Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Κριτικό σχόλιο για το συνεδριακό κείμενο του ΝΑΡ : Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ


Κριτικό σχόλιο για το συνεδριακό κείμενο του ΝΑΡ


Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ

ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ

Το πολυσέλιδο κείμενο για την κρίση, που έχει θέσει προς συζήτηση το ΝΑΡ εν όψει του 3ου Συνεδρίου του, παρουσιάζει πολλές “δυσκολίες” στον καλών προθέσεων σχολιαστή του, καθώς επανέρχεται σε πολλά σημεία, με διαφορετικό τρόπο και αντικρουόμενες απόψεις για τα ίδια θέματα.

Σε σημείο μάλιστα που αυτό να θέτει ερωτήματα για τον ενιαίο και ομοιογενή χαρακτήρα προετοιμασίας και σύνθεσής του.

Το σημείωμα που ακολουθεί αφήνει στην άκρη το πλήθος αυτών των ασυνεπειών και των εκλεκτικιστικών αναφορών που επιχειρούν να “παντρέψουν” αντίθετες έννοιες και στρέφεται σε μερικές κατ' αρχήν κριτικές παρατηρήσεις στα κεφάλαια που αφορούν την διεθνή κρίση:

* Το συνεδριακό κείμενο του ΝΑΡ, παρά τα όσα έχουν μεσολαβήσει με την παγκόσμια κρίση, επιμένει στο παλιό ιδεολόγημα του “ολοκληρωτικού καπιταλισμού” επιχειρώντας να το παντρέψει εκλεκτικιστικά με την κρίση την οποία επιχειρεί να αναλύσει.

Βέβαια, η ουσία του ιδεολογήματος δεν κρύβεται και αναδύεται ιδιαίτερα στο Β’ Κεφάλαιο που αφορά τις “εκτιμήσεις για τον χαρακτήρα της κρίσης” και αποκαλύπτει την βαθιά εμπιστοσύνη που κρύβει για την δυνατότητα του καπιταλισμού για “ποιοτική ανασυγκρότηση” μέσω της, κατά άλλα, “βαθιάς κρίσης”, σημείο στο οποίο θα επανέλθουμε πιο κάτω.

* Από την ανάγνωση του κειμένου προκύπτουν δύο ουσιώδη ζητήματα τα οποία συνδέονται άμεσα με τις παρατηρήσεις επί της ουσίας της ανάλυσης της κρίσης.

Συγκεκριμένα, από το κείμενο “απουσιάζουν” δύο συμβάντα καθοριστικά για τον χαρακτήρα της κρίσης που επιχειρεί το κείμενο να αναλύσει:

Απουσιάζει οποιαδήποτε προσέγγιση στο γεγονός, αλλά και στην ανάλυση της σημασίας της κατάρρευσης του Μπρέτον Γούντς τον Αύγουστο του 1971. Στη συμφωνία του Μπρέτον Γούντς το 44 – 45 (σταθερή ισοτιμία χρυσού - δολαρίου) στηρίχθηκε η νομισματική/ συναλλαγματική σταθερότητα πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η μεταπολεμική πολιτική στήριξης της ζήτησης (ο αποκαλούμενος κεϋνσιανισμός), η οποία “γκρεμίστηκε” το 1971 σαν αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσώρρευσης του παραγωγικού κεφαλαίου. Το “τέλος” του Μπρέντον Γούντς σημαδεύει το τέλος της “Κεϋνσιανής” στρατηγικής και την στροφή μέσα από τους σπασμούς της δεκαετίας του 70 (πετρελαϊκές κρίσεις, ύφεση, πληθωρισμός, πολιτικές ανατροπές) στη στρατηγική της απελευθέρωσης της κίνησης κεφαλαίων, η οποία πήρε τη μορφή που εκ των υστέρων έχει αποκληθεί “χρηματιστηριακή παγκοσμιοποίηση” με την σχεδόν ολοκληρωτική κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου επί του βιομηχανικού παραγωγικού κεφαλαίου.

Το δεύτερο στοιχείο που απουσιάζει ως ουσιώδες στοιχείο της ανάλυσης είναι η σημασία της κατάρρευσης του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ και η απαρχή της ταραγμένης και παρατεταμένης εποχής της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Η σημασία της κατάρρευσης του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ πέραν της στενής οικονομικής του διάστασης, είχε εξαιρετική σημασία στην αλλαγή των όρων διαμεσολάβησης των εσωτερικών αντιφάσεων του κεφαλαίου, λόγω του ρόλου του σταλινισμού στην ταξική πάλη στη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου.

Με δεδομένες τις παρατηρήσεις αυτές είναι αναγκαίο να προσέξουμε την αναφορά του κειμένου (σελ. 17) που αφορά τα χαρακτηριστικά της κρίσης από την άποψη του ιδεολογήματος του “ολοκληρωτικού καπιταλισμού”:

Η κρίση, αναφέρει το κείμενο, “είναι μια τομή ιστορικών διαστάσεων – όχι όμως μια “αποκαλυπτικού χαρακτήρα “τελική” κρίση που οδηγεί αναπόδραστα στην επανάσταση ή στην κατάρρευση του καπιταλισμού... Γεννήθηκε στον πυρήνα της καπιταλιστικής παραγωγής... Παράλληλα, η ιστορικότητα της κρίσης φαίνεται και από τον στρατηγικό χαρακτήρα των αστικών αναδιαρθρώσεων που προωθούνται ως απάντηση σε αυτή. Αναδιαρθρώσεις που δεν έχουν απλώς αθροιστικό κι αποσπασματικό χαρακτήρα, αλλά συνθέτουν μια συνολική υπεραντιδραστική τομή ποιοτικής ανασυγκρότησης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, μέσω της οποίας το κεφάλαιο επιχειρεί να αναχαιτίσει την ιστορική παροδικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων.”

[Κάπου ενδιάμεσα μάλιστα στο κομμάτι αυτό του κειμένου καταγράφεται μια σύγκριση που θα μας απασχολήσει σε επόμενο σημείωμα για το πώς καταλαβαίνουν οι συγγραφείς του κειμένου το τι έγινε το 1989 : «Το πλήγμα (σ.σ. δηλαδή η παρούσα κρίση) είναι τόσο καίριο, ώστε η παρούσα κρίση θεωρείται πως είναι για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό ό,τι ήταν το 1989 για την Αριστερά – μια παρομοίωση σχετική, ασφαλώς, καθώς ο “υπαρκτός σοσιαλισμός” και η Αριστερά δεν ανέκαμψαν από το “σοκ του 1989”, ενώ ο “υπαρκτός καπιταλισμός” φαίνεται να αντέχει ακόμα, επιβεβαιώνοντας πως ο καπιταλισμός “δεν πέφτει αν δεν τον ρίξουν”».

Αφήνοντας αυτό το καταπληκτικό σημείο του κειμένου για άλλο σχόλιό μας, ας επανέλθουμε στα της κρίσης].

Στην προηγούμενη σελίδα, στο ίδιο κεφάλαιο, σημειώνεται επίσης ότι : “Από οικονομική άποψη, είναι κρίση υπερσυσσώρευσης που εδράζεται στην δυναμική επανεμφάνιση και πραγμάτωση των τάσεων πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους”. (σελ. 15). Σε προηγούμενο σημείο (Α’ κεφάλαιο) μάλιστα επιχειρεί να εξηγήσει ότι η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους σχετίζεται με τους νέους τρόπους απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας.

Ο περιορισμένος χαρακτήρας του παρόντος σημειώματος μας υποχρεώνει να επισημάνουμε δύο βασικά σημεία εις απάντηση των όσων έχουν προαναφερθεί:

Η κρίση αυτή είναι αποτέλεσμα της χρεοκοπίας και των δύο στρατηγικών που ακολούθησε ο καπιταλισμός μετά το 1929.

Το 1971 κατέρρευσε η στρατηγική της “κεϋνσιανής” προσπάθειας που είχε στηριχθεί στην ενίσχυση της ζήτησης (κρατικής και ιδιωτικής) προκειμένου η καπιταλιστική ανοικοδόμηση μετά τον πόλεμο να μπορέσει να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα στην Ευρώπη την “κομμουνιστική απειλή”.

Η κατάρρευση του Μπρέτον Γούντς είναι κομβικό σημείο στην κρίση υπερσυσσώρευσης του βιομηχανικού κεφαλαίου και την υποχρεωτική για τον καπιταλισμό στροφή (μέσα από την ταραχώδη, οικονομικά και πολιτικά, δεκαετία του 70) στην περιβόητη Reganomics, δηλαδή στην απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων που άνοιξε τον δρόμο στην “παγκοσμιοποίηση” και κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, η κρίση στην οποία είναι το σύστημα σήμερα, δεν ξεκίνησε – όπως επιμένει το κείμενο - την δεκαετία του 80, αλλά είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας του κεφαλαίου να διαμεσολαβήσει τις εσωτερικές του αντιφάσεις με την στρατηγική του μεταπολέμου η οποία κατέληξε με την κρίση υπερσυσσώρευσης του βιομηχανικού κεφαλαίου, που άρχισε από τις αρχές του 60 και “κατέληξε” στην κρίση του Αυγούστου του 1971.

Αυτό που ακολούθησε και που συνήθως εκφράζουμε με τον όρο “νεοφιλευθερισμός” ήταν η στροφή στο χρηματιστικό κεφάλαιο το οποίο είναι αφ’ ενός αφηρημένο και αφ’ ετέρου βραχυπρόθεσμο. Αφηρημένο γιατί η επέκτασή του γίνεται (φαινομενικά) μακριά από τους όρους παραγωγής και τις συνθήκες εργασίας, και βραχυπρόθεσμο γιατί επιδιώκει άμεσα κέρδη ανεξαρτήτως των συνθηκών επίτευξής τους (δηλαδή αν καταστρέφει και κανιβαλίζει την παραγωγική βάση του κεφαλαίου). Στη δεκαετία του ’90 και του 2000 σημειώθηκε “έκρηξη” αυτής της επέκτασης με βασικό εργαλείο έκφρασης τα χρηματοοικονομικά παράγωγα. Αυτό που αγνοούν όμως οι συγγραφείς του κειμένου είναι ότι ο αφηρημένος χαρακτήρας του χρηματιστικού κεφαλαίου δεν κάνει λιγότερο συγκεκριμένη την απαίτησή του από το συνολικό μερίδιο της παραγόμενης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα με αποτέλεσμα την δραματική ενίσχυση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους η οποία με την σειρά της “κανιβαλίζει” ακόμα περισσότερο την παραγωγική βιομηχανική βάση όσο κι αν αυξάνεται η απόσπαση υπεραξίας (απόλυτης και σχετικής).

Με αποτέλεσμα:

- η λειτουργία του νόμου της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους την περίοδο 1980 – 2010 να... μπερδεύει τους συγγραφείς του κειμένου οι οποίοι εμφανίζονται να μένουν παγιδευμένοι σε μια ερμηνεία του χυδαίου υποκαταναλωτισμού. Στην πραγματικότητα η στρατηγική στροφή της άρχουσας τάξης μετά το 1971 στο χρηματιστικό κεφάλαιο, σαν διέξοδο από την κρίση υπερσυσσώρευσης βιομηχανικού κεφαλαίου, οδήγησε το 2007 στην κρίση υπερσυσσώρευσης χρηματιστικού κεφαλαίου και όχι σε μία κρίση όπου η σχέση χρήμα – εμπόρευμα – χρήμα “έσπασε” στον κρίκο του εμπορεύματος που δεν μπορεί να καταναλωθεί...

- η απαίτηση αυτή του χρηματιστικού κεφαλαίου ακριβώς επειδή είναι “συγκεκριμένη” και ανελαστική προκάλεσε μια πρωτοφανή διεύρυνση των ανά τον κόσμο ανισορροπιών (που αποτυπώνεται στα ελλείμματα/πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) τόσο μεταξύ ΗΠΑ – Ε.Ε. - Κίνας και “Tρίτου Kόσμου” όσο και στο εσωτερικό των οικονομικών περιοχών, όπως η Ε.Ε. (ή ακόμα και οικονομιών όπως αυτή των ΗΠΑ) επιβεβαιώνοντας την ανάλυση του Μαρξ, ότι η δομική κρίση στην περίοδο παρακμής του καπιταλισμού αφορά στην βίαιη αναπροσαρμογή του συνόλου των αντιφάσεων του καπιταλισμού καθώς δεν μπορεί να διαμεσολαβήσει τις αντιφάσεις του.

Αυτό που αποφεύγουν οι συγγραφείς του κειμένου –παρά τις πολλαπλές εκλεκτικιστικές αναφορές τους– είναι να αποδεχθούν ότι με την παρούσα κρίση έχουν χρεοκοπήσει και οι δύο στρατηγικές του καπιταλισμού με τις οποίες επιχείρησε να αντιμετωπίσει την κρίση του 1929 και αυτό είναι που καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε ενιαία νέα στρατηγική αναδιάρθρωσης όπως αυτές που βλέπει ο “ολοκληρωτικός καπιταλισμός”.

Και αυτό γιατί στη βάση της ανάλυσής τους απουσιάζει η βασική μαρξιστική θέση ότι στη φάση παρακμής του ο καπιταλισμός αδυνατεί να διαμεσολαβήσει τις εσωτερικές του αντιφάσεις “και έτσι καταφεύγει σε ολοένα και πιο βάρβαρες μορφές όπως ο ιμπεριαλισμός και ο πόλεμος” (Μαρξιστική Επιθεώρηση Νοέμβριος 2010).
Γ.Αγγέλης
απο την εφημερίδα ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ που κυκλοφορεί

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου