Παναγιώτης Μαυροειδής
Είμαστε
αναμφίβολα σε εποχή οικονομικής και πολιτικής κρίσης, ακόμη και με
πρόδρομα συμπτώματα μιας πολιτικής μεταβολής με άγνωστο πρόσημο. Η
αναζήτηση πολιτικής διεξόδου, φαίνεται συχνά να κυριαρχεί πάνω στην
επιμέρους κινηματική δράση.
Σε
τέτοιες ενδιαφέρουσες συνθήκες φουντώνει και η συζήτηση στην αριστερά,
ιδιαίτερα σε αυτή με κομμουνιστική αναφορά. Όλα τα ρεύματα αναζητούν μια
νέα και αποτελεσματική απάντηση, μια νέα και νικηφόρο διέξοδο για τον
εργατικό και λαϊκό αγώνα. Δεν είναι καθόλου παράξενο που έχουν ανοίξει
όλα τα βιβλία της ιστορίας του κινήματος, ακόμη και στις λευκές ή μαύρες
σελίδες τους. Είναι ελπιδοφόρο που κατέβηκαν από τα σκονισμένα ράφια τα
έργα των Μαρξ, Ένγκελς, Γκράμσι και άλλων μεταγενέστερων σημαντικών
διανοητών.
Είμαστε σε φάση κυοφορίας νέων πολιτικών πρακτικών που αναζητούν τη θεωρητική γενίκευση τους,
αλλά και την ιστορική τους νομιμοποίηση. Έτσι πρέπει να γίνεται. Διότι
βιώνουμε μια ιστορική για... τον καπιταλισμό κρίση, με συνέπειες ιστορικού
βάθους για την εργατική τάξη σε όλο τον κόσμο. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, εφήμερα
συμπεράσματα και προτάσεις διεξόδου, δε θα είχαν μεγαλύτερη χρησιμότητα
από αυτή που έχουν τα καθημερινά φύλλα μιας εφημερίδας.
Μέσα
σε αυτή την έκρηξη ιστορικών αναφορών, όπου οι λέξεις, φράσεις και
προτάσεις για ‘’ενιαίο μέτωπο’’, ‘’εργατική κυβέρνηση’’ και άλλα
σχετικά, έρχεται στο νου μια επισήμανση του Immanuel Wallerstaein
σχετικά με τις δομές γνώσης. Για να καταλάβει κανείς με ένα νέο και
σφαιρικό, ολικό τρόπο την πραγματικότητα - σημειώνει στο έργο του ‘’Για
να καταλάβουμε τον κόσμο’’- πρέπει κανείς ‘’πρώτα να ‘’ξανασκεφτεί’’
πολλά από εκείνα που του έμαθαν στο σχολείο και που τα ακούει καθημερινά
από τα μέσα ενημέρωσης. Μόνο αν κοιτάξουμε κατά μέτωπο το πώς
φτάσαμε να σκεφτόμαστε όπως σκεφτόμαστε σήμερα, μπορούμε να αρχίσουμε να
απελευθερωνόμαστε και να σκεφτούμε με άλλους τρόπους, οι οποίοι θα μας βοηθήσουν να αναλύσουμε πιο βαθιά και πιο χρήσιμα τα διλήμματα που αντιμετωπίζουμε’’.
Αυτή
η επισήμανση μας αφορά πολύ, έχοντας πίσω μας όλη αυτή την παράδοση του
δογματισμού, της εργαλειακής χρήσης του μαρξισμού και της αντίληψης για
αξιοποίηση της θεωρίας ως θεραπαινίδας της πολιτικής και μάλιστα της
τρέχουσας.
Υπάρχει
και κάτι ακόμη που πρέπει να σημειώσουμε σε μια περίοδο σαν την τωρινή,
ιστορικού ανασκαλέματος των πάντων και αναζήτησης νέων πολιτικών και
ιδεολογικών όπλων: Τις έννοιες μπορούμε να τις καταλάβουμε μόνο μέσα σε στο πλαίσιο της εποχής τους. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο όταν πρόκειται για ολοκληρωμένες θεωρήσεις, που οι διάφορες έννοιες τους, έχουν νόημα κυρίως η κάθε μια σε σχέση με τις άλλες, ως μέρη ενός συνόλου.
Εξ
αρχής, θα πρέπει να κάνουμε τον αναγκαίο διαχωρισμό και να αποφύγουμε
τον πειρασμό του συνηθισμένου αλλά απαράδεκτου τσουβαλιάσματος
διαφορετικών πραγμάτων. Η προβληματική για το ενιαίο μέτωπο της
εργατικής τάξης και την εργατική κυβέρνηση που τίθεται από μια σκοπιά
πρωτότυπης σύνδεσης τακτικής και στρατηγικής, ανοίγει μια γόνιμη
συζήτηση ανάμεσα στους κομμουνιστές και είναι απαράδεκτο να
δημιουργούνται εδώ απαγορευτικές ζώνες. Πρέπει να την ξεχωρίσουμε από
την προσχηματική επίκληση των εννοιών αυτών, την επιστράτευση τους με
εντελώς σχηματικό τρόπο, απλά για να αξιοποιηθούν νομιμοποιητικά της
τρέχουσας ρεφορμιστικής πολιτικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ. Μη μας
μπερδεύει το ευγενικό περιτύλιγμα της ενότητας και το αλατοπίπερο του
τσιτατολογικού λενινισμού. Ο στόχος είναι σαφής. Δεν έγκειται βέβαια σε
πρόταση προσχώρησης της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς στο
ΣΥΡΙΖΑ, αυτό θα ήταν απολύτως αντι-ρεαλιστικό. Επιδιώκεται όμως η
ακύρωση μιας αυτοτελούς επαναστατικής πολιτικής πρότασης στα αριστερά
της εν δυνάμει κυβερνώσας αριστεράς, που πλασάρεται κομψά ως ανάγκη
‘’πολιτικής αλληλεγγύης’’.
Η
συλλογιστική των όψιμων, περί τον ΣΥΡΙΖΑ, λενινιστών, είναι απλή. Η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ πρέπει να συμπαραταχθούν με το ΣΥΡΙΖΑ, στηρίζοντας
έστω κριτικά την κυβερνητική του στρατηγική. Αντιλαμβανόμενοι τη
βασιμότητα των ερωτημάτων σχετικά με το χαρακτήρα της πολιτικής του
ΣΥΡΙΖΑ και κατά πόσο αυτή έχει σχέση με ένα αντικαπιταλιστικό ή
σοσιαλιστικό πρόγραμμα, απαντούν θριαμβευτικά: ‘’Ω! Μα υπάρχει απάντηση!
Έστω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ασταθές ρεφορμιστικό κόμμα. Δεν έχει
μιλήσει ο Λένιν για ενιαίο μέτωπο με σοσιαλδημοκράτες;’’ Και πριν
συνέλθουν από τον αυτοθαυμασμό τους, περνούν και στην επίθεση: ‘’Η Τρίτη
Διεθνής, όταν ακόμη ζούσε ο Λένιν, μιλούσε για ενιαίο μέτωπο όχι μόνο
στο αυτονόητο επίπεδο των αγώνων, αλλά και για το σχηματισμό αριστερής ή
εργατικής κυβέρνησης’’.
Στο
πλαίσιο αυτών των βεβαιοτήτων, ίσως είναι δύσκολο να αποφύγουμε τη
δημόσια σταύρωση, ένοχοι όντες με τις βαρύτατες κατηγορίες του
σεχταρισμού και του αριστερισμού, που είναι της μόδας. Αλλά θα
προσπαθήσουμε…
Έργο ζωής του Λένιν και της κομμουνιστικής Διεθνούς η μάχη κατά του αριστερισμού;
Σημειώνουμε
εξ αρχής ότι οι περί τον ΣΥΡΙΖΑ ‘’λενινιστές’’, όταν αναφέρονται στο
Λένιν ή στις αποφάσεις των συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, δεν
παρουσιάζουν τις βασικές κατευθύνσεις και ιδέες τους, το κέντρο βάρους του προσανατολισμού
τους, που αφορούσε στην προλεταριακή επανάσταση και τη δικτατορία του
προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη σε παγκόσμιο επίπεδο.
Περιορίζονται, αντίθετα, σε επιλεκτική
αξιοποίηση των ιδιαίτερων παρατηρήσεων που υπήρχαν σποραδικά σε άρθρα ή
αποφάσεις ενάντια στις υπερ-αριστερές αποκλίσεις της
περιόδου. Οι αποκλίσεις αυτές, υπήρξαν μέσα σε ένα πλαίσιο οξύτατης
πολεμικής και αντίδρασης στην προδοσία της σοσιαλδημοκρατίας στον
πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αναπαράγονταν όμως και σε ένα περιβάλλον
υπέρμετρης και συχνά αστήρικτης εκτίμησης των ηγετών της διεθνούς ότι
συντομότατα η επανάσταση θα θριάμβευε στην καρδιά της Ευρώπης,
επαναλαμβάνοντας σχεδόν πανομοιότυπα τον μπολσεβίκικο Οκτώβρη.
Οι
σύγχρονοι παραχαράχτες εκμεταλλεύονται έξυπνα το γεγονός ότι οι
αποφάσεις των πρώτων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς
καταχωνιάστηκαν από το ρεφορμιστικό κομμουνιστικό κίνημα, ακριβώς λόγω
της επαναστατικής διεθνιστικής και αδιάλλακτα ταξικής κατεύθυνσης τους.
Ισχυριζόμαστε
ότι η απλή και μόνο παράθεση του βασικού πυρήνα εκείνων των αποφάσεων
θα έκανε τους όψιμους περί τον ΣΥΡΙΖΑ ‘’λενινιστές’’ να κοκκινίσουν από
αγανάχτηση.
Ενιαίο μέτωπο ποιων με ποιους και για ποιο σκοπό;
Στις «Θέσεις για την παγκόσμια κατάσταση και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς» που συζητήθηκαν στο 3ο
συνέδριο της, αποτυπώνεται με μεγάλη σαφήνεια η σύνδεση στρατηγικής και
τακτικής σε μια επαναστατική πολιτική. Η τελευταία έχει σαφή στόχο:
«Οι
κομμουνιστές πρέπει να δρουν σαν πρωτοπορία σε κάθε μαζική οργάνωση… Η
προπαγάνδα και η πολιτική δουλειά του κομμουνιστικού κόμματος πρέπει να
ξεκινά από την κατανόηση ότι καμιά μακροπρόθεσμη βελτίωση της θέσης του
προλεταριάτου δεν είναι δυνατή στο καπιταλισμό και ότι μόνο η
ανατροπή της αστικής τάξης και η καταστροφή των καπιταλιστικών κρατών θα
κάνουν εφικτή την βελτίωση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης…
Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο, ότι το προλεταριάτο πρέπει να απαρνηθεί την
πάλη για τα άμεσα πρακτικά αιτήματα του μέχρι την εγκαθίδρυση της
δικτατορίας του. Η επαναστατική δράση πρέπει να οργανωθεί γύρω από το
σύνολο των αιτημάτων που βγαίνουν από τις μάζες και αυτές οι ξεχωριστές
δράσεις θα συγχωνευτούν σταδιακά και θα σχηματίσουν το ισχυρό ρεύμα της
κοινωνικής επανάστασης… Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν προτείνουν κανένα
μίνιμουμ πρόγραμμα που θα χρησιμεύσει στην ενίσχυση και τη βελτίωση των
κλονιζόμενων θεμελίων του καπιταλισμού. Η καταστροφή αυτού του
συστήματος παραμένει ο κύριος σκοπός τους. Αλλά για να το
πραγματοποιήσουν τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να προτείνουν
διεκδικήσεις που να εκφράζουν τις άμεσες ανάγκες της εργατικής τάξης. Αν
οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις
άμεσες ανάγκες των πλατιών εργατικών μαζών και αν οι μάζες είναι
πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων, η ύπαρξή
τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω από αυτά τα ζητήματα θα γίνει η
αφετηρία της πάλης για την εξουσία. Στη θέση του μίνιμουμ
προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η Κομμουνιστική Διεθνής
τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του
προλεταριάτου, διεκδικήσεις που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική
εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα
στάδια της πάλης. Ακόμα και πριν οι πλατιές μάζες κατανοήσουν συνειδητά
την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, μπορούν να ανταποκριθούν
σε κάθε μια από τις ξεχωριστές διεκδικήσεις. Και καθώς ο αγώνας για
αυτές τις διεκδικήσεις αγκαλιάζει και κινητοποιεί ολοένα και
περισσότερες μάζες και καθώς οι ζωτικές ανάγκες των μαζών συγκρούονται
με τις ζωτικές ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική τάξη θα
φτάσει να συνειδητοποιήσει ότι αν αυτή θέλει να ζήσει ο καπιταλισμός
πρέπει να πεθάνει… Οι αντιρρήσεις που εγείρονται ενάντια στις μερικές
διεκδικήσεις, καθώς και οι κατηγορίες ότι καμπάνιες πάνω σε τέτοιες
διεκδικήσεις είναι ρεφορμιστικές, αντανακλούν την ανικανότητα κατανόησης
των ουσιαστικών όρων της επαναστατικής δράσης. Το πρόβλημα δεν είναι να
απευθυνθούμε στο προλεταριάτο για να αγωνιστεί για τον τελικό σκοπό,
αλλά το πώς θα αναπτύξουμε τον αγώνα για τα άμεσα θέματα, έναν αγώνα που
μόνον αυτός μπορεί να οδηγήσει το προλεταριάτο στην πάλη για τον τελικό
σκοπό».
Κατά
τη γνώμη μας, είναι μια τοποθέτηση που διατηρεί ακέραιη την αξία της.
Πριν από όλα, απαντιέται το ερώτημα ‘’ποιόν έχουμε απέναντι;’’.
Αναγνωρίζεται ο αντίπαλος μιλώντας για την ‘’ ανατροπή της αστικής
τάξης και η καταστροφή των καπιταλιστικών κρατών’’ ή για ‘’
διεκδικήσεις που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία’’. Δεν
νομίζουμε ότι θα ήταν βάσιμη μια εκτίμηση ότι η ωρίμανση του
καπιταλισμού και η ταξική πόλωση ήταν βαθύτερη στη δεκαετία του 20 από
ότι σήμερα. Αν τότε ήταν κόκκινη κλωστή η σαφής κατεύθυνση ενάντια στην
αστική τάξη και τον καπιταλισμό, είναι δυνατόν να μην είναι τώρα στην
εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού;
Αλλά
με την ίδια σαφήνεια απαντιέται και το ‘’πώς;’’. Τίθεται η κατεύθυνση
για επανάσταση και επαναστατική δράση, αλλά και ο δρόμος ανακάλυψης τους
από τις εργαζόμενες μάζες, όταν ξεκαθαρίζει ότι η Διεθνής ‘’Στη
θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η
Κομμουνιστική Διεθνής τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες
διεκδικήσεις του προλεταριάτου’’. Και με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια
σημειώνεται ότι: ‘’Το πρόβλημα δεν είναι να απευθυνθούμε στο
προλεταριάτο για να αγωνιστεί για τον τελικό σκοπό, αλλά το πώς θα
αναπτύξουμε τον αγώνα για τα άμεσα θέματα, έναν αγώνα που μόνον αυτός
μπορεί να οδηγήσει το προλεταριάτο στην πάλη για τον τελικό σκοπό».
Εξ ίσου σαφής ήταν και ο σκοπός συγκρότησης του προτεινόμενου ενιαίου προλεταριακού μετώπου:
‘’Η Κομουνιστική Διεθνής πρέπει να αντιτάξει το δικό της σχέδιο δράσης στη στρατηγική της παγκόσμιας μπουρζουαζίας. Απέναντι
στα χρηματοκιβώτια του παγκόσμιου κεφαλαίου που χρησιμοποιεί τους
πάνοπλους ληστοσυμμορίτες του ενάντια στο οργανωμένο προλεταριάτο, η
Κομουνιστική Διεθνής διαθέτει ένα σίγουρο όπλο: τις μάζες του
προλεταριάτου, το ενιαίο μέτωπο του προλεταριάτου. Αν εκατομμύρια
εργάτες μπουν στη μάχη μαζί, τότε ούτε τα κόλπα της μπουρζουαζίας, ούτε η βία της θα ωφελήσουν σε τίποτα. Γιατί
τότε οι σιδηρόδρομοι με τους οποίους η αστική τάξη μεταφέρει τις
μονάδες των Λευκοφρουρών της όπου έχει να αντιμετωπίσει το προλεταριάτο,
θα σταματήσουν. Κάποιες μονάδες των Λευκοφρουρών θα τρομοκρατηθούν τόσο που δεν θα μπορούν να πολεμήσουν.’’(Απόσπασμα από την έκκληση της εκτελεστικής επιτροπής της ΚΔ προς τους προλετάριους όλων των χωρών, 1921)
Ο
στόχος λοιπόν του ενιαίου εργατικού μετώπου είναι να τρομοκρατήσει την
παγκόσμια αστική τάξη, τόσο ώστε αυτή να μην μπορεί να πολεμήσει. Πως
σας φαίνεται σαν πρόταση σε μια Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ;
Ας
αξιολογήσουμε επίσης, με το μέτρο των σύγχρονων ‘’αντι-σεχταριστών’’,
την αποσαφήνιση του ενιαίου μετώπου όπως αυτή δίνεται στις ‘’Θέσεις για το ενιαίο μέτωπο το 1922-Συμπλήρωμα στις «Θέσεις για την τακτική της Κομουνιστικής Διεθνούς»:
‘’Με
την ενότητα του προλεταριακού μετώπου, πρέπει να εννοούμε την ενότητα
όλων των εργαζομένων που επιθυμούν να πολεμήσουν τον καπιταλισμό,
στους οποίους επομένως συμπεριλαμβάνονται οι εργάτες που ακολουθούν
ακόμα τους αναρχικούς και τους (αναρχο)συνδικαλιστές. Σε μερικές χώρες,
αυτά τα στοιχεία μπορούν να συμπράξουν στις επαναστατικές ενέργειες. Από
τα πρώτα της ακόμα βήματα, η Κομουνιστική Διεθνής σύστησε πάντοτε μια
φιλική στάση απέναντι σ' αυτά τα εργατικά στοιχεία που ξεπερνούν
προοδευτικά τις προκαταλήψεις τους και προσχωρούν σιγά-σιγά στον
κομουνισμό. Οι κομουνιστές θα πρέπει από δω και μπρος να τους δίνουν
τόσο περισσότερο προσοχή, όσο το ενιαίο μέτωπο εναντίον του καπιταλισμού βρίσκεται στο δρόμο της πραγματοποίησης του.
Έχει
μήπως κανείς στο μυαλό του μια πρόταση για ‘’ ενιαίο μέτωπο εναντίον
του καπιταλισμού’’ με κέντρο το ΣΥΡΙΖΑ και μας έχει διαφύγει; Και έχει
ρωτήσει σχετικά και τον ΣΥΡΙΖΑ;
Και ποιο είναι άραγε το πεδίο οικοδόμησης του ενιαίου μετώπου;
‘’Η
τακτική του ενιαίου μετώπου δεν σημαίνει καθόλου μια «εκλογική
σύμπραξη» με τους κορυφαίους παράγοντες που στοχεύουν σε τούτους ή σε
κείνους τους εκλογικούς σκοπούς. Η τακτική του ενιαίου μετώπου στοχεύει
να εξυπηρετήσει τον κοινό αγώνα των κομουνιστών και των άλλων
εργατών που ακολουθούν άλλα κόμματα ή ομάδες ή που είναι ακομμάτιστοι,
για την υπεράσπιση των στοιχειωδών ζωτικών συμφερόντων της εργατικής
τάξης ενάντια στην μπουρζουαζία. Κάθε αγώνας και για τις πιο
μικρές καθημερινές διεκδικήσεις αποτελεί πηγή επαναστατικών διδαγμάτων,
γιατί με την εμπειρία που αποκτούν στους αγώνες οι εργάτες θα πεισθούν
για την αναπόδραστη ανάγκη της επανάστασης και για τη μεγάλη σημασία του
κομουνισμού’’.
Εδώ
δεν έχουμε παρά να κατακεραυνώσουμε την υποτίμηση στο ‘’ανώτατο
στάδιο’’ του πολιτικού αγώνα που είναι ο εκλογικός κοινοβουλευτικός
αγώνας και την παρέκκλιση προς τον …κινηματισμό, την στείρα
αντιπολίτευση και την υποδεέστερη κοινή δράση…
Σε ποια εργατική κυβέρνηση συμμετέχουν οι κομμουνιστές και πότε αυτή προκύπτει;
Ας
πάμε τώρα και στη άρση της μεγάλης ‘’παρεξήγησης’’ και την αποκατάσταση
της αλήθειας, που σύμφωνα με τους περί τον ΣΥΡΙΖΑ ‘’λενινιστές’’,
ορίζει ότι το ανώτατο στάδιο της επαναστατικής ευφυΐας είναι η συμμετοχή
σε μια κυβέρνηση που ονομάζει τον εαυτό της ‘’αριστερή’’.
Πράγματι στην «Απόφαση πάνω στην τακτική» του 4ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1922), τίθεται το ενδεχόμενο συμμετοχής σε εργατικές μη επαναστατικές κυβερνήσεις.
Δεν
τίθεται όμως καθόλου αδιαφοροποίητα και χωρίς κριτήρια ούτε και
ασύνδετα με την τακτική του ενιαίου μετώπου που αναφερθήκαμε
προηγούμενα.
Συμμετοχή σε ποια κυβέρνηση και με τι κριτήρια;
Η διεθνής επεσήμανε τους κινδύνους από αυτή την κατεύθυνση και προσπαθούσε να αποσαφηνίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις.
‘’Παρά
τα μεγάλα του πλεονεκτήματα, το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης έχει
επίσης και κινδύνους, όπως και κάθε ενιαιομετωπική τακτική. Για να
προφυλαχτούν απ’ αυτούς τους κινδύνους, τα κομμουνιστικά κόμματα δεν
πρέπει να ξεχνάνε ότι αν κάθε αστική κυβέρνηση είναι συγχρόνως και
καπιταλιστική, δεν είναι αλήθεια ότι κάθε εργατική κυβέρνηση είναι
κυβέρνηση πραγματικά προλεταριακή, δηλαδή ένα επαναστατικό όργανο της
προλεταριακής εξουσίας’’.
Όριζε πέντε τύπους εργατικών κυβερνήσεων (Φιλελεύθερη
εργατική κυβέρνηση, Σοσιαλδημοκρατική εργατική κυβέρνηση,
Εργατοαγροτική κυβέρνηση, Εργατική κυβέρνηση με συμμετοχή των
κομμουνιστών, Πραγματική προλεταριακή εργατική κυβέρνηση).
Εκτιμούσε ότι μπορεί να συζητηθεί υπό συγκεκριμένους όρους η συμμετοχή σε δύο μόνο τύπους από αυτές.
‘’Σε
ορισμένες περιπτώσεις, οι κομμουνιστές πρέπει να δηλώσουν ότι είναι
διατεθειμένοι να σχηματίσουν κυβέρνηση με μη κομμουνιστικά εργατικά
κόμματα και οργανώσεις. Αυτό όμως μπορούν να το κάνουν μόνο αν υπάρχουν εγγυήσεις ότι αυτές οι εργατικές κυβερνήσεις θα κάνουν πραγματικά αγώνα εναντίον της μπουρζουαζίας’’
Ξανά
ο ίδιος ‘’σεχταρισμός’’ για πραγματικό αγώνα εναντίον της αστικής
τάξης. Το να υπάρχουν ρεφορμιστικές δυνάμεις που να υπόσχονται αγώνα
κατά της αστικής τάξης, αλλά να θεωρείς ότι δεν τον εννοούν ή/και δεν
μπορούν να τον φέρουν σε πέρας με επιτυχία, είναι κάτι που μπορεί να
υπάρξει και σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται μια ειδική τακτική ενιαίου
μετώπου ή κοινής δράσης. Όταν αυτό δεν υπάρχει ούτε σαν επαγγελία, δεν
είναι διαφορετικό;
Σε ποιες χώρες κατ’ αρχήν;
‘’Σαν
άμεσο πολιτικό σύνθημα η εργατική κυβέρνηση αποκτάει σημασία στις χώρες
όπου η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο
ασφαλής, και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών
κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της
εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη’’.
Το τελικό αποφασιστικό κριτήριο δεν λείπει από την απόφαση: Για ποιο λόγο μπαίνει η πρόταση του ειναίου μετώπου;
‘’Τα
κόμματα της 2ης Διεθνούς σ’ αυτές τις χώρες προσπαθούν να «σώσουν» την
κατάσταση υποστηρίζοντας και πραγματοποιώντας τη συμμαχία των αστών με
τους σοσιαλδημοκράτες...Στη φανερή ή μασκαρεμένη συμμαχία
αστικής τάξης και σοσιαλδημοκρατίας οι κομμουνιστές αντιτάσσουν το
ενιαίο μέτωπο όλων των εργατών και το πολιτικό και οικονομικό συνασπισμό
όλων των εργατικών κομμάτων εναντίον της μπουρζουαζίας, όλος ο
κρατικός μηχανισμός πρέπει να περάσει στα χέρια της εργατικής
κυβέρνησης και οι θέσεις της εργατικής κυβέρνησης να ενισχυθούν’’.
Ποιο θα ήταν το έργο μιας τέτοιας κυβέρνησης;
‘’Το πιο στοιχειώδες πρόγραμμα μιας εργατικής κυβέρνησης πρέπει να είναι ο εξοπλισμός του προλεταριάτου,
ο αφοπλισμός των αντεπαναστατικών αστικών οργανώσεων, η εφαρμογή του
ελέγχου στην παράγωγή, η επιβολή του κύριου βάρους των φόρων στους
πλούσιους και το τσάκισμα της αντίστασης της αντεπαναστατικής
μπουρζουαζίας’’.
Αν είναι δυνατόν! Εδώ και να κινδυνεύει να εκτεθεί η αριστερά της ‘’νομιμότητας’’…
Πως θα μπορούσε να προκύψει μια τέτοια κυβέρνηση;
‘’Μια τέτοια κυβέρνηση είναι δυνατή μόνο αν βγει μέσα από την πάλη των ίδιων των μαζών, αν στηριχτεί πάνω στα εργατικά όργανα κατάλληλα για αγώνα και δημιουργημένα από τα πλατιά στρώματα των καταπιεζόμενων εργατικών μαζών.’’
Η προτεραιότητα στον επαναστατικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα είναι σαφέστατη. Στη συνέχεια αποσαφηνίζεται και η δυνατότητα συνδυασμού των παραπάνω και με τις εκλογές.
‘’Μια εργατική κυβέρνηση που προκύπτει από ένα κοινοβουλευτικό συνδυασμό, μπορεί επίσης να δώσει ευκαιρία να αναζωογονηθεί το επαναστατικό εργατικό κίνημα’’.
Ενιαίο μέτωπο, εργατική κυβέρνηση και ρεφορμιστικά κόμματα
Η
πρόταση για το ενιαίο μέτωπο κάθε άλλο ήταν παρά μία πρόταση
συμβιβασμού και αθώωσης των ρεφορμιστικών κομμάτων από μεριάς των
κομμουνιστών και άμβλυνσης της ιδεολογικής και πολιτικής διαπάλης μαζί
τους, στο όνομα της ενότητας.
Ας
δούμε την πολιτική ευθύτητα και σαφήνεια με την οποία ο Λένιν
τοποθετείται και οριοθετεί το ζήτημα της κοινής δράσης με τους
μενσεβίκους.
‘’Πρέπει,
ανάμεσα στα άλλα, να σημειωθεί ότι η νίκη των μπολσεβίκων ενάντια στους
μενσεβίκους απαιτούσε όχι μόνο πριν την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917,
αλλά και ύστερα από αυτήν την εφαρμογή μιας τακτικής ελιγμών,
συμφωνιών και συμβιβασμών, εννοείται, τέτοιας εφαρμογής και τέτοιων
ελιγμών που θα διευκόλυναν, θα επιτάχυναν, θα σταθεροποιούσαν και θα
ενίσχυαν τους μπολσεβίκους σε βάρος των μενσεβίκων. Το
αποτέλεσμα της εφαρμογής αυτής της σωστής τακτικής ήταν ότι ο
μενσεβικισμός πάθαινε αποσύνθεση και αποσυντίθεται όλο και περισσότερο
στη χώρα μας με την απομόνωση των αρχηγών που επιμένουν στον
οπορτουνισμό τους, και το πέρασμα στο στρατόπεδο μας των καλύτερων
εργατών, των καλύτερων στοιχείων από τη μικροαστική δημοκρατία (Λένιν
Άπαντα τ. 41, σ.59)’’.
Αν
θέλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους η κοινή δράση ή το ενιαίο
μέτωπο, κάλλιστα μπορεί να σηματοδοτήσει είτε το όχημα εγκατάλειψης της
επαναστατικής πολιτικής και την υποταγή στο ρεφορμισμό, είτε
ένα πεδίο διαπάλης για την κατάχτηση της ηγεμονίας της επαναστατικής
αντίληψης. Και εδώ πρέπει κανείς να παίρνει θέση, αντί να στέκεται μόνο
στο κοινό μορφολογικό στοιχείο των δύο αυτών επιλογών.
Ας
δούμε την οξύτητα με την οποία θέτει το ίδιο ζήτημα η Κομμουνιστική
Διεθνής, στο κάλεσμα της εκτελεστικής της επιτροπής με τίτλο ‘’ Οικοδομήστε το ενιαίο αγωνιστικό προλεταριακό μέτωπο’’
‘’Οι
πλατιές εργατικές μάζες πρέπει να πειστούν ότι μόνο οι κομουνιστές
αγωνίζονται για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των καθημερινών ανθρώπων
και ότι η σοσιαλδημοκρατία καθώς και η αντιδραστική συνδικαλιστική
γραφειοκρατία θα προτιμούσαν να αφήσουν τους εργάτες να πεθάνουν από την
πείνα παρά να συμφωνήσουν να ξεκινήσουν έναν αγώνα. Δεν θα
νικήσουμε αυτούς τους προδότες (τους πράκτορες της μπουρζουαζίας) με
θεωρητικά επιχειρήματα για τη δημοκρατία και τη δικτατορία, αλλά αν
ασχοληθούμε με τα ζητήματα του ψωμιού, του μεροκάματου, του ρουχισμού
και της στέγασης των εργατών. Η πρώτη μεγάλη μάχη για την
ηγεσία, στην οποία πρέπει κανείς να τους νικήσει, είναι η μάχη για την
ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος: ο αγώνας εναντίον της αντεργατικής
Διεθνούς του Άμστερνταμ και υπέρ της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς.
Τα φρούρια που έχει οικοδομήσει ο εχθρός, μέσα στο ίδιο μας το
στρατόπεδο, πρέπει να αλωθούν’’.
Ας δούμε ειδικότερα, την πολιτική πρακτική πείρα πάνω στην οποία πατούσε αυτή η κατεύθυνση:
‘’Λίγο
πριν από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, το καινούριο επαναστατικό κίνημα
που επακολούθησε την απεργία της Λένα [ποταμός της Σιβηρίας όπου οι
απεργίες που ξέσπασαν εκεί το 1912 δημιούργησαν ένα μεγάλο κύμα
συμπαράστασης] γέννησε στις προλεταριακές μάζες έναν ισχυρό πόθο ενότητας
που οι ηγέτες του μενσεβικισμού προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν προς
όφελος τους, όπως το κάνουν σήμερα οι ηγέτες των «σοσιαλιστικών» Διεθνών
καθώς και οι ηγέτες της Διεθνούς του Άμστερνταμ. Εκείνη την εποχή, οι
μπολσεβίκοι δεν αρνήθηκαν το ενιαίο μέτωπο. Κάθε άλλο: Για να
αντισταθμίσουν τη διπλωματία των μενσεβίκων ηγετών, υιοθέτησαν το
σύνθημα της «ενότητας στη δράση», δηλαδή της ενότητας των εργατικών
μαζών στην επαναστατική πρακτική δράση τους εναντίον της μπουρζουαζίας. Η
πείρα έδειξε ότι αυτή ήταν η μόνη σωστή τακτική. Τροποποιημένη ανάλογα
με το χρόνο και τον τόπο, η τακτική αυτή οδήγησε στον κομουνισμό την
τεράστια πλειοψηφία των καλύτερων προλεταριακών στοιχείων του
μενσεβικισμού’’. (Θέσεις για το ενιαίο μέτωπο 1922)
Το ενιαίο μέτωπο και η εργατική κυβέρνηση στο πλαίσιο της δεκαετίας του 20
Ας
κάνουμε μια προσπάθεια συνόψισης των προηγούμενων, επιχειρώντας
παράλληλα να τα εντάξουμε στο πλαίσιο της εποχής τους (μετα-οκτωβριανή
περίοδος, δεκαετία 20).
Στο επίπεδο της διάταξης των κοινωνικών δυνάμεων, οι επαναστατικές δυνάμεις έχουν την εικόνα μιας απότομης και δυναμικής εισβολής του βιομηχανικού προλεταριάτου στην κοινωνική ζωή και την πολιτική πάλη,
ως συμπαγούς δύναμης. Ακόμη και σε κοινωνικές δομές χωρών όπως η Ρωσία,
στις οποίες αποτελεί μικρή μειοψηφία, έχει συγκέντρωση και πολιτική
δυναμική που προσφέρουν μεγάλο πλεονέκτημα.
Στο πολιτικό επίπεδο, μιλάμε για εποχή ύπαρξης και δράσης σχεδόν αμιγών εργατικών κομμάτων. Τα κόμματα της δεύτερης διεθνούς (σοσιαλδημοκρατία), είναι και αυτά εργατικά κόμματα, το δε σχίσμα με
το μπολσεβίκικο ρεύμα είναι εντελώς πρόσφατο, ακαταστάλαχτο και
ασταθές, με διαφορές από χώρα σε χώρα. Τόσο το ρεύμα της αστικής
επιρροής μέσα στο εργατικό κίνημα, όσο και η επαναστατική τάση, σηκώνουν
με διαφορετική στόχευση τη σημαία της ενότητας, της κοινής δράσης, ή του μετώπου, επιδιώκοντας ηγεμονία σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση το καθένα.
Δεν
πρόκειται ωστόσο για μια μάχη προπαγάνδας και πολιτικών κινήσεων
εντυπωσιασμού. Η πολιτική κινητικότητα της εργατικής τάξης, είναι
ανεβασμένη, με υψηλές προσδοκίες παρά τις πρόσφατες ήττες σε Γερμανία
και αλλού. Η ενότητα δράσης και η αποφασιστική συγκέντρωση
δυνάμεων είναι εκ των ουκ άνευ και υλική αναγκαιότητα, σε μια εργατική
επανάσταση που φαντάζει άμεση και εφικτή. Ακόμα και οι σοσιαλδημοκράτες έχουν τις δικές τους εργατικές πολιτοφυλακές, συχνά μάλιστα ένοπλες.
Η
τακτική του επαναστατικού ρεύματος, και ειδικότερα η πρόταση για το
ενιαίο μέτωπο σε αυτές τις συνθήκες, αν μελετήσουμε χωρίς δογματισμό τη
σχετική πείρα, έχει ορισμένες θεμελιώδεις πλευρές.
Η πρώτη έχει να κάνει με την απόλυτη στόχευση του ενιαίου μετώπου ενάντια στην αστική τάξη.
Υπερβολικά θα έλεγε κανείς με τα μάτια της σημερινής εποχής. Σα να μην
υπήρχε αγροτιά στην Ιταλία ή την Γαλλία για παράδειγμα ή σα να επρόκειτο
να προλεταριοποιηθεί άμεσα.
Η δεύτερη βασική πλευρά ήταν η σχεδόν μονοσήμαντη ένταξη του μετώπου στην προοπτική μιας άμεσης επαναστατικής αναμέτρησης
για την δικτατορία του προλεταριάτου, έχοντας ως αφετηρία την εμπειρία
των σοβιέτ. Οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν ακριβώς αυτή τη κατεύθυνση και
εδώ δεν ενοχοποιείται μόνο η μετα-λενινιστική σταλινική ‘’τρίτη
περίοδος’’ των επόμενων χρόνων.
Το τρίτο στοιχείο ήταν αυτό που αφορούσε στην προσπάθεια έκθεσης, αποκάλυψης του ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας και η απόσπαση της βάσης της.
Οι
τονισμοί στην πολεμική και την ενότητα, είναι διαφορετικοί, από απόφαση
σε απόφαση, από χρονιά σε χρονιά και από χώρα σε χώρα, παντού υπάρχουν
όμως αυτά τα στοιχεία.
Ειδικά
η ήττα στη Γερμανία, αν και όχι ρητά, ωθεί πότε σε μια κατανόηση της
ανάγκης για οργανικότερη σύνδεση της επανάστασης με τα άμεσα εργατικά
συμφέροντα, πότε στην εκδήλωση ενός αβυσσαλέου μίσους προς τη
σοσιαλδημοκρατία που ενοχοποιείται και για τις δολοφονίες της Ρόζας και
του Λίμπνεχτ.
Το
ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης φαίνεται σε αυτές τις συνθήκες
τελείως απτό και συγκεκριμένο, μαζί και με τη συμμαχία προλεταριάτου και
αγροτιάς. Είναι ένα πλαίσιο αρκετά διαφορετικά από τη σημερινή εποχή,
και ως προς τις δύο αυτές πλευρές που αφορούν την κοινωνική δομή. Σήμερα
η ενότητα και η αίσθηση της κοινής ταυτότητας μιας πιο πολυάριθμης αλλά
και πιο διασπασμένης εργατικής τάξης, είναι ζητούμενο. Επίσης,
η συμμαχία της με τα δυναμικά στρώματα μιας μαζικής διανόησης με
ετερόκλητα χαρακτηριστικά, καθώς και με τα νέα μισθωτά ή μικροαστικά
στρώματα των πόλεων, αντικαθιστά σχεδόν παντού την ανάγκη συμμαχίας με
μια φθίνουσα ή/και ταξικά διαιρεμένη αγροτιά.
Ακόμη μεγαλύτερες είναι οι αλλαγές στις πολιτικές εκπροσωπήσεις.
Υπάρχουν σήμερα εργατικά κόμματα, με τον ίδιο τρόπο ή παραπλήσιο με
εκείνη την εποχή; Μακάρι να ήταν έτσι. Ήταν εργατικό αλλά ρεφορμιστικό
κόμμα το ΠΑΣΟΚ, όπως πίστευαν τόσες και τόσες υπεραριστερές ομάδες που
έτρεχαν να κάνουν εισοδισμό; Είναι εργατικό κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, ή έστω
ισχυρίζεται ότι είναι; Ακόμη και το ΚΚΕ ή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που αναφέρονται
ρητά σε μια εργατική κομμουνιστική προοπτική, μπορούν να θεωρηθούν
εργατικές οργανώσεις από άποψη κοινωνικής σύνθεσης και προγράμματος;
Δυστυχώς έχουμε πολύ μαλλί να ξάνουμε σε αυτή την κατεύθυνση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που κολλάει σε όλα αυτά;
Τα
παραπάνω αποτελούν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για όσους ενδιαφέρονται
για μια εργατική αντικαπιταλιστική διέξοδο από την κρίση σε σοσιαλιστική
κατεύθυνση.
Μπορεί να υπάρχουν πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις, που οφείλουν να τεκμηριώνονται, αλλά και να διαλέγονται συντροφικά.
Υπάρχει όμως και μια άλλη υποχρέωση: Να στηρίζονται σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις και συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Αλλιώς
αποτελούν α-χρονικές, δογματικές τοποθετήσεις, υποταγμένες σε άμεσες
πολιτικές σκοπιμότητες και κατά βάση στη ρητή ή υπόρρητη κατεύθυνση για ένταξη στην πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι
ενδεικτικό από αυτή την άποψη ότι οι περισσότεροι από αυτούς που
επιστρατεύουν τον Λένιν ή την πρόταση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για το
ενιαίο μέτωπο, αποφεύγουν να τοποθετηθούν και να διατυπώσουν συγκεκριμένη εκτίμηση για την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Βολεύει
να παρουσιάζουν τα πράγματα κάπως έτσι: Από τη μια έχουμε το ΣΥΡΙΖΑ που
έχει ένα σχετικά μετριοπαθές αλλά προοδευτικό ρηξιακό πρόγραμμα. Από
την άλλη έχουμε κάποιους όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που τα θέλουν όλα εδώ και τώρα,
σχεδόν προτείνουν επανάσταση και σοσιαλιστικούς κομμουνιστικούς
στόχους, κάνοντας ιδεολογική πάλη και όχι πολιτική. Η λύση είναι η
συνεργασία, ώστε το ατελές αλλά υπαρκτό βήμα του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει
ουσιαστικό και άμεση προϋπόθεση για αυτό είναι να συνέλθουν οι
σεχταριστές και να πατήσουν στη γη της πολιτικής. Στην πραγματικότητα,
ούτε το ένα ισχύει ούτε το άλλο.
Κάνει
εντύπωση, ότι λείπει η συγκεκριμένη αποτίμηση της συνολικής πολιτικής
κατεύθυνσης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ που είναι ένα πρόγραμμα εντός της ΕΕ και εντός της κεφαλαιοκρατικής τάξης πραγμάτων.
Στην καλύτερη περίπτωση επισημαίνονται ταλαντεύσεις, αμφισημίες,
διαφορετικές τοποθετήσεις, αδυναμία στήριξης στο λαϊκό παράγοντα. Μακάρι
να ήταν μόνο αυτά. Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα ‘’ανοικτό’’ ερώτημα, αλλά συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο.
Θα
επισημάνουμε εδώ ότι η προγραμματική διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ, που
εγκρίθηκε από την πρόσφατη Συνδιάσκεψη του, δεν δημιουργεί αμφιβολίες
μόνο σε αριστερούς και κομμουνιστές σε ότι αφορά το κατά πόσο ανοίγει
ένα δρόμο προς μια σοσιαλιστική διέξοδο. Ούτε συγκεντρώνει απλά τα πυρά
επειδή επιλέγει να κινηθεί εντός της ΕΕ των μνημονίων.
Τίθεται
το ερώτημα γιατί δεν υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις σε μια
κατεύθυνση λαϊκής ανακούφισης. Το ίδιο είχε γίνει και στο προεκλογικό
πρόγραμμα που είχε φτιαχτεί και για τις εκλογές της 17ης Ιούνη. Σημειώνουμε εδώ σύντομα τα εξής:
Απουσία πρώτη: Η κατάργηση της ‘’εισφοράς αλληλεγγύης’’. Δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε οποιοδήποτε κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ.
Απουσία δεύτερη: Η κατάργηση του ειδικού τέλους ηλεκτροδότησης
(χαράτσι ΔΕΗ). Δεν υπόσχεται ότι θα καταργήσει το χαράτσι γενικά,
αλλά βελτίωση των όρων απαλλαγής για ‘’άνεργους, τους χαμηλόμισθους,
τους χαμηλοσυνταξιούχους’’, που και τώρα υπάρχουν σε κάποιο βαθμό.
Απουσία τρίτη: Η επαναφορά 13ου και 14ου μισθού στους δημόσιους υπάλληλους. Δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά.
Απουσία τέταρτη: Επαναφορά-άνοδος του αφορολόγητου ορίου
για μισθωτούς και συνταξιούχους. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνει καμία αναφορά,
αλλά μιλάει γενικά για ‘’ριζική μεταρρύθμιση του φορολογικού
συστήματος’’.
Απουσία πέμπτη: Η κατάργηση της πολιτικής των μνημονίων. Ο ΣΥΡΙΖΑ ρητά μιλά για αντικατάσταση των μνημονίων με ‘’εθνικό σχέδιο ανόρθωσης, όπου βασική φιλοσοφία του προγράμματος είναι μια ‘’ρεαλιστική, αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη δημοσιονομική σταθεροποίηση’’, δηλαδή μια ‘’αριστερή ευρωπαϊκή λιτότητα.
Απουσία έκτη: η διαγραφή του χρέους και η κατάργηση των δανειακών συμβάσεων. Ρητά πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά για αναγνώριση του χρέους,
το θεωρεί ευρωπαϊκό πρόβλημα που θα επιλυθεί στο τραπέζι με τους
δανειστές. Σα να λέμε δέκα λύκοι και ένα πρόβατο δίνουν ραντεβού σε
τραπέζι συζήτησης με θέμα ‘’τι να φάμε άραγε απόψε;’’
Με
βάση τα παραπάνω, τι νόημα έχουν οι προτάσεις για ‘’ενιαίο μέτωπο’’
έστω κριτικής υποστήριξης αυτού του προγράμματος ή ‘’κινηματικής
συμπολίτευσης’’ σε μια τέτοια κυβέρνηση και άλλες ανοησίες που έχουν
ακουστεί σε διάφορες παραλλαγές, από τους όψιμους ‘’λενινιστές’’;
Αποτελεί
πολιτικό δικαίωμα του οποιουδήποτε να θέτει αυτή την πολιτική
κατεύθυνση. Καλό θα ήταν όμως να μπουν στο τραπέζι οι συγκεκριμένες
εκτιμήσεις για τα πολιτικά προγράμματα και τις πολιτικές πρακτικές που
έχουμε όντως μπροστά μας και όχι στον ανύπαρκτο κόσμο της κατά
παραγγελία πραγματικότητας.
Ενιαίο μέτωπο του κόσμου της εργασίας για την αντικαπιταλιστική ανατροπή
Έχουμε
απέναντι μας μια μεγάλη συστημική δομική καπιταλιστική κρίση. Μια
απίστευτη πόλωση ανάμεσα στους κόσμους της εργασίας και του κεφαλαίου,
με όξυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και τραγικές
επιπτώσεις από τη λειτουργία του καπιταλισμού σε όλες τις σφαίρες της
ζωής και την ίδια τη βιόσφαιρα.
Μόνο ένα μέτωπο μπορεί να απαντήσει.
Ένα μέτωπο ενάντια στον καπιταλισμό, τις δομές, τους νόμους του, τις αξίες του.
Με πυρήνα τον κόσμο της εργασίας,
στο πλαίσιο μιας ευρύτατης κοινωνικής συμμαχίας αντικαπιταλιστικής
ανατροπής και κοινωνικής τομής προς ένα νέο πραγματικό κομμουνιστικό
μετασχηματισμό, της γενικευμένης κοινοκτημοσύνης, της ελευθερίας, της
ισότητας, του διεθνισμού και της αρμονικής συμβίωσης με τη φύση.
Ένα
μέτωπο αυτού του χαρακτήρα, είναι το μοναδικό που μπορεί να δώσει πνοή
και έκφραση σε αγώνες δημοκρατίας, ειρήνης, αντιιμπεριαλιστικού
προσανατολισμού, οικολογικής ευαισθησίας, λαϊκής κυριαρχίας, φυλετικής
ισότητας ή ισοτιμίας των φύλων. Αυτή είναι η εποχή μας.
Σε
μια Ελλάδα με ένα λαό σε απίστευτη δοκιμασία, το πεδίο συγκρότησης
αυτού του δρόμου περνάει μέσα από την ανάπτυξη ενός μάχιμου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης, με εργατικό και λαϊκό ξεσηκωμό.
Είναι μια πρόταση τετραπλής συμπόρευσης.
Για την ενότητα της εργατικής τάξης που θέλουν να την κάνουν κομμάτια που θα βγάζουν τα μάτια μεταξύ τους.
Για τη συμμαχία του κόσμου της εργασίας με τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου που καταβυθίζονται στην κρίση.
Για την συνάντηση μέσα στους ενωτικούς αγώνες με υπέρβαση και ανατροπή των πολιτικών μηχανισμών του συστήματος.
Για την κοινή δράση της αριστεράς στη βάση της συμβολής στην ανατροπή, χωρίς απαγορευμένες ζώνες στα πολιτικά προγράμματα.
Είναι μια μορφή έκφρασης του ενιαίου μετώπου της εποχής μας. Ή τουλάχιστον προσπάθειας για αυτό.
Σε
συνθήκες όχι μόνο μετάλλαξης της κλασικής εργατικής σοσιαλδημοκρατίας
σε διεφθαρμένη αστική δύναμη, αλλά και ανυπαρξίας και αυτών των ίδιων
των κομμουνιστικών πρωτοποριών.
Αλλά και σε συνθήκες ενός νέου γύρου λαϊκών εξεγέρσεων και κοινωνικών επαναστάσεων σε όλο τον κόσμο.
Σε συνθήκες που η επαναστατική αναγέννηση της αριστεράς είναι ζητούμενο.
Η
απόρριψη αυτής της ανάγκης, στο όνομα ενός ‘’αριστερού μετώπου ήττας’’
στη βάση της ένταξης ή της ‘’κριτικής’’ στήριξης ενός ψοφοδεούς
νέο-ρεφορμιστικού προγράμματος, αποτελεί τον ορισμό του δεξιού
σεχταρισμού της εποχής μας. Διαλέγει κανείς και πορεύεται.
Σύντομη Περιγραφή:
Παναγιώτης Μαυροειδής
Η
προβληματική για το ενιαίο μέτωπο της εργατικής τάξης και την εργατική
κυβέρνηση που τίθεται από μια σκοπιά πρωτότυπης σύνδεσης τακτικής και
στρατηγικής, ανοίγει μια γόνιμη συζήτηση ανάμεσα στους κομμουνιστές και
εδώ δεν χωρούν απαγορευτικές ζώνες. Πρέπει να την ξεχωρίσουμε όμως
από την προσχηματική επίκληση των εννοιών αυτών, απλά για να
αξιοποιηθούν νομιμοποιητικά της τρέχουσας ρεφορμιστικής πολιτικής
στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου