Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Ένας χρόνος χωρίς τον Νέλσον Μαντέλα

Στις 5 Δεκέμβρη του 2013 έφυγε από τη ζωή ο Νέλσον Μαντέλα, ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής και σύμβολο του αγώνα κατά του απαρτχάιντ. Απεβίωσε στο σπίτι του, περιστοιχισμένος από τα μέλη της οικογένειάς του.

O Μαντίμπα (πατέρας του Έθνους) όπως τον αποκαλούν τη Νότιο Αφρική γεννήθηκε το 1918. Ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς πολιτικούς σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήταν από τους θεμελιωτές και σίγουρα η πιο σημαίνουσα προσωπικότητα του κινήματος κατά του Απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής... Αγωνίστηκε να αντικαταστήσει αυτό το ρατσιστικό καθεστώς που έπληττε βαθύτατα τα ανθρώπινα δικαιώματα των μαύρων με μία πολυφυλετική δημοκρατία.

Φυλακίστηκε για 27 χρόνια  από το «καθεστώς των λευκών» αλλά απελευθερώθηκε το 1990 για να γίνει τέσσερα χρόνια αργότερα ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της χώρας  και να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην πορεία προς την ειρήνη και την κατάργηση των θεσμοθετημένων φυλετικών διακρίσεων. Του απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης το 1993.

Το χάρισμά του, το αυτοσαρκαστικό του χιούμoρ, η απουσία πικρίας για τη σκληρή μεταχείριση που δέχθηκε, καθώς και η εκπληκτική ιστορία της ζωής του, εξηγούν σε ένα μέρος την αξιοσημείωτη απήχησή του ανά την υφήλιο.

Από την παραίτησή του από την προεδρία το 1999 ο Νέλσον Μαντέλα υπήρξε ο ισχυρότερος πρεσβευτής της Νότιας Αφρικής. Μεταξύ άλλων, συμμετείχε ενεργά στην εκστρατεία κατά του HIV/Aids, στην εξάλειψη της πείνας, ενώ βοήθησε επίσης να διασφαλίσει η χώρα του το δικαίωμα να φιλοξενήσει το 2010 το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου. Συμμετείχε επίσης στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκο, το Μπουρούντι, σε άλλες αφρικανικές χώρες και αλλού.

Το 2004, σε ηλικία 85 ετών, ο Μαντέλα αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή περνώντας περισσότερο χρόνο με την οικογένεια και τους φίλους τους και επιδιδόταν σε «ήρεμο στοχασμό». «Μη με καλέσεις, θα σε καλέσω εγώ», προειδοποιούσε όποιον είχε σκοπό να τον προσκαλέσει σε υποχρεώσεις.

Μια σύντομη αναδρομή της ζωής του

Γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1918 στο χωριό Mvezo της πόλης Umtata (σήμερα Mthatha) που βρίσκεται στο Ανατολικό Ακρωτήρι της Νότιας Αφρικής.  Στη χώρα του συχνά αποκαλείται με το όνομα της  δυναστείας των Thembu «Madida». Thembu είναι η εθνοτική ομάδα στην οποία ανήκε o Μαντέλα .Το όνομα που του δόθηκε όταν γεννήθηκε ήταν Rolihlahla Dalibhunga ενώ το αγγλικό όνομα Νέλσον του το έδωσε ένας δάσκαλό του στα μαθητικά του χρόνια.

Ο πατέρας του, Madla Henry Mandela, τοπικός άρχοντας και  σύμβουλος της βασιλικής οικογένειας των Thembu, πέθανε όταν ο Νέλσον ήταν εννέα ετών. Τότε, η μητέρα του Νέλσον, Nongaphi Nosekeni, ανέθεσε τη φροντίδα του στον αντιβασιλέα των Thembu και εξάδελφο του πατέρα του, Jongintaba Dalindyebo και τη σύζυγό του στη Mqhekezweni.

Αν και δεν ξαναείδε τη μητέρα του για πολλά χρόνια, ο ίδιος ένιωθε ότι ο Jongintaba και η γυναίκα του Noengland του φέρθηκαν σα να ήταν δικό τους παιδί.

Όταν ενηλικιώθηκε, άρχισε τις προπτυχιακές του σπουδές στο Πανεπιστήμιου του Fort Hare, όπου σπούδασε κατά το πρώτο έτος αγγλικά, πολιτικές επιστήμες, ρωμαϊκό και ολλανδικό δίκαιο και τοπική αυτοδιοίκηση, σπουδές που τελικά δεν ολοκλήρωσε.

Τον Δεκέμβριο του 1940, σε ηλικία 22 ετών, γυρνώντας στο Mqhekezweni ο Μαντέλα ανακάλυψε ότι ο Jongintaba είχε προγραμματίσει τους γάμους του ίδιου και του Justice (του γιου του Jongintaba με τον οποίο ο Μαντέλα μεγάλωσε μαζί). Εξοργισμένοι, έφυγαν για το Γιοχάνεσμπουργκ.

Το 1943, ξεκίνησε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Witswaterand, του οποίου οι φοιτητές ήταν κυρίως λευκοί και όπου γνώρισε ανθρώπους με διαφορετικά φυλετικά και πολιτισμικά υπόβαθρα. Ήρθε σε επαφή με τη φιλελεύθερη, τη ριζοσπαστική καθώς και την αφρικανιστική (παν-αφρικανιστική) σκέψη , που τροφοδότησαν το πάθος του για την πολιτική.

Το 1944, εντάχθηκε στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο (African National Congress, θα αναφέται και ως ANC)  και αργότερα έγινε συνιδρυτής της Νεολαίας του.

Παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Evelyn Mase, ακτιβίστρια του ANC τον Οκτώβριο του 1944. Έφεραν στον κόσμο τέσσερα παιδιά και πήραν διαζύγιο το 1958.

Η αντίσταση στο απαρτχάιντ μεγάλωνε, μετά και τους νέους νόμους του 1952, γνωστοί με την ονομασία «Pass Laws» οι οποίοι όριζαν πού είχαν το δικαίωμα οι μαύροι να ζουν και να εργάζονται και πού όχι. Οι μαύροι ήταν υποχρεωμένοι να έχουν ένα έγγραφο μαζί τους, όταν βρίσκονταν σε περιοχές λευκών, σαν έναν εσωτερικό διαβατήριο, το οποίο περιείχε στοιχεία τους, όπως αποτυπώματα, φωτογραφία, το όνομα του εργοδότη τους και άλλες πληροφορίες. Ο νόμος όριζε πού, πότε και για πόσο μπορούσε ένας μαύρος να παραμείνει σε περιοχή λευκών.

Τον Δεκέμβριο του  1952 ο Μαντέλα, ο οποίος είχε πλέον την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και μπορούσε να ασκήσει τη δικηγορία, άνοιξε ένα δικηγορικό γραφείο – το πρώτο στη Νότια Αφρική που ανήκε σε μαύρο- μαζί με τον συνεργάτη του Όλιβερ Τάμπο.

Για τα επόμενα δύο χρόνια ο Μαντέλα και ο Τάμπο υπερασπίστηκαν εκατοντάδες πολίτες που πλήττονταν από τους νόμους του απαρτχάιντ.

Το ίδιο έτος, ο Νέλσον Μαντέλα και ακόμη 19 αρχηγικά μέλη και ακτιβιστές του Νοτιοαφρικανικύ Κογκρέσου (Congress Alliance-Επρόκειτο ουσιαστικά για μια συμμαχία ακτιβιστικών ομάδων στην οποία συμμετείχε και το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο) συνελήφθησαν με το νόμο της «Κομμουνιστικής Καταστολής» (Suppression of Communism Act). Ο Μαντέλα, όπως και οι υπόλοιποι ακτιβιστές, καταδικάστηκαν σε 9 μήνες φυλάκισης και σκληρή εργασία με τριετή αναστολή. Του απαγορεύτηκε επίσης να συμμετέχει σε δημόσιες συγκεντρώσεις για 6 μήνες και να φύγει από το Γιοχάνεσμπουργκ. Για τους επόμενους 9 μήνες οι απαγορευτικές εντολές ανανεώνονταν συνεχώς.

Παρόλο που ο Μαντέλα ήταν ο επίσημος αντιπρόεδρος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, δεν του επιτρεπόταν από τον νόμο να παίξει οποιοδήποτε ρόλο στις δραστηριότητες του Κογκρέσου εξαιτίας των προαναφερθεισών απαγορευτικών αποφάσεων εναντίον του. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να συναντά κρυφά την ηγεσία τόσο του ANC τόσο και του Congress Alliance. Έτσι, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον σχεδιασμό όλων των μεγάλων εκστρατειών εναντίον του απαρτχάιντ τη δεκαετία του 1950.

Το 1955, η εκστρατεία ενάντια στο ρατσιστικό καθεστώς του απαρτχάιντ κορυφώθηκε με τη σύγκληση του ιστορικού Κογκρέσου του Λαού (Congress of the People) στις 25-26 Ιουνίου στο Κλιπτάουν. Εκεί, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, το Κομουνιστικό Κόμμα, οι Δημοκρατικοί και άλλα κινήματα διαμαρτυρίας υιοθέτησαν μια χάρτα δικαιωμάτων, με την οποία θα καταργούνταν όλες οι φυλετικές διακρίσεις στη Νότια Αφρική, θα εγκαθίστατο δημοκρατικό καθεστώς και ένα πολιτικό πρόγραμμα αγροτικής και σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης ενώ η μεγάλη βιομηχανία θα κρατικοποιείτο.

Το 1956, ο  Νέλσον Μαντέλα με ακόμη 155 ακτιβιστές (συνολικά 156 άτομα: Μαύροι, 21 Ινδοί, 23 Λευκοί και 7 Μιγάδες) συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία, με την κατηγορία ότι σχεδίαζαν την ανατροπή της κυβέρνησης με τη βία και την εγκαθίδρυση κομουνιστικού καθεστώτος.

1956, Ο Νέλσον Μαντέλα (στα δεξιά) μαζί με άλλους συλληφθέντες ακτιβιστές λίγο πριν την έναρξη της δίκης.

Εντέλει, μετά από μια πολυετή δίκη, το 1961 όλοι οι συλληφθέντες αθωώθηκαν.

Το 1958, ο Νέλσον Μαντέλα παντρεύτηκε τη Winnie Madikizela, η οποία αργότερα έπαιξε ενεργό ρόλο στην εκστρατεία για την αποφυλάκιση του.

Το κίνημα εναντίον του απαρτχάιντ διαιρείται το 1959, όταν οι ριζοσπαστικοί εγκαταλείπουν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και ιδρύουν το Παναφρικανικό Κογκρέσο, αργότερα γνωστό ως Παναφρικανικό Κογκρέσο της Αζανίας.

Εν τω μεταξύ, το 1960 το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο τέθηκε εκτός νόμου. Η αγανάκτηση κορυφώθηκε όταν, το ίδιο έτος, 69 μαύροι πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν ενώ περίπου 131 τραυματίστηκαν από την αστυνομία, στη σφαγή της Sharpeville.

Αυτό το αιματηρό περιστατικό σηματοδότησε το τέλος της «ειρηνικής αντίστασης» και ο Νέλσον Μαντέλα, ως αντιπρόεδρος του ΑΝC, ξεκίνησε μια εκστρατεία οικονομικού σαμποτάζ.

Συγκεκριμένα, μετά τη σφαγή της Sharpeville, όπου δεκάδες ειρηνικοί διαδηλωτές κατά του απαρτχάιντ σφαγιάστηκαν στις 21 Μαρτίου 1960, χιλιάδες Μαύροι Νοτιοαφρικανοί κατέστρεψαν το "πάσο" τους, η κυβέρνηση κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στις 8 Απριλίου1960 και απαγορεύτηκε η λειτουργία στο Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο και στο Παναφρικανικό Κογκρέσο, θέτοντας σε ισχύ το νόμο περί καταστολής του κομουνισμού.


Ο Νέλσον Μαντέλα καίει το "πάσο" του ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σφαγή του Sharpeville και αντιτιθέμενος στους νόμους που όριζαν σε ποιες περιοχές μπορούσαν να κινούνται οι μαύροι στης Νοτίας Αφρικής.

Σε διεθνές επίπεδο, φθίνει το στάτους της Νοτίου Αφρικής για πρώτη φορά, καθώς τίθεται εκτός από την Κοινοπολιτεία των Εθνών, την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, την ΟΥΝΕΣΚΟ και τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας.

Αφού είχε ληφθεί πλέον η απόφαση περί τερματισμού της «ειρηνικής αντίστασης», τo 1961, ιδρύθηκε το Δόρυ του Έθνους (Umkhonto we Sizwe) (συντομογραφία ΜΚ), το στρατιωτικό παρακλάδι του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, και ξεκίνησε την εκστρατεία σαμποτάζ. Οι πρώτες επιθέσεις αφορούσαν κυβερνητικά κτίρια. Γρήγορα όμως οι αρχηγοί του κινήματος συνελήφθησαν τον Ιούνιο του 1963 στη Ριβονία, προάστιο του Γιοχάνεσμπουργκ, και καταδικάστηκαν σε ισόβια το 1964, ανάμεσα τους ήταν και ο Νέλσον Μαντέλα.

Ισόβια κάθειρξη

Ο Νέλσον Μαντέλα συνελήφθη και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για σαμποτάζ και προσπάθειας βίαιης ανατροπής της κυβέρνησης.  Μιλώντας στο δικαστήριο ο Μαντέλα δήλωσε: «Έχω τιμήσει το ιδανικό μιας δημοκρατικής και ελεύθερης κοινωνίας στην οποία όλοι οι άνθρωποι ζουν αρμονικά με ίσες ευκαιρίες». «Είναι είναι ιδανικό για το οποίο ελπίζω να ζήσω και να το καταφέρω. Αλλά αν χρειαστεί, είναι ένα ιδανικό για το οποίο είμαι έτοιμος να πεθάνω».

Το 1964 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.


Ο Νέλσον Μαντέλα μετά την απόφαση ισόβιας κάθειρξης μεταφέρεται στις φυλακές του Robben Island.

Μέσα σε έναν χρόνο, από το 1968 ως το 1969, η μητέρα του Νέλσον Μαντέλα πέθανε και ο μεγαλύτερος γιος του σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Δεν του επετράπη να παραστεί στις κηδείες τους.

Έμεινε στις φυλακές του Robben Island για 18 χρόνια και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Φυλακή Pollsmoor στην ηπειρωτική χώρα το 1982.

Ενώ ο Μαντέλα και άλλοι ηγέτες του ΑΝC βρίσκονταν στη φυλακή ή ζούσαν στην εξορία, νέοι από τις «πόλεις των μαύρων» στη Νότια Αφρική έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό στον αγώνα ενάντια στην κυριαρχία της λευκής μειονότητας. Εκατοντάδες σκοτώθηκαν και χιλιάδες τραυματίστηκαν κατά τη βίαιη καταστολή της εξέγερσης των μαθητών.

Το 1980, το ANC με αρχηγό τον εξόριστο Τάμπο, ξεκίνησε μια διεθνή εκστρατεία εναντίον του απαρτχάιντ και έξυπνα αποφάσισε να στρέψει το ενδιαφέρον στο πρόσωπο του Νέλσον Μαντέλα και το αίτημα για την απελευθέρωσή του.

Αυτή η προσπάθεια κορυφώθηκε το 1988 στη συναυλία στο στάδιο Wembley στο Λονδίνο όπου 72.000 άνθρωποι –και εκατομμύρια άλλοι που παρακολουθούσαν μέσω τηλεόρασης σε όλο τον κόσμο- είπαν «Ελευθερώστε τον Νέλσον Μαντέλα». (Free Nelson Mandela).

Η πίεση της κοινής γνώμης οδήγησε ηγέτες ανά τον κόσμο να ενισχύσουν τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν για πρώτη φορά στη Νότια Αφρική το 1967 κατά του καθεστώτος του απαρτχάιντ. Το 1973, ένα ψήφισμα από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνώριζε το απαρτχάιντ ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

Η απελευθέρωση

Το 1989, η εξουσία περνάει στον Φρεντερίκ ντε Κλερκ, τον τελευταίο λευκό πρόεδρο της Νοτίου Αφρικής. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησής του, απελευθερώνεται ο Νέλσον Μαντέλα στις 11 Φεβρουαρίου 1990.

Τον Δεκέμβριο του 1993, ο Μαντέλα και ο ντε Κλερκ βραβεύτηκαν με το Νόμπελ Ειρήνης «για τη συνεισφορά τους στον ειρηνικό τερματισμό του απαρτχάιντ και για τη θεμελίωση μιας νέας δημοκρατικής Νότιας Αφρικής».

Πέντε μήνες αργότερα, το 1994, για πρώτη φορά στην ιστορία της Νότιας Αφρικής, οι πολίτες από όλες τις φυλετικές και εθνοτικές ομάδες ψήφισαν σε δημοκρατικές εκλογές και ο Νέλσον Μαντέλα εξελέγη με συντριπτική πλειοψηφία πρόεδρος της χώρας.

Στο μεταξύ, ο Μαντέλα χώρισε από τη δεύτερη σύζυγό του, τη Winnie, το 1992.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Μαντέλα κατά την προεδρική του θητεία (1994-1999) ήταν οι άστεγοι και φτωχοί των παραγκουπόλεων.

Ανέθεσε στον αναπληρωτή του, Thabo Mbeki, τις γραφειοκρατικές και καθημερινές εργασίες της κυβέρνησης, ενώ ο ίδιος ο Μαντέλα επικεντρώθηκε στα επίσημα καθήκοντα ενός ηγέτη, χτίζοντας μια νέα διεθνή εικόνα της Νότιας Αφρικής. Σε αυτό το πλαίσιο, κατάφερε να πείσει τις πολυεθνικές εταιρείες της χώρας να παραμείνουν και να επενδύσουν στη Νότια Αφρική.

Το 1997 ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την προεδρεία του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, δεν είναι ξανά υποψήφιος πρόεδρος της χώρας. Το 1999 τελείωσε η προεδρική του θητεία και αποχωρεί από την πολιτική ζωή της χώρας, με τη στενή τουλάχιστον έννοια.

Έναν χρόνο νωρίτερα, το 1998, στα ογδοηκοστά του γενέθλια παντρεύτηκε την Graca Machel, τη χήρα του πρώην προέδρου της Μοζαμβίκης. Συνέχισε να ταξιδεύει ανά τον κόσμο, να συναντά ηγέτες, να συμμετέχει σε συνδιασκέψεις καθώς και να συλλέγει σειρά βραβεύσεων, αφότου παραιτήθηκε από την προεδρία της χώρας του.


Μετά την επίσημη αποχώρησή του, οι δημόσιες εμφανίσεις του ήταν κυρίως συνδεδεμένες με τις εργασίας του Ιδρύματος Μαντέλα, το οποίο είναι ένας φιλανθρωπικός οργανισμός που ό ίδιος ίδρυσε.

Στα ογδοηκοστά ένατα γενέθλιά του ίδρυσε τους Πρεσβύτερους,  µια ανεξάρτητη οµάδα που αποτελείται από διακεκριμένους ηγέτες παγκόσμιου βεληνεκούς. Οι Πρεσβύτεροι προσφέρουν τη συλλογική επιρροή και εμπειρία τους για να υποστηρίξουν την εγκαθίδρυση της ειρήνης, να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των κυριότερων αιτιών του ανθρώπινου πόνου και να προωθήσουν τα κοινά συμφέροντα της ανθρωπότητας.

Το 2005, σε μια χρονική περίοδο που τα ταμπού ακόμη περιέβαλαν την επιδημία του AIDS, ο Μαντέλα ανακοίνωσε ότι ο γιος του πέθανε από AIDS και κάλεσε του Νοτιοαφρικανούς να μιλήσουν για το AIDS «για να φαίνεται ως μια κανονική ασθένεια».

Αργότερα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση να φιλοξενήσει η Νότια Αφρική το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου το 2010 και εμφανίστηκε κατά την τελετή λήξης του.

Ο Νέλσον Μαντέλα χαρακτήριζε τον ευατό του ως ένα πατριώτη, που ασπαζόταν τις ιδέες της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Το κενό που αφήνει στην μαύρη Αφρική που αγάπησε και υπήρέτησε αλλά και σε όλο τον κόσμο, είναι δυσαναπλήρωτο.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου