο­μο­νη­σία ήταν με­γά­λη...».
Τυ­πι­κά η Κόκ­κι­νη Φρου­ρά μένει ανε­ξάρ­τη­τη από τα κόμ­μα­τα. Όσο όμως τα πράγ­μα­τα προ­χω­ρά­νε προς τη λύση του δρά­μα­τος, τόσο πιο πολύ οι μπολ­σε­βί­κοι περ­νά­νε στο πρώτο πλάνο: αυτοί απο­τε­λούν τον πυ­ρή­να κάθε λόχου, έχουν στα χέρια τους το μη­χα­νι­σμό της διοί­κη­σης, το σύν­δε­σμο με τις άλλες επι­χει­ρή­σεις και τις συ­νοι­κί­ες. Οι εξω­κομ­μα­τι­κοί ερ­γά­τες και οι αρι­στε­ροί σο­σια­λε­πα­να­στά­τες ακο­λου­θούν τους μπολ­σε­βί­κους.
Ωστό­σο ακόμα και τώρα, πα­ρα­μο­νή της εξέ­γερ­σης, οι γραμ­μές της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς είναι ακόμα πολύ αραιές. Στις 16 ο Ου­ρί­τσκι, μέλος της μπολ­σε­βί­κι­κης Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής, υπο­λό­γι­ζε τον ερ­γα­τι­κό στρα­τό της Πε­τρού­πο­λης σε σα­ρά­ντα χι­λιά­δες ξι­φο­λόγ­χες. Ο αριθ­μός είναι μάλ­λον υπερ­βο­λι­κός. Οι πηγές του εξο­πλι­σμού πα­ρά­με­ναν ακόμα πολύ πε­ριο­ρι­σμέ­νες: όση κι αν ήταν η αδυ­να­μία της κυ­βέρ­νη­σης, δεν μπο­ρού­σες να κα­τα­λά­βεις τα οπλο­στά­σια αλ­λιώς παρά μπαί­νο­ντας στο δρόμο της εξέ­γερ­σης.
Στις 22 του Οκτώ­βρη έγινε η συν­διά­σκε­ψη της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς όλης της πόλης: μια εκα­το­ντά­δα πλη­ρε­ξού­σιοι αντι­προ­σώ­πευαν κάπου εί­κο­σι χι­λιά­δες πο­λε­μι­στές. Ο αριθ­μός δεν πρέ­πει να παρ­θεί πάρα πολύ τοις με­τρη­τοίς: οι γραμ­μέ­νοι δεν ήταν όλοι ενερ­γοί· σ’ αντι­στάθ­μι­σμα, τις κρί­σι­μες στιγ­μές οι εθε­λο­ντές συ­νέρ­ρε­αν σε με­γά­λο αριθ­μό στα απο­σπά­σμα­τα. Ο κα­νο­νι­σμός που εγκρί­θη­κε την άλλη μέρα από τη Συν­διά­σκε­ψη ορί­ζει την Κόκ­κι­νη Φρου­ρά σαν «ορ­γά­νω­ση των ένο­πλων δυ­νά­με­ων του προ­λε­τα­ριά­του για την κα­τα­πο­λέ­μη­ση της αντε­πα­νά­στα­σης και την υπε­ρά­σπι­ση των κα­τα­κτή­σε­ων της επα­νά­στα­σης». Ας ση­μειώ­σου­με αυτό: εί­κο­σι τέσ­σε­ρις ώρες πριν από την εξέ­γερ­ση το πρό­βλη­μα ορί­ζε­ται με όρους άμυ­νας και όχι επί­θε­σης.
Βα­σι­κός σχη­μα­τι­σμός είναι η δε­καρ­χία· τέσ­σε­ρις δε­καρ­χί­ες απο­τε­λούν μια δι­μοι­ρία, τρεις δι­μοι­ρί­ες σχη­μα­τί­ζουν ένα λόχο· τρεις λόχοι, ένα τάγμα. Μαζί με τη διοί­κη­ση και τις ει­δι­κές μο­νά­δες, το τάγμα έχει πάνω από πε­ντα­κό­σιους άντρες. Τα τάγ­μα­τα της πε­ριο­χής απο­τε­λούν ένα από­σπα­σμα. Στα με­γά­λα ερ­γο­στά­σια, όπως του Που­τί­λοβ, δη­μιουρ­γούν αυ­τό­νο­μα απο­σπά­σμα­τα. Τα ει­δι­κά συ­νερ­γεία από τε­χνι­κούς –σκα­πα­νείς, αυ­το­κι­νη­τι­στές, τη­λε­γρα­φη­τές, πο­λυ­βο­λη­τές, πυ­ρο­βο­λη­τές– είναι στρα­το­λο­γη­μέ­να στις αντί­στοι­χες επι­χει­ρή­σεις και προ­σαρ­τη­μέ­να στα απο­σπά­σμα­τα πε­ζι­κού, ή ενερ­γούν ανε­ξάρ­τη­τα, ανά­λο­γα με το χα­ρα­κτή­ρα του έργου. Όλη η διοί­κη­ση είναι αι­ρε­τή. Δεν υπάρ­χει σ’ αυτό κα­νέ­νας κίν­δυ­νος: όλοι εδώ είναι εθε­λο­ντές και γνω­ρί­ζο­νται καλά με­τα­ξύ τους.
Οι ερ­γά­τες δη­μιουρ­γούν νο­σο­κο­μεια­κά απο­σπά­σμα­τα. Στο ερ­γο­στά­σιο κα­τα­σκευ­ής στρα­τιω­τι­κού υγειο­νο­μι­κού υλι­κού γί­νο­νται μα­θή­μα­τα για νο­σο­κό­μες. «Σχε­δόν σ’ όλα τα ερ­γο­στά­σια» –γρά­φει η Τα­τιά­να Γκραφ– «υπάρ­χουν κιό­λας κα­νο­νι­κές υπη­ρε­σί­ες από ερ­γά­τριες που ερ­γά­ζο­νται σαν νο­σο­κό­μες, εφο­δια­σμέ­νες με το απα­ραί­τη­το υλικό επί­δε­σης». Η ορ­γά­νω­ση είναι πολύ φτωχή σε χρη­μα­τι­κά και τε­χνι­κά μέσα. Σι­γά-σι­γά οι ερ­γο­στα­σια­κές επι­τρο­πές στέλ­νουν υλικό για τα κι­νη­τά νο­σο­κο­μεία και τα εθε­λο­ντι­κά σώ­μα­τα. Στις ώρες της εξέ­γερ­σης από αδύ­να­μοι πυ­ρή­νες θα ανα­πτυ­χθούν γοργά: θα βρε­θούν αμέ­σως στη διά­θε­σή τους ση­μα­ντι­κά τε­χνι­κά μέσα. Στις 24 το Σο­βιέτ της συ­νοι­κί­ας του Βί­μποργκ προ­στά­ζει αυτά: «Να επι­τα­χθούν αμέ­σως όλα τα αυ­το­κί­νη­τα... Να κα­τα­γρα­φεί όλο το υλικό επί­δε­σης για κι­νη­τά νο­σο­κο­μεία και να εγκα­τα­στα­θούν φρου­ρές σ’ αυτά».
Ολο­έ­να και πε­ρισ­σό­τε­ροι εξω­κομ­μα­τι­κοί ερ­γά­τες έρ­χο­νταν να ασκη­θούν στη σκο­πο­βο­λή και στους ελιγ­μούς. Ο αριθ­μός των φυ­λα­κί­ων με­γά­λω­νε. Στα ερ­γο­στά­σια η φρού­ρη­ση ήταν εξα­σφα­λι­σμέ­νη μέρα και νύχτα. Τα επι­τε­λεία της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς εγκα­τα­στά­θη­καν στα πιο ευ­ρύ­χω­ρα κτή­ρια.
Στις 23 Οκτώ­βρη, στο κα­λυ­κο­ποιείο προ­χώ­ρη­σαν στην εξέ­τα­ση των γνώ­σε­ων των κόκ­κι­νων φρου­ρών. Η από­πει­ρα ενός μεν­σε­βί­κου να μι­λή­σει ενα­ντί­ον του ξε­ση­κω­μού πνί­γη­κε μέσα σε θύ­ελ­λα αγα­νά­κτη­σης: αρ­κε­τά, ο και­ρός των συ­ζη­τή­σε­ων έχει πε­ρά­σει! Το κί­νη­μα είναι ασυ­γκρά­τη­το, κα­τα­κτά­ει ακόμα και τους μεν­σε­βί­κους. Αυτοί «κα­τα­τάσ­σο­νται στην Κόκ­κι­νη Φρου­ρά» –δι­η­γεί­ται η Τα­τιά­να Γκραφ– «παίρ­νουν μέρος σε όλες τις δια­ταγ­μέ­νες υπη­ρε­σί­ες και δεί­χνουν ακόμα και πρω­το­βου­λία». Ο Σκο­ρίν­κο πε­ρι­γρά­φει πώς στις 23 συ­να­δελ­φώ­θη­καν στο από­σπα­σμα, με τους μπολ­σε­βί­κους, οι σο­σια­λε­πα­να­στά­τες και οι μεν­σε­βί­κοι, οι νέοι και οι γέροι, και πώς ο ίδιος ο Σκο­ρίν­κο αγκά­λια­σε με αγαλ­λί­α­ση τον πα­τέ­ρα του, ερ­γά­τη στο ίδιο ερ­γο­στά­σιο. Ο ερ­γά­της Πε­σκο­βόι δι­η­γεί­ται: Στο ένο­πλο από­σπα­σμα «υπήρ­χαν νε­α­ροί ερ­γά­τες γύρω στα δε­κά­ξι και πα­λιοί που πή­γαι­ναν στα πε­νή­ντα». Το ανα­κά­τε­μα στις ηλι­κί­ες έδινε «ζω­ντά­νια και μα­χη­τι­κό πνεύ­μα».
Το προ­ά­στιο του Βί­μποργκ προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν για τη μάχη με ζέση ολό­τε­λα ξε­χω­ρι­στή. Αρ­πά­ζουν τα κλει­διά των κι­νη­τών γε­φυ­ριών που ενώ­νουν το προ­ά­στιο, με­λε­τούν τα τρωτά ση­μεία της συ­νοι­κί­ας, εκλέ­γουν την Επα­να­στα­τι­κή Στρα­τιω­τι­κή Επι­τρο­πή τους, οι ερ­γο­στα­σια­κές επι­τρο­πές έχουν εγκα­τα­στή­σει μό­νι­μες υπη­ρε­σί­ες. Με δι­καιο­λο­γη­μέ­νη πε­ρη­φά­νια ο Κα­γιού­ροβ γρά­φει για τους ερ­γά­τες του Βί­μποργκ: «Ήταν οι πρώ­τοι που μπή­καν σε αγώνα με την απο­λυ­ταρ­χία, οι πρώ­τοι που επι­βά­λα­νε στην πε­ριο­χή τους το οχτά­ω­ρο, οι πρώ­τοι που βγή­καν στους δρό­μους με το όπλο στο χέρι να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν ενά­ντια στους δέκα κα­πι­τα­λι­στές υπουρ­γούς, οι πρώ­τοι που δια­μαρ­τυ­ρή­θη­καν στις 7 Ιούλη για τις διώ­ξεις ενά­ντια στο κόμμα μας, και δεν ήταν οι τε­λευ­ταί­οι στην απο­φα­σι­στι­κή μέρα της 25 του Οκτώ­βρη». Το σωστό σωστό!
Η ιστο­ρία της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς είναι σε με­γά­λο βαθμό η ιστο­ρία της δυα­δι­κής εξου­σί­ας: τούτη δω, με τις εσω­τε­ρι­κές αντι­φά­σεις της και τις συ­γκρού­σεις της, έδινε στους ερ­γά­τες με­γα­λύ­τε­ρη ευ­κο­λία για να δη­μιουρ­γή­σουν, κιό­λας πριν απ’ την εξέ­γερ­ση, μια επι­βλη­τι­κή ένο­πλη δύ­να­μη. Να κά­νεις τον απο­λο­γι­σμό των ερ­γα­τι­κών απο­σπα­σμά­των σ’ όλη τη χώρα τη στιγ­μή της εξέ­γερ­σης, είναι έργο σχε­δόν απραγ­μα­το­ποί­η­το, του­λά­χι­στο στην τω­ρι­νή στιγ­μή. Όπως και να ’ναι, δε­κά­δες και δε­κά­δες χι­λιά­δες ένο­πλοι ερ­γά­τες απο­τε­λού­σαν τη στε­λέ­χω­ση της εξέ­γερ­σης. Οι εφε­δρεί­ες ήταν σχε­δόν ανε­ξά­ντλη­τες.
Ωστό­σο, η ορ­γά­νω­ση της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς απεί­χε, ολο­φά­νε­ρα, από την τε­λειό­τη­τα. Όλα γί­νο­νταν βια­στι­κά, χο­ντρι­κά, κι όχι πάντα επι­δέ­ξια. Οι κόκ­κι­νοι φρου­ροί ήταν στο με­γα­λύ­τε­ρό τους μέρος κακά προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι, οι υπη­ρε­σί­ες σύν­δε­σης δεν λει­τουρ­γού­σαν καλά, ο ανε­φο­δια­σμός κού­τσαι­νε, η νο­σο­κο­μεια­κή ερ­γα­σία κα­θυ­στε­ρού­σε. Όμως, στε­λε­χω­μέ­νη με τους ερ­γά­τες με το πιο υψηλό πνεύ­μα αυ­το­θυ­σί­ας, η Κόκ­κι­νη Φρου­ρά φλε­γό­ταν από την επι­θυ­μία να φέρει αυτή τη φορά την πάλη ως το τέλος. Κι αυτό είναι που έκρι­νε την υπό­θε­ση.
Η δια­φο­ρά ανά­με­σα στα ερ­γα­τι­κά απο­σπά­σμα­τα και τα αγρο­τι­κά συ­ντάγ­μα­τα δεν κα­θο­ρι­ζό­ταν μόνο από την ιδιαί­τε­ρη κοι­νω­νι­κή τους σύν­θε­ση. Πολ­λοί από κεί­νους τους χο­ντρο­κέ­φα­λους στρα­τιώ­τες, αφού γυ­ρί­σουν στα χωριά τους και μοι­ρα­στούν τη γη των γαιο­κτη­μό­νων, θα πο­λε­μή­σουν απε­γνω­σμέ­να ενα­ντί­ον των λευ­κο­φρου­ρών, πρώτα στα παρ­τι­ζά­νι­κα απο­σπά­σμα­τα, έπει­τα στον Κόκ­κι­νο Στρα­τό. Ανε­ξάρ­τη­τα απ’ την κοι­νω­νι­κή δια­φο­ρά, υπάρ­χει μια άλλη δια­φο­ρά, πιο άμεση: ενώ η στρα­τιω­τι­κή φρου­ρά απο­τε­λεί μιαν ανα­γκα­στι­κή συσ­σω­μά­τω­ση από πα­λιούς στρα­τιώ­τες που έκα­ναν τον πό­λε­μο, τα απο­σπά­σμα­τα της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς είναι ολό­τε­λα και­νουρ­γιο­φτιαγ­μέ­να, με ατο­μι­κή επι­λο­γή, πάνω σε και­νούρ­για βάση και για και­νούρ­γιους σκο­πούς.
Η Επα­να­στα­τι­κή Στρα­τιω­τι­κή Επι­τρο­πή δια­θέ­τει κ’ ένα τρίτο όπλο: τους ναύ­τες της Βαλ­τι­κής. Από κοι­νω­νι­κή σύν­θε­ση είναι πολύ πιο κοντά στους ερ­γά­τες απ’ ό,τι το πε­ζι­κό. Υπάρ­χουν ανά­με­σά τους όχι λίγοι ερ­γά­τες απ’ την Πε­τρού­πο­λη. Το πο­λι­τι­κό επί­πε­δο του ναύτη είναι άπει­ρα ανώ­τε­ρο από του φα­ντά­ρου. Δια­φέ­ρο­ντας από τους ελά­χι­στα μα­χη­τι­κούς έφε­δρους, που είχαν ξε­χά­σει τη χρήση του του­φε­κιού, οι ναύ­τες δεν είχαν δια­κό­ψει την ενερ­γό υπη­ρε­σία.
Για τις απο­φα­σι­στι­κές επι­χει­ρή­σεις μπο­ρού­σε κα­νείς στα­θε­ρά να υπο­λο­γί­ζει στους ένο­πλους κομ­μου­νι­στές, στα απο­σπά­σμα­τα της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς, στην πρω­το­πο­ρία των ναυ­τών και στα κα­λύ­τε­ρα δια­τη­ρη­μέ­να συ­ντάγ­μα­τα. Τα στοι­χεία αυτής της στρα­τιω­τι­κής συσ­σω­μά­τω­σης αλ­λη­λο­συ­μπλη­ρώ­νο­νταν: Η πο­λυά­ριθ­μη στρα­τιω­τι­κή φρου­ρά δεν είχε αρ­κε­τή θέ­λη­ση για την πάλη. Τα απο­σπά­σμα­τα των ναυ­τών δεν ήταν αρ­κε­τά ισχυ­ρά σε αριθ­μό. Από την Κόκ­κι­νη Φρου­ρά έλει­πε η πείρα. Οι ερ­γά­τες, μαζί με τους ναύ­τες, πρό­σφε­ραν ενερ­γη­τι­κό­τη­τα, τόλμη, ορμή. Τα συ­ντάγ­μα­τα της φρου­ράς απο­τε­λού­σαν μιαν εφε­δρεία δυ­σκο­λο­κί­νη­τη που επι­βαλ­λό­ταν με τον αριθ­μό της και ήταν συ­ντρι­πτι­κή με τη μάζα της.
Ζώ­ντας κα­θη­με­ρι­νά πλάι στους ερ­γά­τες, τους στρα­τιώ­τες και τους ναύ­τες, οι μπολ­σε­βί­κοι αντι­λαμ­βά­νο­νταν πολύ καλά τις βα­θιές ποιο­τι­κές δια­φο­ρές ανά­με­σα στα στοι­χεία του στρα­τού που θα οδη­γού­σα­νε στη μάχη. Πάνω στον υπο­λο­γι­σμό αυτών των δια­φο­ρών είχε θε­με­λιω­θεί σε με­γά­λο μέρος το ίδιο το σχέ­διο της εξέ­γερ­σης.
Η κοι­νω­νι­κή δύ­να­μη του άλλου στρα­το­πέ­δου απο­τε­λού­νταν από τις κα­τέ­χου­σες τά­ξεις. Αυτό ση­μαί­νει πως αυτές προσ­διό­ρι­ζαν τη στρα­τιω­τι­κή αδυ­να­μία του. Τα σπου­δαία πρό­σω­πα του κε­φα­λαί­ου, του Τύπου, της πα­νε­πι­στη­μια­κής έδρας, πού λοι­πόν και πότε είχαν πο­λε­μή­σει; Τα απο­τε­λέ­σμα­τα των αγώ­νων που προσ­διό­ρι­ζαν την ίδια τους την τύχη, είχαν τη συ­νή­θεια να τα πλη­ρο­φο­ρού­νται από το τη­λέ­φω­νο ή τον τη­λέ­γρα­φο. Και η νέα γενιά, οι γιοι, οι φοι­τη­τές; Ήτανε σχε­δόν όλοι εχθρι­κοί στην εξέ­γερ­ση του Οκτώ­βρη.
Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι όμως απ’ αυ­τούς, μαζί με τους πα­τε­ρά­δες τους, στέ­κο­νταν πα­ρά­με­ρα πε­ρι­μέ­νο­ντας την έκ­βα­ση της μάχης. Ένα μέρος προ­σκολ­λή­θη­κε αρ­γό­τε­ρα στους αξιω­μα­τι­κούς και τους γιούν­κερ που, ήδη από τα πριν, στρα­το­λο­γού­νταν σε με­γά­λο βαθμό ανά­με­σα στους φοι­τη­τές. Οι ιδιο­κτή­τες δεν εί­χα­νε το λαό με το μέρος τους. Οι ερ­γά­τες, οι στρα­τιώ­τες, οι χω­ρι­κοί είχαν στρα­φεί ενα­ντί­ον τους. Η κα­τάρ­ρευ­ση των συμ­φι­λιω­τι­κών κομ­μά­των έδει­χνε πως οι κα­τέ­χου­σες τά­ξεις εί­χα­νε μεί­νει δίχως στρα­τό.
Αν στη ζωή των νε­ό­τε­ρων κρα­τών οι σι­δη­ρο­τρο­χιές έχουν τη σπου­δαιό­τη­τά τους, το ζή­τη­μα των σι­δη­ρο­δρο­μι­κών κα­τα­λάμ­βα­νε στους πο­λι­τι­κούς υπο­λο­γι­σμούς των δύο στρα­το­πέ­δων ση­μα­ντι­κή θέση. Η ιε­ραρ­χι­κή διάρ­θρω­ση του προ­σω­πι­κού των σι­δη­ρο­δρό­μων άνοι­γε δυ­να­τό­τη­τες σε ένα υπέρ­με­τρο πο­λι­τι­κό ανα­κά­τε­μα, δη­μιουρ­γώ­ντας έτσι ευ­νοϊ­κούς όρους για τους συμ­φι­λιω­τές δι­πλω­μά­τες. Το Βίκ­ζελ, η Παν­ρω­σι­κή Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή των Σι­δη­ρο­δρο­μι­κών, που είχε σχη­μα­τι­στεί αρ­γο­πο­ρη­μέ­να, δια­τη­ρού­σε ρίζες πολύ πιο γερές μέσα στους κύ­κλους των υπαλ­λή­λων, ακόμα και των ερ­γα­τών, απ’ ό,τι λόγου χάρη οι Επι­τρο­πές Στρα­τιάς στο μέ­τω­πο. Οι μπολ­σε­βί­κοι στους σι­δη­ρό­δρο­μους δεν ακο­λου­θού­νταν παρά από μια μειο­ψη­φία, κυ­ρί­ως από τα μη­χα­νο­στά­σια και τα ερ­γο­στά­σια. Σύμ­φω­να με την έκ­θε­ση του Σμιντ, ενός από τους μπολ­σε­βί­κους ηγή­το­ρες του συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος, οι σι­δη­ρο­δρο­μι­κοί που βρί­σκο­νταν πιο κοντά στο κόμμα ήταν εκεί­νοι που ερ­γά­ζο­νταν στα δί­κτυα της Πε­τρού­πο­λης και της Μό­σχας.
Όμως, ακόμα και μέσα στη συμ­φι­λιω­τι­κή μάζα των ερ­γα­το­ϋ­παλ­λή­λων, έγινε από­το­μη με­τα­στρο­φή προς τα αρι­στε­ρά από τη στιγ­μή της σι­δη­ρο­δρο­μι­κής απερ­γί­ας, στο τέλος του Σε­πτέμ­βρη. Η δυ­σα­ρέ­σκεια ενα­ντί­ον του Βίκ­ζελ, που είχε δια­συρ­θεί με τις δο­λι­χο­δρο­μί­ες του, ανέ­βαι­νε ολο­έ­να και πιο απο­φα­σι­στι­κή. Ο Λένιν ση­μεί­ω­νε ότι «οι στρα­τιές των σι­δη­ρο­δρο­μι­κών και των τα­χυ­δρο­μι­κών υπαλ­λή­λων εξα­κο­λου­θούν να βρί­σκο­νται σε οξεία σύ­γκρου­ση με την κυ­βέρ­νη­ση». Από την άποψη των άμε­σων προ­βλη­μά­των της εξέ­γερ­σης, αυτό ήταν σχε­δόν αρ­κε­τό.
Η κα­τά­στα­ση ήταν λι­γό­τε­ρο ευ­νοϊ­κή στη διοί­κη­ση των τα­χυ­δρο­μεί­ων και τη­λε­γρα­φεί­ων. Κατά τον μπολ­σε­βί­κο Μπόκι, «πλάι στις τη­λε­γρα­φι­κές συ­σκευ­ές φυ­λά­νε σκο­ποί κυ­ρί­ως κα­ντέ­τοι». Μα και δω ακόμα, το κα­τώ­τε­ρο προ­σω­πι­κό αντι­τασ­σό­ταν με εχθρό­τη­τα στις κο­ρυ­φές. Ανά­με­σα στους τα­χυ­δρο­μι­κούς δια­νο­μείς υπήρ­χε μια ομάδα έτοι­μη να κα­τα­λά­βει την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή το τα­χυ­δρο­μείο.
Να πεί­σεις όλους τους σι­δη­ρο­δρο­μι­κούς και τους τα­χυ­δρο­μι­κούς υπάλ­λη­λους μόνο με το λόγο, ήταν σε κάθε πε­ρί­πτω­ση ανώ­φε­λο και να το σκε­φτείς. Αν οι μπολ­σε­βί­κοι ήταν δι­στα­κτι­κοί, οι κα­ντέ­τοι και οι συμ­φι­λιω­τι­κές κο­ρυ­φές θα ’χαν υπερ­τε­ρή­σει. Αν η επα­να­στα­τι­κή διεύ­θυν­ση ήταν απο­φα­σι­στι­κή, η βάση έπρε­πε άφευ­κτα να τρα­βή­ξει πίσω της τα εν­διά­με­σα στρώ­μα­τα και ν’ απο­μο­νώ­σει τους ηγή­το­ρες του Βίκ­ζελ. Στους υπο­λο­γι­σμούς της επα­νά­στα­σης, μόνη της η στα­τι­στι­κή δεν φτά­νει: χρειά­ζε­ται ο συ­ντε­λε­στής της ζω­ντα­νής δρά­σης.
Οι αντί­πα­λοι της εξέ­γερ­σης μέσα στις ίδιες τις γραμ­μές του μπολ­σε­βί­κι­κου κόμ­μα­τος έβρι­σκαν, ωστό­σο, αρ­κε­τά πα­τή­μα­τα για πε­σι­μι­στι­κά συ­μπε­ρά­σμα­τα. Ο Ζι­νό­βιεφ και ο Κά­με­νεφ ερ­μη­νεύ­α­νε να μην υπο­τι­μά­με τις δυ­νά­μεις του αντί­πα­λου. «Η Πε­τρού­πο­λη απο­φα­σί­ζει, όμως στην Πε­τρού­πο­λη οι εχθροί δια­θέ­τουν ση­μα­ντι­κές δυ­νά­μεις: πέντε χι­λιά­δες γιούν­κερ τέ­λεια εξο­πλι­σμέ­νους και που ξέ­ρουν να πο­λε­μά­νε, ένα επι­τε­λείο, συν συ­ντάγ­μα­τα κρού­σης, συν Κο­ζά­κους, συν με­γά­λο μέρος της φρου­ράς, συν ση­μα­ντι­κό­τα­το πυ­ρο­βο­λι­κό απλω­μέ­νο σε βε­ντά­λια γύρω από την Πε­τρού­πο­λη. Πέρ’ απ’ αυτό οι αντί­πα­λοι, με τη βο­ή­θεια της Κε­ντρι­κής Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής, θα δο­κι­μά­σουν σχε­δόν στα σί­γου­ρα να φέ­ρουν στρα­τό από το μέ­τω­πο...». Η απα­ρίθ­μη­ση είναι επι­βλη­τι­κή, μα δεν είναι παρά απα­ρίθ­μη­ση. Av συ­νο­λι­κά ο στρα­τός είναι κοι­νω­νι­κή συσ­σω­μά­τω­ση, όταν χω­ρί­ζει ανοι­χτά στα δυο, οι δυο στρα­τοί είναι οι συσ­σω­μα­τώ­σεις των αντι­μα­χό­με­νων στρα­το­πέ­δων. Ο στρα­τός των ιδιο­κτη­τών έφερ­νε μέσα του το σα­ρά­κι της απο­μό­νω­σης και της φθο­ράς.
Τα ξε­νο­δο­χεία, τα εστια­τό­ρια και τα χαρ­το­παί­γνια, ύστε­ρα από τη ρήξη του Κε­ρέν­σκι με τον Κορ­νί­λοβ, ξε­χεί­λι­ζαν από αξιω­μα­τι­κούς εχθρι­κούς στην κυ­βέρ­νη­ση. Ωστό­σο, το μίσος τους απέ­να­ντι στους μπολ­σε­βί­κους ήταν άπει­ρα πιο έντο­νο. Κατά γε­νι­κό κα­νό­να, η με­γα­λύ­τε­ρη δρα­στη­ριό­τη­τα προς όφε­λος της κυ­βέρ­νη­σης εκ­δη­λω­νό­ταν από τη μεριά των μο­ναρ­χι­κών αξιω­μα­τι­κών. «Αγα­πη­τοί Κορ­νί­λοβ και Κρί­μοβ, εκεί­νο που δεν μπο­ρέ­σα­τε να κά­νε­τε εσείς, θα το επι­τύ­χου­με ίσως εμείς, με τη βο­ή­θεια του Θεού...». Τέ­τοια είναι η επί­κλη­ση του αξιω­μα­τι­κού Σι­νε­γκούμπ, ενός από τους πιο γεν­ναί­ους υπε­ρα­σπι­στές των Χει­με­ρι­νών Ανα­κτό­ρων τη μέρα της εξέ­γερ­σης. Μα ήταν ωστό­σο σπά­νιες οι μο­νά­δες που έδει­ξαν πραγ­μα­τι­κά διά­θε­ση για πάλη, μ’ όλο που το σώμα των αξιω­μα­τι­κών ήταν πο­λυά­ριθ­μο. Ήδη η συ­νω­μο­σία του Κορ­νί­λοβ είχε δεί­ξει ότι το σώμα των αξιω­μα­τι­κών, βαθιά απο­θαρ­ρη­μέ­νων, δεν απο­τε­λού­σε μα­χη­τι­κή δύ­να­μη.
Η κοι­νω­νι­κή σύν­θε­ση των γιούν­κερ είναι ετε­ρο­γε­νής - δεν υπήρ­χε ομο­φω­νία ανά­με­σά τους. Πλάι σε στρα­τιω­τι­κούς «κλη­ρο­νο­μι­κώ δι­καίω», παι­διά κ’ εγ­γό­νια αξιω­μα­τι­κών, υπάρ­χουν κά­μπο­σα τυ­χο­διω­κτι­κά στοι­χεία στρα­το­λο­γη­μέ­να για τις ανά­γκες του πο­λέ­μου από τον καιρό ακόμα της μο­ναρ­χί­ας. Ο διοι­κη­τής της Σχο­λής Μη­χα­νι­κού λέει σ’ έναν αξιω­μα­τι­κό: «Εσύ κ’ εγώ εί­μα­στε κα­τα­δι­κα­σμέ­νοι... δεν εί­μα­στε ευ­γε­νείς και μπο­ρού­με να σκε­φτού­με δια­φο­ρε­τι­κά;». Σχε­τι­κά με τους γιούν­κερ δη­μο­κρα­τι­κής προ­έ­λευ­σης, κεί­νοι οι φα­ντα­σμέ­νοι κύ­ριοι, που είχαν απο­φύ­γει με επι­τυ­χία έναν ευ­γε­νή θά­να­το, μι­λά­νε γι’ αυ­τούς σαν για ασχη­μο­μού­ρη­δες, μου­ζί­κους, «με χυ­δαία και άξε­στα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά». Μια γραμ­μή έχει βαθιά χα­ρα­χτεί ανά­με­σα στους κοκ­κι­νο­αί­μα­τους και γα­λα­ζο­αί­μα­τους αν­θρώ­πους μέσα στις σχο­λές των γιούν­κερ, και δω, για την υπε­ρά­σπι­ση της δη­μο­κρα­τι­κής εξου­σί­ας, με­γα­λύ­τε­ρο ζήλο δεί­χνουν ίσα-ίσα εκεί­νοι που νο­σταλ­γούν πε­ρισ­σό­τε­ρο τη μο­ναρ­χία. Οι δη­μο­κρα­τι­κοί γιούν­κερ δη­λώ­νουν πως δεν είναι με τον Κε­ρέν­σκι μα με την Κε­ντρι­κή Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή. Η επα­νά­στα­ση είχε για πρώτη φορά ανοί­ξει τις πόρ­τες των σχο­λών γιούν­κερ στους Εβραί­ους. Προ­σπα­θώ­ντας να μην υστε­ρή­σουν απέ­να­ντι στους προ­νο­μιού­χους, τα αρ­χο­ντό­που­λα της εβραϊ­κής μπουρ­ζουα­ζί­ας εκ­δη­λώ­νουν πνεύ­μα εξαι­ρε­τι­κά φι­λο­πό­λε­μο ενα­ντί­ον των μπολ­σε­βί­κων. Αλί­μο­νο όμως, αυτό δεν φτά­νει, όχι μόνο για να σώσει το κα­θε­στώς, μα ούτε καν για να προ­στα­τέ­ψει τα Χει­με­ρι­νά Ανά­κτο­ρα. Η ετε­ρο­γε­νής σύν­θε­ση των στρα­τιω­τι­κών σχο­λών και η πλή­ρης απο­μό­νω­σή τους από το στρα­τό έδι­ναν τούτο το απο­τέ­λε­σμα, ότι στις κρί­σι­μες ώρες οι γιούν­κερ άρ­χι­ζαν κι αυτοί να κά­νουν συ­γκε­ντρώ­σεις: Πώς θα φέρ­νο­νταν οι Κο­ζά­κοι; Θα κι­νού­νταν κα­νέ­νας άλλος εκτός από μας; Άξιζε τον κόπο γε­νι­κά να πο­λε­μή­σου­με για την προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση;
Σύμ­φω­να με την έκ­θε­ση του Πο­ντ­βόι­σκι, στις αρχές του Οκτώ­βρη υπήρ­χαν στις στρα­τιω­τι­κές σχο­λές της Πε­τρού­πο­λης κάπου 120 γιούν­κερ σο­σια­λι­στές, απ’ τους οποί­ους 42 - 43 μπολ­σε­βί­κοι. «Οι γιούν­κερ λένε πως ολό­κλη­ρη η διοί­κη­ση των σχο­λών έχει αντε­πα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα. Τους προ­ε­τοι­μά­ζουν ανοι­χτά, για την πε­ρί­πτω­ση δια­δη­λώ­σε­ων, να συ­ντρί­ψουν την εξέ­γερ­ση...». Ο αριθ­μός των σο­σια­λι­στών και προ­πα­ντός των μπολ­σε­βί­κων, όπως βλέ­που­με, είναι ολό­τε­λα ασή­μα­ντος. Όμως αυτοί εδώ δί­νουν στο Σμόλ­νι τη δυ­να­τό­τη­τα να γνω­ρί­ζει κάθε τι το ου­σια­στι­κό απ’ ό,τι γί­νε­ται στο πε­ρι­βάλ­λον των γιούν­κερ. Άλ­λω­στε, η όλη το­πο­γρα­φία των στρα­τιω­τι­κών σχο­λών τους είναι εξαι­ρε­τι­κά μειο­νε­κτι­κή: οι γιούν­κερ είναι δια­σπαρ­μέ­νοι ανά­με­σα στους στρα­τώ­νες και μ’ όλο που μι­λά­νε με πε­ρι­φρό­νη­ση για τους φα­ντά­ρους, τους βλέ­πουν με με­γά­λο φόβο.
Οι φόβοι τους είναι με το πα­ρα­πά­νω δι­καιο­λο­γη­μέ­νοι. Από τους γει­το­νι­κούς στρα­τώ­νες και τις ερ­γα­τι­κές συ­νοι­κί­ες χι­λιά­δες εχθρι­κά μάτια πα­ρα­φυ­λά­νε τους γιούν­κερ. Η επα­γρύ­πνη­ση είναι τόσο πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κή όσο σε κάθε σχολή υπάρ­χει ένα από­σπα­σμα από στρα­τιώ­τες που στα λόγια τη­ρούν ου­δε­τε­ρό­τη­τα, μα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κλί­νουν με το μέρος των εξε­γερ­μέ­νων. Τα οπλο­στά­σια των σχο­λών είναι στα χέρια των βοη­θη­τι­κών στρα­τιω­τών. «Αυτά τα κο­πρό­σκυ­λα» –γρά­φει ένας αξιω­μα­τι­κός της Σχο­λής Μη­χα­νι­κού– «όχι μόνο χά­σα­νε τα κλει­διά της απο­θή­κης, έτσι που είχα ανα­γκα­στεί να βάλω να σπά­σου­νε την πόρτα, μα ακόμα και τα κλεί­στρα των πο­λυ­βό­λων είχαν αφαι­ρε­θεί και κρυ­φτεί δεν ξέρω πού». Σε πα­ρό­μοιες πε­ρι­στά­σεις είναι δύ­σκο­λο να πε­ρι­μέ­νει κα­νείς από τους γιούν­κερ θαύ­μα­τα ηρω­ι­σμού.
Η εξέ­γερ­ση της Πε­τρού­πο­λης δεν απει­λού­νταν από ένα χτύ­πη­μα απ’ έξω, από τις γει­το­νι­κές φρου­ρές; Τις τε­λευ­ταί­ες μέρες της ύπαρ­ξής της, η μο­ναρ­χία δεν είχε πάψει να υπο­λο­γί­ζει στο μικρό στρα­τιω­τι­κό δα­κτύ­λιο γύρω από την πρω­τεύ­ου­σα. Η μο­ναρ­χία είχε λο­γα­ριά­σει άσκη­μα. Μα πώς θα γι­νό­ταν αυτή τη φορά; Να εξα­σφα­λί­σεις όρους που να απο­κλεί­ουν κάθε κίν­δυ­νο, θα ’τανε σαν να κά­νεις πε­ριτ­τή κάθε εξέ­γερ­ση: ο σκο­πός της είναι ίσα-ίσα να συ­ντρί­ψει εμπό­δια που δεν μπο­ρείς να εξα­λεί­ψεις με την πο­λι­τι­κή. Δεν μπο­ρείς όλα να τα λο­γα­ριά­σεις από τα πριν. Όμως, το κάθε τι που μπο­ρού­σε να προ­βλε­φτεί είχε υπο­λο­γι­στεί.
Στις αρχές του Οκτώ­βρη είχε συ­νέλ­θει στην Κρο­στάν­δη η Συν­διά­σκε­ψη των σο­βιέτ του κυ­βερ­νεί­ου της Πε­τρού­πο­λης. Οι αντι­πρό­σω­ποι από τις γύρω φρου­ρές –της Γκά­τσι­να, του Τσάρ­σκο­γιε-Σε­λό, του Κράσ­νο­γιε-Σε­λό, του Ορά­νιεν­μπά­ουμ, της ίδιας της Κρο­στάν­δης– έπια­σαν την πιο ψηλή νότα, συ­ντο­νι­σμέ­νη με τη δια­πα­σών των ναυ­τών της Βαλ­τι­κής. Με την από­φα­σή τους έσμι­ξε το Σο­βιέτ των αντι­προ­σώ­πων αγρο­τών του κυ­βερ­νεί­ου της Πε­τρού­πο­λης: οι μου­ζί­κοι, προ­σπερ­νώ­ντας τους αρι­στε­ρούς σο­σια­λε­πα­να­στά­τες, έκλι­ναν ζωηρά προς τους μπολ­σε­βί­κους.
Στη διά­σκε­ψη της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής της 16 Οκτω­βρί­ου, ο ερ­γά­της Στε­πά­νοβ χά­ρα­ζε έναν αρ­κε­τά ποι­κι­λό­χρω­μο πί­να­κα της κα­τά­στα­σης των δυ­νά­με­ων στο κυ­βερ­νείο, μα όπου κυ­ριαρ­χού­σαν ωστό­σο κα­θα­ρά οι τόνοι του μπολ­σε­βι­κι­σμού. Στο Σε­στρο­ρέ­τσκ και στο Κολ­πί­νο οι ερ­γά­τες εξο­πλί­ζο­νται, η ψυ­χι­κή τους κα­τά­στα­ση είναι για τη μάχη. Στο Νό­βι-Πέ­τερ­χοφ η ερ­γα­σία έχει στα­μα­τή­σει στο απο­διορ­γα­νω­μέ­νο σύ­νταγ­μα. Στο Κράσ­νο­γιε-Σε­λό το 176ο σύ­νταγ­μα (το ίδιο που φρου­ρού­σε μπρο­στά στο ανά­κτο­ρο της Ταυ­ρί­δας στις 4 Ιούλη) καθώς και το 172ο είναι με το μέρος των μπολ­σε­βί­κων «μα πέρα απ’ αυτό υπάρ­χει το ιπ­πι­κό». Στη Λού­γκα μια φρου­ρά από τριά­ντα χι­λιά­δες άντρες έχει στρα­φεί προς το μέρος του μπολ­σε­βι­κι­σμού, κι ένα μέρος δι­στά­ζει· το Σο­βιέτ είναι ακόμα εθνι­κο­α­μυ­νί­τι­κο. Στη Γκ­ντό­βα το σύ­νταγ­μα είναι μπολ­σε­βί­κι­κο. Στην Κρο­στάν­δη το ηθικό έχει κα­τα­πέ­σει· ο ανα­βρα­σμός της φρου­ράς ήταν πάρα πολύ δυ­να­τός τους προη­γού­με­νους μήνες, τα κα­λύ­τε­ρα στοι­χεία των ναυ­τών βρί­σκο­νταν στο στόλο σε πο­λε­μι­κές επι­χει­ρή­σεις. Στο Σλού­σελ­μπουργκ, εξή­ντα βέρ­στια απ’ την Πε­τρού­πο­λη, το Σο­βιέτ ήταν από καιρό η μόνη εξου­σία· οι ερ­γά­τες του μπα­ρου­τά­δι­κου ήταν έτοι­μοι, οποια­δή­πο­τε στιγ­μή, να υπο­στη­ρί­ξουν την πρω­τεύ­ου­σα.
Σε συν­δυα­σμό με τ’ απο­τε­λέ­σμα­τα της Συν­διά­σκε­ψης των Σο­βιέτ στην Κρο­στάν­δη, τα δε­δο­μέ­να για τις εφε­δρεί­ες πρώ­της γραμ­μής μπο­ρούν να θε­ω­ρού­νται ολό­τε­λα εν­θαρ­ρυ­ντι­κά. Τα κύ­μα­τα που εκ­πο­ρεύ­ο­νταν από την εξέ­γερ­ση του Φλε­βά­ρη ήταν αρ­κε­τά για να δια­λύ­σουν την πει­θαρ­χία σε με­γά­λη έκτα­ση ένα γύρω. Με τόσο με­γα­λύ­τε­ρη σι­γου­ριά μπο­ρείς ν’ αντι­κρί­ζεις πλέον τις φρου­ρές γύρω από την πρω­τεύ­ου­σα όταν οι δια­θέ­σεις τους είναι αρ­κε­τά γνω­στές από τα πριν.
Στις εφε­δρεί­ες δεύ­τε­ρης γραμ­μής ανα­λο­γούν τα στρα­τεύ­μα­τα του φιν­λαν­δι­κού και του βό­ρειου με­τώ­που. Εδώ τα πράγ­μα­τα πα­ρου­σιά­ζο­νται ακόμα πιο ευ­νοϊ­κά. Η ερ­γα­σία του Σμίλ­γκα, του Αντό­νοβ και του Ντι­μπέν­κο έδωσε ανε­κτί­μη­τα απο­τε­λέ­σμα­τα. Μαζί με τη φρου­ρά του Έλ­σιγ­κφορς, ο στό­λος με­τα­βλή­θη­κε, στο έδα­φος της Φιν­λαν­δί­ας, σε υπέρ­τα­τη εξου­σία. Η κυ­βέρ­νη­ση δεν είχε πια εκεί καμιά εξου­σία. Δυο κο­ζά­κι­κες με­ραρ­χί­ες οδη­γη­μέ­νες στο Έλ­σιγ­κφορς –ο Κορ­νί­λοβ τις προ­ό­ρι­ζε για το χτύ­πη­μα ενα­ντί­ον της Πε­τρού­πο­λης– είχαν τον καιρό να σχε­τι­στούν στενά με τους ναύ­τες και υπο­στή­ρι­ζαν τους μπολ­σε­βί­κους ή τους αρι­στε­ρούς σο­σια­λε­πα­να­στά­τες που, στο στόλο της Βαλ­τι­κής, πολύ λίγο ξε­χώ­ρι­ζαν από τους μπολ­σε­βί­κους.
Το Έλ­σιγ­κφορς άπλω­σε το χέρι στους ναύ­τες της βάσης του Ρεβάλ, που ήταν ως τότε λι­γό­τε­ρο απο­φα­σι­στι­κοί. Το Πε­ρι­φε­ρεια­κό Συ­νέ­δριο των Σο­βιέτ του Βορρά, όπου η πρω­το­βου­λία ανήκε όμοια, όπως φαί­νε­ται, στο στόλο της Βαλ­τι­κής, συσ­σω­μά­τω­σε τα σο­βιέτ από τις πιο κο­ντι­νές φρου­ρές της Πε­τρού­πο­λης σ’ έναν κύκλο τόσο πλατύ που πε­ρι­λά­βαι­νε από τη μια μεριά τη Μόσχα κι από την άλλη τον Αρ­χάγ­γε­λο. «Μ’ αυτό τον τρόπο» –γρά­φει ο Αντό­νοβ– «πραγ­μα­τω­νό­ταν η ιδέα της θω­ρά­κι­σης της πρω­τεύ­ου­σας της επα­νά­στα­σης ενά­ντια στις εν­δε­χό­με­νες επι­θέ­σεις από τα στρα­τεύ­μα­τα του Κε­ρέν­σκι». Από το Συ­νέ­δριο ο Σμίλ­γκα ξα­να­γύ­ρι­σε στο Έλ­σιγ­κφορς για να ετοι­μά­σει ένα ει­δι­κό από­σπα­σμα από ναυ­τι­κό, πε­ζι­κό και πυ­ρο­βο­λι­κό, που προ­ο­ρι­ζό­ταν ν’ απο­στα­λεί στην Πε­τρού­πο­λη στο πρώτο σύν­θη­μα. Η φιν­λαν­δι­κή πτέ­ρυ­γα της εξέ­γερ­σης της Πε­τρού­πο­λης ήταν από τις κα­λύ­τε­ρα εξα­σφα­λι­σμέ­νες. Από κει μπο­ρού­σες να πε­ρι­μέ­νεις όχι χτύ­πη­μα, μα σο­βα­ρή βο­ή­θεια.
Μα και σ’ άλ­λους το­μείς του με­τώ­που τα πράγ­μα­τα πή­γαι­ναν μια χαρά, και πά­ντως πολύ κα­λύ­τε­ρα απ’ ό,τι φα­ντά­ζο­νταν ακόμα και οι πιο αι­σιό­δο­ξοι μπολ­σε­βί­κοι. Στη διάρ­κεια του Οκτώ­βρη έγι­ναν στο στρα­τό και­νούρ­γιες εκλο­γές Επι­τρο­πών, πα­ντού με έκ­δη­λη με­τα­βο­λή προς την κα­τεύ­θυν­ση των μπολ­σε­βί­κων. Στο σώμα το σταθ­μευ­μέ­νο έξω από το Ντ­βινσκ, «οι πα­λιοί φρό­νι­μοι στρα­τιώ­τες» βρέ­θη­καν όλοι μαυ­ρι­σμέ­νοι στις εκλο­γές για τις Επι­τρο­πές συ­ντάγ­μα­τος και λόχου· τη θέση τους την πήραν «σκο­τει­νά και απαί­δευ­τα υπο­κεί­με­να... με μάτια αγριε­μέ­να, αστρα­φτε­ρά, με λυ­κί­σια μου­σού­δια». Τα ίδια συμ­βαί­νουν και σε άλ­λους το­μείς. «Πα­ντού γί­νο­νταν και­νούρ­γιες εκλο­γές Επι­τρο­πών και πα­ντού εκλέ­γο­νταν μόνο μπολ­σε­βί­κοι και ντε­φε­τι­στές». Οι κυ­βερ­νη­τι­κοί κο­μι­σά­ριοι άρ­χι­σαν ν’ απο­φεύ­γουν τις απο­στο­λές στα συ­ντάγ­μα­τα: «Αυτή τη στιγ­μή η θέση τους δεν είναι κα­λύ­τε­ρη από τη δική μας». Πα­ρα­θέ­του­με εδώ το βα­ρό­νο Μπούντ­μπεργκ. Δυο συ­ντάγ­μα­τα ιπ­πι­κού του σώ­μα­τός του, ου­σά­ροι και Κο­ζά­κοι από τα Ου­ρά­λια, που εί­χα­νε μεί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο καιρό από άλ­λους στα χέρια των διοι­κη­τών τους και δεν είχαν αρ­νη­θεί να συ­ντρί­ψου­νε τις ανταρ­σί­ες, τα βρό­ντη­ξαν μο­νο­μιάς κάτω και ζή­τη­σαν «να τους απαλ­λά­ξουν από το ρόλο του τι­μω­ρού και του χω­ρο­φύ­λα­κα». Η απει­λη­τι­κή ση­μα­σία αυτής της προει­δο­ποί­η­σης ήταν ολο­φά­νε­ρη για το βα­ρό­νο. «Δεν μπο­ρείς να αντι­με­τω­πί­σεις ένα συρ­φε­τό από ύαι­νες, τσα­κά­λια και πρό­βα­τα παί­ζο­ντας βιολί» –έγρα­φε...– «η σω­τη­ρία βρί­σκε­ται μόνο στη δυ­να­τό­τη­τα μιας πολύ πλα­τιάς εφαρ­μο­γής του πυ­ρω­μέ­νου σί­δε­ρου». Και δω μια τρα­γι­κή ομο­λο­γία: «Αυτό το σί­δε­ρο λεί­πει και δεν ξέρει κα­νείς πού να το βρει».
Αν δεν πα­ρα­θέ­του­με ανά­λο­γες μαρ­τυ­ρί­ες για άλλα σώ­μα­τα και με­ραρ­χί­ες είναι μόνο γιατί οι διοι­κη­τές τους δεν ήταν τόσο πα­ρα­τη­ρη­τι­κοί όσο ο Μπούντ­μπεργκ, ή δεν κρα­τού­σαν ιδιαί­τε­ρα ση­μειω­μα­τά­ρια, ή γιατί αυτά τα ση­μειω­μα­τά­ρια δεν ήρθαν ακόμα στην επι­φά­νεια. Όμως το σώμα στρα­τού που στάθ­μευε έξω από το Ντ­βινσκ δεν ξε­χώ­ρι­ζε σε τί­πο­τα το ου­σια­στι­κό από τα άλλα σώ­μα­τα της 5ης στρα­τιάς (η οποία, άλ­λω­στε, πολύ λίγο διέ­φε­ρε από τις άλλες στρα­τιές) εκτός από το αι­σιό­δο­ξο ύφος του διοι­κη­τή του.
Η συμ­φι­λιω­τι­κή Επι­τρο­πή της 5ης στρα­τιάς, που από καιρό ήδη είχε μεί­νει ξε­κρέ­μα­στη, εξα­κο­λου­θού­σε να στέλ­νει στην Πε­τρού­πο­λη τη­λε­γρα­φή­μα­τα απει­λώ­ντας να απο­κα­τα­στή­σει την τάξη στα με­τό­πι­σθεν με την ξι­φο­λόγ­χη. «Όλα αυτά δεν είναι παρά με­γα­λαυ­χί­ες, αέρας κο­πα­νι­στός», γρά­φει ο Μπούντ­μπεργκ. Η Επι­τρο­πή ζούσε τις τε­λευ­ταί­ες μέρες της. Στις 23 ξα­νά­γι­ναν εκλο­γές. Πρό­ε­δρος της και­νούρ­γιας μπολ­σε­βί­κι­κης Επι­τρο­πής βγήκε ο για­τρός Σκλιάν­σκι, έξο­χος νε­α­ρός ορ­γα­νω­τής, που δεν άρ­γη­σε να ξε­δι­πλώ­σει τα τα­λέ­ντα του στον τομέα της δη­μιουρ­γί­ας του Κόκ­κι­νου Στρά­του.
Ο βοη­θός του κυ­βερ­νη­τι­κού κο­μι­σά­ριου στο βό­ρειο μέ­τω­πο ανα­κοί­νω­σε στις 22 Οκτώ­βρη στον υπουρ­γό Στρα­τιω­τι­κών ότι οι ιδέες του μπολ­σε­βι­κι­σμού είχαν στο στρα­τό επιρ­ροή που αύ­ξαι­νε διαρ­κώς, ότι η μάζα ήθελε ει­ρή­νη και ότι ακόμα και το πυ­ρο­βο­λι­κό, που είχε αντι­στα­θεί ως την τε­λευ­ταία στιγ­μή, έτει­νε ευ­ή­κοο ους «στην ντε­φε­τι­στι­κή προ­πα­γάν­δα». Ήταν κι αυτό ένα σπου­δαίο σύμ­πτω­μα. «Η προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση δεν έχει κα­νέ­να κύρος», έτσι εκ­φρά­ζε­ται σε μιαν ανα­φο­ρά του στην κυ­βέρ­νη­ση ένας από τους άμε­σους πρά­κτο­ρές της στο στρα­τό, τρεις μέρες πριν απ’ την εξέ­γερ­ση.
Η Επα­να­στα­τι­κή Στρα­τιω­τι­κή Επι­τρο­πή, είν’ αλή­θεια, δεν γνώ­ρι­ζε τότε όλα αυτά τα ντο­κου­μέ­ντα. Μα κείνο που ήξερε ήταν από­λυ­τα αρ­κε­τό. Στις 23 του Οκτώ­βρη, αντι­πρό­σω­ποι από διά­φο­ρες μο­νά­δες του με­τώ­που πα­ρέ­λα­σαν μπρο­στά στο Σο­βιέτ της Πε­τρού­πο­λης απαι­τώ­ντας ει­ρή­νη: σ’ αντί­θε­τη πε­ρί­πτω­ση ο στρα­τός θα ρι­χνό­ταν πάνω στα με­τό­πι­σθεν και «θα εξο­λό­θρευε όλα τα πα­ρά­σι­τα που έδει­χναν διά­θε­ση να τρα­βή­ξουν τον πό­λε­μο καμιά δε­κα­ριά χρό­νια ακόμα». Πάρτε την εξου­σία, έλε­γαν στο Σο­βιέτ οι άντρες του με­τώ­που: «Τα χα­ρα­κώ­μα­τα θα σας υπο­στη­ρί­ξουν».
Στα πιο απο­μα­κρυ­σμέ­να και κα­θυ­στε­ρη­μέ­να μέ­τω­πα, νο­τιο­δυ­τι­κό και ρου­μα­νι­κό, οι μπολ­σε­βί­κοι σπά­νι­ζαν ακόμα, ήταν όντα πα­ρά­ξε­να. Όμως και κει κάτω οι δια­θέ­σεις των στρα­τιω­τών ήταν οι ίδιες. Η Εβγκέ­νια Μπος δι­η­γεί­ται ότι στο 2ο σώμα της φρου­ράς που ήταν σταθ­μευ­μέ­νο στα πε­ρί­χω­ρα της Σμε­ρίν­κα, σε εξή­ντα χι­λιά­δες στρα­τιώ­τες υπήρ­χε ένας μόνο νε­α­ρός κομ­μου­νι­στής και δυο συ­μπα­θού­ντες, πράγ­μα που δεν εμπό­δι­σε το σώμα στα Οκτω­βρια­νά να κι­νή­σει για να υπο­στη­ρί­ξει την εξέ­γερ­ση.
Οι κυ­βερ­νη­τι­κοί κύ­κλοι από­θε­σαν τις ελ­πί­δες τους στο κο­ζά­κι­κο ως την τε­λευ­ταία ώρα. Όμως, λι­γό­τε­ρο τυ­φλοί, οι πο­λι­τι­κοί του δε­ξιού στρα­το­πέ­δου κα­τα­λά­βαι­ναν πως τα πράγ­μα­τα κι από κείνη τη μεριά ήταν πολύ άσχη­μα. Οι Κο­ζά­κοι αξιω­μα­τι­κοί ήταν σχε­δόν όλοι κορ­νι­λο­βι­κοί. Οι Κο­ζά­κοι της γραμ­μής έτει­ναν ολο­έ­να πιο αρι­στε­ρά. Στην κυ­βέρ­νη­ση για καιρό δεν το κα­τα­λά­βαι­ναν αυτό, πι­στεύ­ο­ντας ότι η ψυ­χρό­τη­τα των κο­ζά­κι­κων συ­νταγ­μά­των απέ­να­ντι στα Χει­με­ρι­νά Ανά­κτο­ρα οφει­λό­ταν στην τι­μω­ρία που είχε επι­βλη­θεί στον Κα­λέ­ντιν. Τε­λι­κά όμως έγινε φα­νε­ρό ακόμα και για τον υπουρ­γό Δι­καιο­σύ­νης Μα­λιά­ντο­βιτς πως ο Κα­λέ­ντιν «είχε πίσω του μόνο τους Κο­ζά­κους αξιω­μα­τι­κούς, ενώ οι Κο­ζά­κοι της γραμ­μής, όπως και όλοι οι στρα­τιώ­τες, έρε­παν απλού­στα­τα προς το μπολ­σε­βι­κι­σμό».
Από κείνο το μέ­τω­πο, που τις πρώ­τες μέρες του Μάρτη φι­λού­σε τα χέρια και τα πόδια του φι­λε­λεύ­θε­ρου ιε­ρο­φά­ντη, σή­κω­νε θριαμ­βι­κά στα χέρια τους κα­ντέ­τους υπουρ­γούς, με­θού­σε από τους λό­γους του Κε­ρέν­σκι και πί­στευε πως οι μπολ­σε­βί­κοι ήταν πρά­κτο­ρες της Γερ­μα­νί­ας, δεν από­με­νε τί­πο­τα. Οι ρό­δι­νες αυ­τα­πά­τες εί­χα­νε τσα­λα­πα­τη­θεί μέσα στη λάσπη των χα­ρα­κω­μά­των που οι στρα­τιώ­τες αρ­νού­νταν να τη ζυ­μώ­σουν άλλο με τις τρύ­πιες μπό­τες τους. «Το τέλος πλη­σιά­ζει» –έγρα­φε, την ίδια τη μέρα της εξέ­γερ­σης της Πε­τρού­πο­λης, ο Μπούντ­μπεργκ– «και δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει καμιά αμ­φι­βο­λία για την έκ­βα­ση· στο μέ­τω­πό μας δεν υπάρ­χει πια ούτε μια μο­νά­δα... που να μην είναι στην εξου­σία των μπολ­σε­βί­κων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου