Αλλά, στη Ζυρίχη, επίσης, ο Λουνατσάρσκι επηρεάστηκε βαθιά από τη θεωρία του εμπειριοκριτικισμού, καθώς στο πανεπιστήμιο είχε ως καθηγητή φιλοσοφίας τον Αβενάριους! Σ’ όλη του τη ζωή, από δω και μπρος, ο Λουνατσάρσκι θα παλεύει να συμβιβάσει («να συνθέσει», όπως έλεγε ο ίδιος) το μαρξισμό με τις «θεωρίες» του Αβενάριους και γενικά με τη σύγχυση των Μαχιστών. Στο ίδιο πανεπιστήμιο γνώρισε ως συμφοιτήτριά του τη μεγάλη επαναστάτρια του 20ού αιώνα –τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και συνάντησε για πρώτη φορά τους ιδρυτές του ρωσικού Μαρξισμού: τον Πλεχάνοφ και τους Π. Μπ. Αξελρόντ και Λ. Γ. Ντέιτς, την Β. Ι. Ζασούλιτς και τον Β. Ν. Ιγνάτοφ.
«Στο σχολειό, θα γράψει αργότερα ο Λεόν Τρότσκι, ο Λουνατσάρσκι ξάφνιαζε με την ποικιλία των ταλέντων του. Έγραφε στίχους, σίγουρα, έπιανε εύκολα τις φιλοσοφικές ιδέες, έκανε θαυμάσιες διαλέξεις στις φοιτητικές βραδιές. Ηταν άφθαστος ρήτορας και δεν έλειπε κανένα χρώμα από τη συγγραφική του παλέτα. Στην ηλικία των είκοσι χρόνων ήταν σε θέση να κάνει διαλέξεις για το Νίτσε, να τα βάλει με την κατηγορική προσταγή, να υπερασπίζει τη μαρξική θεωρία της αξίας, να συζητάει για τις συγκριτικές αρετές του Σοφοκλή και του Σέξπιρ»...
Στην Ευρώπη, συνεχίζει ο Λεόν Τρότσκι, ο Λουνατσάρσκι, έπεσε σαν «δώρο από τον ουρανό», για τον απομονωμένο Λένιν. «Μόλις κατέβηκε από το τρένο βρήκε μια θέση στη θορυβώδη ζωή της ρωσικής εμιγκράτσιας στην Ελβετία, τη Γαλλία και σ’ όλη την Ευρώπη: έκανε εκθέσεις, έφερνε αντιρρήσεις, έγραφε πολεμικές στον Τύπο, διεύθυνε κύκλους, χωράτευε, εκτόξευε αιχμές, τραγουδούσε με φάλτσα φωνή, αιχμαλωτίζοντας νέους και γέρους με την τόσο πλούσια μόρφωσή του κα με την τόσο χαριτωμένη ευκολία του στις προσωπικές σχέσεις», (βλ. Λογοτεχνία και Επανάσταση (Σκόρπια Φύλλα), σελ. 213, 214-215).
Για πρώτη φορά, ο Λουνατσάρσκι πιάστηκε το 1899 από την Οχράνα, μόλις επέστρεψε στη Ρωσία, καθώς συνδέθηκε με μια ομάδα επαναστατών στη Μόσχα που μια από τους επικεφαλής της ήταν η μεγαλύτερη αδερφή του Λένιν, η Άνα Ελιζάροβα. Κλείστηκε στην απομόνωση για οκτώ μήνες και μετά εξορίστηκε –αρχικά στην Καλούγκα νότια της Μόσχας και αργότερα στο Βορά στη Βολογκτά και την Τότμα (1900-1904).
Στη Καλούγκα, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές της Ρωσίας, οι εξόριστοι είχαν τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση του τοπικού πληθυσμού, κι έτσι τη δυνατότητα να παρακολουθούν μαθήματα, να κάνουν διαλέξεις, να οργανώνουν συζητήσεις, να γράφουν σε διάφορα περιοδικά κτλ., κτλ. Εκεί ο Λουνατσάρσκι συνάντησε για πρώτη φορά τον Μπογκντάνοφ (Α. Α. Μαλινόφσκι) και συνδέθηκε πολιτικά και ιδεολογικά μαζί του. Μελέτησε τον εμπειριομονισμό, που μόλις είχε εκδόσει ο Μπογκντάνοφ, κι ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την αδερφή του. Ο Λουνατσάρσκι οργάνωσε εκεί μια σειρά δημόσιων συζητήσεων με τον επίσης εξόριστο «νόμιμο μαρξιστή» Μπερντιάγεφ (που κείνη την εποχή περνούσε από το μαρξισμό στο χριστιανισμό), με θέμα: «Η Θρησκεία και ο Σοσιαλισμός». Στο διάλογο, ήταν τέτοια η υπεροχή του Λουνατσάρσκι που το ακροατήριο ολόκληρο είχε πειστεί, κι έτσι ήταν, ότι «κατατρόπωσε» κυριολεκτικά τον αντίπαλό του. Η αλήθεια, όμως, ήταν πιο σύνθετη, γιατί την ίδια στιγμή ο Λουνατσάρσκι επηρεάστηκε βαθιά από τις ιδέες του αντιπάλου του σ’ ότι αφορά τη θρησκεία –αυτό απόδειξε η κατοπινή του πορεία. Επηρεασμένος από τον εμπειριοκριτικισμό, ο Λουνατσάρσκι έγραψε κείνη την περίοδο το δοκίμιο: Η Εμπειρία της Θετικής Αισθητικής και μετάφρασε πολλούς ευρωπαίους ποιητές. Την ίδια περίοδο δημοσίευσε πολλά κριτικά δοκίμια για τη λογοτεχνία. Όμως, όλες αυτές οι δραστηριότητες στοίχισαν στο νεαρό τότε εξόριστο τη μεταφορά και την απομόνωση του στο Βορά, στην περιοχή του Αρχάγγελου.
Με πρόταση του Λένιν, μόλις απελευθερώθηκε, ο Λουνατσάρσκι πέρασε (το 1904) στο εξωτερικό και από τότε υπήρξε ένα από τα βασικά στελέχη των συνταχτικών επιτροπών των μπολσεβίκικων εφημερίδων «Βπεριόντ», «Προλετάρι» και αργότερα της «Νόβαγια Ζιζν» (της πρώτης νόμιμης μπολσεβίκικης εφημερίδας που ο ίδιος μαζί με τον Γκόρκι θεμελίωσαν στη διάρκεια της Επανάστασης του 1905). Μετά το 2ο Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ), ο Λουνατσάρσκι πέρασε στις γραμμές του μπολσεβικισμού. Συμμετείχε σ’ όλα σχεδόν τα Συνέδρια του Κόμματος που έγιναν όσο ζούσε ο Λένιν και αντιπροσώπευσε τους μπολσεβίκους στα Συνέδρια της Δεύτερης Διεθνούς στη Στουτγάρδη (1907) και στην Κοπεγχάγη (1910).
Με την επανάσταση του 1905 ο Λουνατσάρσκι επέστρεψε και δραστηριοποιήθηκε στη Ρωσία, όπου, με την ήττα της επανάστασης, πιάστηκε και φυλακίστηκε ξανά. Αργότερα έφυγε πάλι για την Ευρώπη. Με τον αυθόρμητο, άστατο και πάντα έτοιμο για συμβιβασμό χαρακτήρα του, ο Λουνατσάρσκι βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με τον Λένιν. Με τη συντριβή της Επανάστασης του 1905-1907 –στην περίοδο, δηλαδή τις αντίδρασης– οι διαφωνίες αυτές οξύνθηκαν ακόμα παραπέρα και ο Λουνατσάρσκι πήρε ανοιχτά το μέρος των Εμπειριοκριτικιστών και συμμετείχε στην οργάνωση των φραξιονιστικών κύκλων και σχολών που ίδρυσαν στο Κάπρι και την Μπολόνια οι μαχιστές και μάλιστα ως επικεφαλής τους, μαζί τον Μπογκντάνοφ και τον Γκόρκι.
Στα πλαίσια της «θεοαναζήτησης» και της «θεοπλασίας», παλεύοντας να εδραιώσει το «θρησκευτικό αθεϊσμό» του, ο Λουνατσάρσκι έγραψε τότε πολλά και διάφορα έργα: Θρησκεία και Σοσιαλισμός (2 τόμοι, 1908 και 1911), Αθεϊσμός (1908), Μικροαστισμός και Ατομισμός (1909). Την ίδια περίοδο, ως υπέρμαχος και θεωρητικός της λεγόμενης προλεταριακής τέχνης και κουλτούρας, έγραψε: Τα Καθήκοντα της Σοσιαλδημοκρατικής Καλλιτεχνικής Δημιουργίας (1907), Τα Περιγράμματα μιας Συλλογικής Φιλοσοφίας (1909), Επιστολές για την Προλεταριακή Λογοτεχνία (1914) κλπ., κλπ.
Στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, ο Λένιν πολέμησε σκληρά τον Λουνατσάρσκι που πίστευε ότι η μετατροπή των σοσιαλιστικών ιδεών σ’ ένα είδος νέας θρησκείας θα κάνει «πιο προσιτό και πιο κατανοητό» το σοσιαλισμό στις λαϊκές μάζες (βλ. τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό του Λένιν).
Να πώς αντιμετώπισε ο Λένιν τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις του, όταν στα Δοκίμια για τη Φιλοσοφία του Μαρξισμού θέλησε να διορθώσει τον Έγκελς (και τον Χέγκελ) σ’ ότι αφορά την Ελευθερία και την Αναγκαιότητα: «Υπάρχουν πραγματικά πολλά θαύματα εδώ. Και το πιο “θαυμαστό” είναι ότι ούτε ο Α. Λουνατσάρσκι, ούτε το πλήθος των άλλων μαχιστών, που θέλουν να θεωρούνται μαρξιστές, “δεν πρόσεξαν” την γνωσιολογική σημασία των σκέψεων του Έγκελς για την ελευθερία και την αναγκαιότητα... », (όπ.π., σελ. 198).
Στη συνέχεια ο Λένιν παραθέτει αυτά που έλεγε ο Έγκελς (και ο Χέγκελ) στο θέμα της αναγκαιότητας και της ελευθερίας:
«Ο Χέγκελ ήταν ο πρώτος που εξέθεσε σωστά τη σχέση ελευθερίας και αναγκαιότητας. Γι’ αυτόν η ελευθερία είναι η γνώση της αναγκαιότητας. “Η αναγκαιότητα είναι Τυφλή μόνο εφόσον δεν έχει κατανοηθεί”. Η ελευθερία δεν έγκειται στη φανταστική ανεξαρτησία από τους νόμους της Φύσης, αλλά στη γνώση αυτών των νόμων και στη δυνατότητα που προσφέρει αυτή η γνώση, να τους κάνουμε να δρουν σχεδιασμένα για καθορισμένους σκοπούς. Αυτό ισχύει τόσο για τους νόμους της εξωτερικής Φύσης, όσο και για τους νόμους που διέπουν τη σωματική και πνευματική ύπαρξη του ίδιου του ανθρώπου, δυο κατηγορίες νόμων που μπορούμε να τις χωρίσουμε τη μια από την άλλη το πολύ-πολύ στη σκέψη μας, όχι όμως και στην πραγματικότητα...», (5η γερμανική έκδοση, σελ. 112-113).
Τελικά, σ’ ένα γράμμα του στις 16 του Απρίλη 1908, ο Λένιν του γράφει: «Υ.Γ. Σχετικά με τη φιλοσοφία Σάς λέω προσωπικά: δεν μπορώ να Σας ανταποδώσω τα κομπλιμέντα και πιστεύω ότι γρήγορα θα πάρετε κι Εσείς τα δικά σας πίσω. Οι δικοί μου δρόμοι χώρισαν (και ίσως για πολύν καιρό) από τους δρόμους αυτών που προπαγανδίζουν τη “συνένωση του επιστημονικού σοσιαλισμού με τη θρησκεία”, καθώς και όλων των μαχιστών», (Λένιν: «Άπαντα», τόμος 47, σελ. 155).
Με τον ίδιο σκληρό τρόπο αντιμετώπισε και τον Μαξίμ Γκόρκι, που αναπόφευκτα είχε επηρεαστεί από «τις θεωρίες του Μπογκντάνοφ και του Λουνατσάρσκι». «Δεν είναι σωστό, του γράφει ο Λένιν στα τέλη του Νοέμβρη 1913, ότι ο θεός είναι το σύνολο ιδεών που ξυπνούν και οργανώνουν τα κοινωνικά αισθήματα. Αυτό είναι μπογκντανοφικός ιδεαλισμός, που κρύβει την υλική καταγωγή των ιδεών. Ο θεός είναι (ιστορικά και στην καθημερινή ζωή) πριν απ’ όλα ένα σύνολο ιδεών που τις γέννησε η τυφλή συντριβή του ανθρώπου, η συντριβή η οποία οφείλεται στη Φύση που μας περιβάλλει και στην ταξική καταπίεση –ιδεών που καθαγιάζουν αυτή την ανθρώπινη συντριβή, που αποκοιμίζουν την ταξική πάλη», («Άπαντα», τόμος 48, σελ. 231-232). Με τη σκληρή αυτή πάλη ο Λένιν μπόρεσε να τους κερδίσει, μαζί με πολλούς άλλους ακόμα, και να τους κρατήσει στο στρατόπεδο του μπολσεβικισμού.
Κάνοντας την αυτοκριτική του, όσον αφορά την υπεραριστερή πολιτική των «οτζοβιστών-ουλτιματιστών» την περίοδο της αντίδρασης και της σύγκρουσής τους με τον Λένιν, ο Λουνατσάρσκι θα γράψει αργότερα (μετά την επανάσταση) στις Αναμνήσεις του: «Ο Λένιν πλησίαζε όλα τα ζητήματα σαν ένας άνθρωπος της δράσης, με μια εξαιρετικά μεγάλη ετοιμότητα πνεύματος, ως ένα μεγαλοφυής πολιτικός ηγέτης, ενώ εγώ τα αντιμετώπιζα ως ένας φιλόσοφος ή για να το θέσω με μεγαλύτερη ακρίβεια σαν ένας ποιητής της επανάστασης». Όπως θα γράψει αργότερα ο Τρότσκι, ο Πλεχάνοφ είχε βαφτίσει τον Λουνατσάρσκι «Άγιο Ανατόλιο» –ένα παρατσούκλι που του έμεινε για πολλά χρόνια.
Με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ο Λουνατσάρσκι κράτησε διεθνιστική θέση. Το 1917 τον βρίσκει ενταγμένο στους Μετζραγιόντσι –την οργάνωση του Τρότσκι, που με το 6ο (Ενωτικό) Συνέδριο του Κόμματος προσχώρησε, στα τέλη του Ιούλη 1917, στο Μπολσεβίκικο Κόμμα. Τον Ιούλη ο Λουνατσάρσκι συλλαμβάνεται ξανά ως «πράκτορας του γερμανικού Γενικού Επιτελείου» και μαζί με τους άλλους μπολσεβίκους ηγέτες, Τρότσκι, Κριλένκο, Κολοντάι κλπ., που αντιμετώπιζαν την ίδια συκοφαντία, κλείνεται στις φυλακές του «Κρίστι». Απελευθερώνονται όλοι με το πραξικόπημα του Κορνίλοφ.
Ο Λουνατσάρσκι συμμετείχε στην Επανάσταση κάτω από τις εντολές της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής των Σοβιέτ και στον εμφύλιο πόλεμο ήταν εντεταλμένος αντιπρόσωπος του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας στο μέτωπο.
Μετά την Επανάσταση έγινε ο Επίτροπος του Λαού για την Παιδεία (1917-1929), όπου και πρόσφερε ένα τεράστιο έργο στην πολιτιστική αναδιοργάνωση και ανοικοδόμηση της χώρας. Με την απειλή της παραίτησης προστάτεψε «την πολιτιστική κληρονομιά», τα αρχιτεκτονικά μνημεία και τους θησαυρούς της Τέχνης από την καταστροφή στη διάρκεια της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου. Σε μια κρίσιμη φάση μάλιστα, το Νοέμβρη του 1917, παραιτήθηκε από Επίτροπος όταν οι φήμες λέγανε ότι το πυροβολικό των μπολσεβίκων κατάστρεψε μνημεία στο Κρεμλίνο. Όταν, όμως, διαπίστωσε ότι ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Βασιλείου στεκόταν στη θέση του, απόσυρε την παραίτησή του και επέστρεψε στο πόστο του. Όπως και νά ’χει, με τη Ναταλία Σέντοβα, τη γυναίκα του Τρότσκι, που απομέρους του Επιτροπάτου Παιδείας είχε την ευθύνη για την προστασία των Μουσείων και των ιστορικών Μνημείων και Αγαλμάτων, ο Λουνατσάρσκι είχε συνάψει «ιερή» συμμαχία ενάντια στο Επιτροπάτο Στρατιωτικών που, με τη σειρά του, τους κατηγορούσε ότι δείχνανε «πιότερο ενδιαφέρον για πράγματα άψυχα παρά για τους ζωντανούς ανθρώπους», όπως αναφέρει ο Λεόν Τρότσκι στην Αυτοβιογραφία του.
Παρά τις ανεπάρκειές του, ο Λουνατσάρσκι σύνδεσε το όνομά του με τη δημιουργία των νέων σοβιετικών σχολίων, με τη μεταρρύθμιση της ανώτερης παιδείας και της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Σε μια επιτροπή με την Κρούπσκαγια και τον καθηγητή Ποκρόφσκι (υπο-Επίτροπο του Λαού για την Παιδεία) επεξεργάστηκαν τα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης του νέου σοβιετικού κράτους. Ο Λουνατσάρσκι εργάστηκε πολύ για την αναμόρφωση των επιστημονικών ιδρυμάτων, των ινστιτούτων, των θεάτρων, των εκδόσεων και γενικά όλων εκείνων των θεσμών που συνδέονταν με τα γράμματα και τον πολιτισμό της χώρας. Θα μπορούσε κανείς, με δυο λόγια, να πει ότι, στην άνθηση του Πολιτισμού και των Τεχνών των πρώτων χρόνων της προλεταριακής επανάστασης υπάρχει μια μεγάλη συνεισφορά του Ανατόλι Βασίλιεβιτς Λουνατσάρσκι.
Σ’ αυτή την περίοδο ο Λουνατσάρσκι έγραψε πολλά και σημαντικά έργα (η χρονολογία αφορά το χρόνο έκδοσής τους): Καρλ Μαρξ –Εκατό Χρόνια από τη Γέννησή του: 1818-1918 (1918), Τέχνη και Επανάσταση (1924), Θέατρο και Επανάσταση (1924), Η Ιστορία της Δυτικο-Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στις πιο Σημαντικές Στιγμές της (1924), Από το Σπινόζα ως τον Μαρξ (1925), Προβλήματα της Κοινωνιολογίας της Μουσικής (1927), Ο Μπαρούχ Σπινόζα και η Μπουρζουαζία (1933), Άρθρα για τη Σοβιετική Λογοτεχνία (1958), Επιλογή Άρθρων πάνω στα Προβλήματα της Αισθητικής (1975). Και τα θεατρικά: Ο Βασιλικός Κουρέας (1918), Ο Φάουστ και η Πόλη (1918), Ο Καγκελάριος και ο Κλειδαράς (1921), όπως και τα θεατρικά έργα ιστορικού περιεχομένου: Κρόμβελ, Καμπανέλα, Νταντόν κλπ. Παράλληλα, έγραψε τόμους ολόκληρους κριτικών δοκιμίων πάνω σε λογοτεχνικά θέματα –για τον Αντρέγιεφ, τον Γκόγκολ, τον Γκόρκι, τον Ντοστογιέφσκι, τον Πούσκιν, τον Τολστόι, κτλ. στην πάλη του να φέρει τους κλασικούς κοντά στις καθυστερημένες εργατικές και αγροτικές μάζες της σοβιετικής Ανατολής!
Το 1923 ο Λουνατσάρσκι έκδοσε τις Επαναστατικές Σιλουέτες –έναν τόμο με βιογραφικά σημειώματα (σκιαγραφίες τις έλεγε ο ίδιος) των κύριων ηγετών της Οκτωβριανής Επανάστασης: Λένιν, Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Σβερντλόφ, Ουρίτσκι, Καλίνιν, κλπ., σε 10.000 αντίτυπα. Ένα έργο που ξαναεκδόθηκε το 1924, μετά το θάνατο του Λένιν. Όμως, στις Επαναστατικές Σιλουέτες δεν υπήρχε το όνομα του Στάλιν, παρότι υπήρχαν βιογραφικά ακόμα και για τους Πλεχάνοφ και Μάρτοφ! Αυτό ήταν μια καθαρή πρόκληση που γινόταν τη στιγμή ακριβώς που ο Στάλιν, ήδη Γενικός Γραμματέας, ανέβαινε ένα-ένα τα σκαλιά της βοναπαρτιστικής εξουσίας του. Τον ίδιο χρόνο, με εντολή του Στάλιν, οι Επαναστατικές Σιλουέτες αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία, και ο Λουνατσάρσκι, που βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη απειλή, αρπάχτηκε από τον Ζινόβιεφ που μαζί με τον Κάμενεφ στήριζαν τότε τον Στάλιν στην εξουσία.
Το 1925-26 οι Ζινόβιεφ-Κάμενεφ περνούν στην Αντιπολίτευση, και ο Στάλιν έχει ήδη αρχίσει να ψάχνει τόπους εξορίας για τους ηγέτες της. Ο Λουνατσάρσκι, αποκαρδιωμένος και άρρωστος (υπόφερε από την καρδιά του) δεν ασκεί πια τα καθήκοντά του σαν Επίτροπος, παρότι τον κρατούν, μαντρωμένο με τα σκυλιά της Νι-Κα-Βε-Ντε, στο πόστο του για άλλα τρία χρόνια, επιφορτίζοντάς τον με διάφορες πολιτιστικές αποστολές στο εξωτερικό.
Το 1929, η κλίκα του Στάλιν διόρισε τον Λουνατσάρσκι πρόεδρο της Επιστημονικής Επιτροπής της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΣΣΔ –ήταν η τόσο συνηθισμένη αργότερα σταλινική κλοτσιά προς τα πάνω σ’ όποιον μπερδευόταν στα πόδια της γραφειοκρατίας– και το 1933, λίγο πριν πεθάνει, τον έστειλε πρεσβευτή στην Ισπανία.
Στη νεκρολογία που ο Λεόν Τρότσκι έγραψε την ημέρα του θανάτου του, διαβάζουμε:
«Με την ιδιότητα του Επίτροπου του Λαού στην Παιδεία, ο Λουνατσάρσκι ήταν αναντικατάστατος στις σχέσεις με τους παλιούς πανεπιστημιακούς κύκλους... Δεν είναι από τις μικρότερες αρετές του Λουνατσάρσκι ότι πέτυχε τη συμφιλίωση της ιντελιγκέντσιας με δίπλωμα και πτυχίο με το σοβιετικό καθεστώς. Σαν οργανωτής της Δημόσιας Εκπαίδευσης αποδείχτηκε απελπιστικά αδύναμος... Η Κεντρική Επιτροπή τού ’δοσε βοηθούς που, κάτω από το προκάλυμμα της προσωπικής εξουσίας του Επίτροπου του Λαού, κρατούσαν γερά τα ηνία στο χέρι.
Αυτό έδοσε τόσο περισσότερο τη δυνατότητα στο Λουνατσάρσκι να αφιερώσει τις ελεύθερες ώρες του στην Τέχνη. Ο υπουργός της Επανάστασης ήταν όχι μόνο γνώστης και λάτρης του θεάτρου, μα και γόνιμος δραματουργός. Τα θεατρικά του έργα αποκαλύπτουν όλη την έκταση των γνώσεων και των ανησυχιών του, μια καταπληκτική ευκολία να διεισδύει στην ιστορία και τον πολιτισμό διάφορων χωρών και διάφορων εποχών, μια εξαιρετική ικανότητα να συνδυάζει τη δική του φαντασία με τις ιδέες των άλλων. Τίποτα περισσότερο. Δεν φέρνουν τη σφραγίδα μιας αληθινής δημιουργικής ιδιοφυίας.
Στα 1923 ο Λουνατσάρσκι έβγαλε ένα μικρό τόμο, τις Σιλουέτες (που) από τον επόμενο κιόλας χρόνο αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία και ο ίδιος ο Λουνατσάρσκι ένιωσε να πέφτει σε δυσμένεια. Ούτε δω τού ’λειψε η ευλυγισία. Προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα με την αναστάτωση που είχε προκληθεί στη σύνθεση της διεύθυνσης· όπως και νά ’ναι, υποτάχτηκε ολοκληρωτικά στους καινούριους κύριους της κατάστασης. Μ’ όλα αυτά έμεινε ως το τέλος φιγούρα ξένη στις γραμμές τους... Στερημένος από το πόστο του του Επιτρόπου του Λαού, όπου, άλλωστε, είχε καταφέρει ως την άκρη να εκπληρώσει την ιστορική του αποστολή, ο Λουνατσάρσκι έμεινε σχεδόν ακηλίδωτος μέχρι το διορισμό του ως πρεσβευτή στην Ισπανία. Δεν είχε καν τον καιρό να καταλάβει το καινούριο του πόστο: ο θάνατος τον πρόλαβε στο Μεντόν.
Ο φίλος, όπως και ο έντιμος αντίπαλος, δεν θ’ αρνηθούν να υποκλιθούν μπροστά στη σκιά του», (όπ.π., σελ. 216-217).
«Το πρώτο πράμα που πρέπει να πούμε μπροστά στο νιόσκαφτο τάφο του», επιμένει ο Λεόν Τρότσκι, είναι ότι «ο Λουνατσάρσκι ήταν δεμένος με την επανάσταση και το σοσιαλισμό σαράντα ολόκληρα χρόνια», ότι «οι επαναστατικές ιδέες δεν ήτανε για τον Λουνατσάρσκι νεανικός ενθουσιασμός: αυτές τον είχαν διαποτίσει ως τα τρίσβαθα των νεύρων και των αιμοφόρων αγγείων» του. Έφυγε «σχεδόν ακηλίδωτος», γράφει ο Τρότσκι, υπενθυμίζοντας έτσι ότι στα πρώτα δύσκολα χρόνια της γραφειοκρατικής κατρακύλας και των σταλινικών κινδύνων, ο Λουνατσάρσκι, ριγμένος στη δυσμένεια, κρατούσε το προστατευτικό χέρι του Ζινόβιεφ, σιγομουρμουρίζοντας μαζί του τις κατηγόριες για «πεσιμισμό» και «έλλειψη πίστης» ενάντια στην Αντιπολίτευση –όπως θα γράψει κείνη την περίοδο ο Τρότσκι. Οπωσδήποτε, ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι δεν είχε ποτέ την παραμικρή σχέση με τη σταλινική κλίκα και τα προνόμια της. «Μαρξιστής ακλόνητος» –παρά τα παραπατήματα του «θρησκευτικού αθεϊσμού» του– είχε από μικρός και μια για πάντα αποκηρύξει την «ευγενοαστική ιντελιγκέντσια» από την οποία καταγόταν, και δεν ήταν διατεθειμένος να συνάψει οποιαδήποτε σχέση με τη σταλινική καρικατούρα της.
Ο Λουνατσάρσκι άφησε ένα πλούσιο έργο που, μετά το θάνατο του Στάλιν, στις αρχές τις δεκαετίας του 1960, κυκλοφόρησαν τα παρτσάδια του σε 8 τόμους στην ΕΣΣΔ –αφού λογοκρίθηκε και πετσοκόφτηκε από τους σταλινικούς επίγονους. Το 1965 κυκλοφόρησαν και οι Επαναστατικές Σιλουέτες με το νέο και πιο κόσμιο όνομα τους: Οι Ζωές Σπουδαίων Ανδρών, αλλά από τις δέκα βιογραφίες του 1924 είχανε μείνει μόνο πέντε!
Πολλά από τα έργα του Λουνατσάρσκι έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Στα ελληνικά έχει εκδοθεί και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΑΛΦΕΙΟΣ» η Εισαγωγή στην Ιστορία των Θρησκευμάτων (Η Καταγωγή των Θρησκειών), που εκδόθηκε για πρώτη φορά, το 1934, από την Κοινωνιολογική και Πολιτική Εγκυκλοπαίδεια της Εφημερίδας Ανεξάρτητος. Αλλά η κακοδαιμονία συνεχίζει να ακολουθεί και να κατατρύχει μέχρι την μακρινή Ελλάδα τα έργα του Λουνατσάρσκι. Η Εισαγωγή μεταγλωττισμένη στη Δημοτική ξανατυπώθηκε από τον Βαγγέλη Σακκάτο στα τέλη της δεκαετίας του 1950, αλλά αμέσως βρέθηκε μπροστά στη βίαιη αντίδραση της παπαδοκρατίας και της καραμανλικής αστυνομοκρατίας. Με προτροπή της Αρχιεπισκοπής και την επέμβαση του υπουργείου Ασφάλειας το βιβλίο κατασχέθηκε και ο εκδότης του παραπέμφθηκε «επί καθυβρίσει δια του Τύπου της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας». Έτσι, χρειάστηκε να δοθεί μια μεγάλη, παρατεταμένη, αλλά νικηφόρα μάχη από την αριστερή διανόηση της χώρας στο Α΄ Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας για την άρση της κατάσχεσης, την αθώωση του κατηγορούμενου εκδότη και, έτσι, την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας του Τύπου.
Ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι πέθανε το 1933 στην Μεντόν της Γαλλίας και τάφηκε στο Τείχος του Κρεμλίνου στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας.
12 Απρίλη 2005
Θ. Θωμαδάκης
Θ. Θωμαδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου